Sunday, April 29, 2007

Θα Γδερνουν, Πριγκηπα

Το μωρο-νταβατζης συνανταει το Μαλκο στην παιδικη χαρα πισω απο το Μπλου. Τον βρισκει να καθεται κατω απο ενα δεντρο-γλυπτο απο αλατα ουρικου οξεος, γιατι εχει πλακα να μιλας επιστημονικα. «Παλι εσυ, ετσι?» «Παλι εγω, μωρε.» Παλι σκαλες στο Μομπετερ και στο Μαντ, παλι IRC και Πολυδροσο. Ο Μαλκο του λεει για κορδονια, αρκουδες στο σκοταδι και την ορχηστρα που παιζει Χατζηγιαννη. Το μωρο ξεκαρδιζεται στα γελια και σοβαρευει πολλες φορες. «Ποσα χρονια σε ξερω, ε» με μια διασκεδασμενη παραιτηση στα μουτρα και ενα χαλασμενο φερμουαρ. Παλιοκατασταση, αν θελω να ξερω. «Ακου» σκεφτεται το μωρο, «ακου τι πρεπει να κανεις».

Θα ερθεις κατω απο το σπιτι μου μολις κοιμηθουν ολοι, μεχρι και η Χριστινα που κοιμαται αργα. Θα με παρεις τηλεφωνο και θα μιλαμε ψιθυριστα και οι δυο και θα μου πεις να βγω στο μπαλκονι και θα βγω. Θα μου πεις «κατεβα γιατι φευγουμε» την ωρα που ο γατος θα ανεβαινει την κληματαρια. Θα σε σκυλοβρισω, ψιθυριστα παντα, και θα σου λεω να φυγεις, και με το ενα χερι θα κραταω το τηλεφωνο και με το αλλο θα πεταω πραγματα στο σακο μου. Εσυ εκεινη την ωρα πρεπει να κανεις ειρωνικα ναι ναι και να μου ανεμιζεις με θρασος μια Μαρς και ο γατος θα με κοιταξει παραιτημενα και θα κατεβω ησυχα ησυχα ολες τις σκαλες. Θα βουτηξουμε το Saxo του θειου μου και θα κανουμε μερικες χειροφρενιες στον πεζοδρομο. Μετα θα φυγουμε στα σοβαρα. «Για που ακριβως» θα αναρωτηθω για λιγουλακι, και μετα θα κοιμηθω γιατι θα ειναι και αργα. Θα ξυπνησω καπου στη Λαμια. Θα μπουκωθουμε πρωινο στο Olympus plaza, που ποτε δεν εμαθα ακριβως που τοποθετειται, και μετα θα ξαναπιασουμε το οδηγημα. Θελω να μου λες ιστοριες ομως, αλλιως θα κοιμαμαι συνεχεια. Θα εχουμε μονο ραδιοφωνο στο αμαξι και θα κανω μανιακο ζαπινγκ μεχρι που θα πιανουμε φορτηγατζηδες και ραδιοταξι. Χωραφια ρε φιλε, κοιτα κατι μερη. Κοιτα κατι μερη εκει στη Ραψανη, που ενταξει, δεν υπαρχει τετοιο μερος με τετοιο ποταμι. Κυλινδρομυλος, Ψητο στα καρβουνα, μιαμ, φαι. Μονο στην Ελλαδα εχει νοημα η Φαντα, Μαλκο. Το παλιο αστειο με το θειο μου στο σταθμο της Λαρισας με δυο κοτες στα χερια στο’χω πει?

«Ξερω ακομα περισσοτερα», του ειπα. «Οπως π.χ. ποσους θυρωρους εχει η κολαση και ποσες πουτανες το Novorozinski. Γελασε και ειπε: Ακους αυτη την υπεροχη μουσικη? «Δεν ειναι μουσικη», απαντησα, «Ειμαι εγω που καταστρεφω τη ζωη μου».


Και αλλα τετοια. Σε θυμαμαι οσο τρεχουμε στην Εθνικη και κοιταω σαλιωμενα μωρα να κανουν μουρες στο τζαμι. Σε θυμαμαι στη Θεσσαλονικη εξω απο το Μπερλιν. Ωστε Ντουμπροβνικς απαγγελνε ο σιχαμενος. Ωστε δε βουτηξαμε τη Σπηλιαδα οταν επρεπε και τωρα εχουμε μονο αυτο το καθυστερημενο αμαξακι που μυριζει
Chemistry της Clinique απο το θειο. Σου λεω, εχει νοημα. Στο λεω και στο σημειωμα μου μεσα στο Burroughs. Ακουμπαω τις πατουσες μου πανω στο ραδιοφωνο και στο λεω. Γινεται βραδυ και διπλα μας τρεχουν σκυλια Αγιου Βερναρδου με γυαλια πιλοτων και την εφημεριδα για το Στοιχημα. Περναμε απο βρωμερα σκυλαδικα, παρακαλαω αρκετα, θριαμβος. Κρυβομαι πισω σου και πεταμε πατημενα γαρυφαλλα, σιχαμενα νεκρολουλουδα σε χοντρους με λαδωμενα μαλλια και γυναικες απο δικες σου ιστοριες. Βουταω φρουτα απο διαφορα τραπεζια και μασουλαω ακτινιδια. Θελω να παω στην τουαλετα, με τραβολογας και βγαινουμε εξω. Κανω πιπι σε ενα βενζιναδικο και οπως γυριζω στο αμαξι μενω καγκελο γιατι διπλα στο μικρουτσικο Saxo εχει σταματησει η πιο φανταστικη νταλικα ολων των αιωνων και σε βρισκω να μιλας με τον τυπο λες και τον ξερεις, που να σε παρει. Μονο με σενα αυτα, σοβαρα στο λεω. Εχει φωτακια και γυμνες απο το 80, ζω το ονειρο μου, στεκομαι διπλα στη ροδα και εχουμε το ιδιο υψος. Τρεχω απο πισω για να δω απο κοντα το αυτοκολλητο με το μακρυ σκυλι. «Το μακρυ σκυλι» λεω μονη μου με σεβασμο. Η νταλικα που εκανε βουητο απο μακρια καθε βραδυ πριν κοιμηθω. Η νταλικα που γυριζει ολο τον κοσμο. Η νταλικα με τα φωτακια διπλα στη θαλασσα, στον Αγιο Κωνσταντινο. «Ωραιος ο τρακτορας» λεω τελικα, για να μη με περασετε και για κοριτσι. Κανεις δε γελαει και με ξαναπιανει πιπι.

Μερες, σοβαρα, μερες μπορω να το κανω αυτο. Κοιτα, βρες ενα τροπο να μας παρει μερες να γυρισουμε την Ελλαδα. Δεν ξερω τιποτα, εχουμε δουλεια, α, Πριγκηπα. Αυτο το ειπε ο Ασλανογλου, οχι απαραιτητα εγω. Ειπε πολλα συγκλονιστικα στον Πριγκηπα. Καθομαι σα Βουδας χωρις να φοραω ζωνη στο μπροστινο καθισμα και σου διαβαζω απο τις Ωδες και κανω τη φωνη της Φαραντουρη για να μη βαλω τα κλαματα και τρακαρουμε.

Πριγκηπα, γυρισα και ειδα τον αρρωστο ηλιο στις πορτοκαλιες

Ειδα τα νυχτολουλουδα στο παλατι σου και τις κατακλειστες γριλιες

Και τ’αλογα σου συλλογισμενα να βοσκουν στη χλοη.

Γιατι τα κτηματα δοθηκαν για το τιποτα, τα οικοσημα

της αιωνιας βασιλειας σου στο εφημερο αισθημα.

Στις μαρμαρινες σκαλες, στα ανακλιντρα μιας επιχρυσης δοξας

με πηραν τ’αναφιλητα

το αιμα σου μας δοθηκε, Πριγκηπα, δε μας ανηκει.

Και σκεφτομαι τη βιλα του Ιολα, λες και εχει την οποιαδηποτε σχεση με το οτιδηποτε. Κανω το συνηθισμενο μονολογο για το ποιος ειναι ο Πριγκηπας και αναρωτιεμαι αν οι φιλοβασιλικοι παππουδες χορεψαν ποτε αυτα τα επικα γκει χορευτικα οπως στη Μελωδια της Ευτυχιας, με παρασημα και την πανασχημη πριγκηπισσα Σοφια με τις αυταρες. Ελα να περπατησουμε μια μικροσκοπικη φορα μεσα σε αυτα τα χωραφια, να κανουμε ενα τσιγαρο ανασκελα κατω απο αυτα τα εκπληκτικα ποτιστηρια-φοινικες. Να κατσουμε εκει σαν ξερα δερματα φιδιων και να ξαναλεμε αν θα νοιαζοτανε κανεις αν παθαινε καρκινο η Ευη Θωδη. Δε σε σκοτωσανε τα συλλογισμενα αλογα, αληθεια πες μου. Οταν ημουν μικρο φοβομουν λιγο στο αμαξι. Εκανα και απειρους εμετους, ειχαμε στανταρ πιτ στοπς εμετου εγω και η Χριστινα, λιγο μετα την Κονιτσα. Και ετσι, φτανουμε στη Θεσσαλονικη.

Λιγο πριν μπεις στην πολη, εκει Καλοχωρι καπου, ειναι τρομερο μερος παλι. Μας πηγαν εκει με τη Μορφολογια Ασπονδυλων και αγαπησα τα βαλτερα θαλασσονερα. Σταματα λιγο να σου δειξω. Κοιταξε τα πως κοιμουνται και πως κολυμπανε ολα μαζι σα μυγακια του νερου. Το συμπαν των μικρουληδων. Πολυποδοι μικρουληδες με οκτακοσια ματια ο καθενας που ζουν μεσα σε λαδερα νερα που μυριζουν σαν πορδη απο τανκερ. Διπλα σε μυστηρια πτωματοδεντρα και παπαρουνες, υπαρχει σοβαρα αλλο μερος σαν την Ελλαδα? Θελω τσουρεκι απο τον Τερκενλη και θελω να σου δειξω το γρουσουζικο σπιτι μου στην Ικτινου. Περναμε απο κατω και το μουντζωνουμε και μαζι διωχνουμε και τους καλλικαντζαρους και τα μουχλιασμενα πατωματα αυτου του απαισιου φθινοπωρου. Σταματαμε εκει που ηταν η Σπηλιαδα, ησυχια, το μονο που ακουγεται ειναι το μασουλημα μου και τα δαχτυλα σου στο τιμονι. Σου’χω πει οτι εχω δει ενα μικρο ροζ σκυλοψαρακι στο λιμανι ενα βραδυ? Αμε. Και μια μεδουσα-τερας οταν κατσαμε με τη Στεφι και καιγαμε με μισος τις σημειωσεις της Οικολογιας. Εκει ειδα και το πρωτο μου σουρεαλ ηλιοβασιλεμα πισω απο τους γερανους στην αλλη ακρη του λιμανιου. Πολυ ησυχος εισαι, φοβαμαι να πω δικα σου πραγματα και σε κανω να μη μιλας. Πες για το στρατο, οριστε. Εκει ειμαστε ασφαλεις. Αρχιζεις την ιστορια με το βρωμιαρη και την αναβολη και ξαναξεκιναμε. Τωρα παμε στα μερη σου, φιλε Μαλκο. Σερρες, Δραμα, Κοζανη, και φυσικα Ξανθη. Παμε να δουμε το στρατοπεδο, Να σταματησουμε λιγο σ’αυτο το δασος με τις καστανιες και στο αλλο που εχει ενα στρωμα απο φυλλα εναμισι μετρο. Εχει ορχιδεες απο κατω, στο λεω. Αλλα πτωματολουλουδα αυτα, μαζι με αηδιαστικα μανιταρακια και μπελαντονες. Και το eleagnifolium το ατιμο, μια ζωη μωβ αστερακια. Κοιτα κατι τεραστια μυρμηγκια. Και σκουληκια κατω απο τις πετρες, ολιγοχαιτοι? Δεν προσεχα εκεινη τη μερα, ειμαι τελειως ρεζιλικι βιολογος.

Βρωμοκοπαμε ρετσινια και τετοια προστυχα.

Μαυρα ελατα και επιταφιοι. Αυτο σου λεω μονο. Πριγκηπα, δε μιλας και λεω η ωρα αργει ακομα. Σταματαμε για να αγορασω την Eroica. Ασιχτιρι, μουρμουριζω, ετσι, ολο μαζι και το κοιταω λες και θα βγει κανενα τρομακτικο παιδακι απο το χαρτι και θα με χαστουκισει. Το πιο τρομακτικο βιβλιο ολης της αιωνιοτητας, να το παρουμε μαζι μας να μας προσεχει. Εχεις καταλαβει που παμε, η μονο εγω ξερω?

-Θα σου πω τι μου εχει πει η γιαγια μου η Ελισαβετ για τον Ταξιαρχη.

-Ποιον απ’ολους?

-Το μαυρο Ταξιαρχη, της Μυτιληνης.

-Ενταξει.

-Ακου εδω. Ο Ταξιαρχης αυτος ειναι που μαζευει τις ψυχες οταν ερχεται η ωρα τους. Λενε οτι σηκωθηκε μεσα απο αιμα και λασπη μετα απο μια τρελη σφαγη σε ενα μοναστηρι. Καθε χρονο στη γιορτη του βγαινει απο την εικονα του και κανει γυρες. Οποιο σπιτι εχει απλωμενα ρουχα εκεινο το βραδυ το βαζει σημαδι. Το παρακολουθει συνεχεια μεχρι να ερθει η ωρα να κανει κολεκτ, αν με πιανεις. Γι’αυτο εμεις δεν απλωνουμε τοτε.

-Και φαντασου οτι χανουμε σχολειο για τον τυπο

-Ειναι καλος, κατα τη γιαγια Ε. Μονο αυτον αγαπαει.

-Συμφωνοι.


Ειναι δυσκολο να εντοπισεις τον Ταξιαρχη, προφανως. Δεν ειναι σαν αυτο το μερος στα Τεμπη που εχει απεξω τους παγκους με τα ματοχαντρακια και τις εικονες. Μιλαμε για ατομο που ταμπουρωνεται στα σκοταδια και παρακολουθει σπιτια εδω και μερικους αιωνες. Δεν ειμαστε και πολυ με τα καλα μας, Πριγκηπα Μαλκο. Εισαι με το μερος μου, πρεπει να αποφασισεις αυτη τη στιγμη, μη λυγισεις πανω που θα τον στριμωξουμε. Αυτο μας ελειπε, μονο εσυ εισαι μαζι μου τοσα απειρα χρονια, και πριν απο αυτη τη ζωη μη σου πω, χωρις να με πεις Αγια Αθανασια του Αιγαλεω. Γι’αυτο δεν απαντας σοβαρα οταν σε ρωταει ο Μαλκο ποσα χρονια σε ξερει. Τι να πεις. «Ε κανα-δυο Ιουρασια, καπου εκει πανω-κατω». Δεν το λες.

Που ειναι πια αυτη η Μαρς μου.

Φοραμε και γυαλια ηλιου και βλαμμενα καπελα που λενε Βιομηχανικα Σφαγεια Βεροιας πανω. Ειμαστε πολυ γελοιοι για να φοβομαστε εδω που φτασαμε. Αφηνουμε το θειομομπιλ και συνεχιζουμε με τα ποδια. Ενταξει, για κρατα με μια, οχι τιποτα, για να μη ντραπω τα γιασεμια. «Θα το λεγες Ροδοπη τωρα αυτο το μερος? Ειναι και προστατευομενο χα χα φακιν χα». «Αν το σκεφτεις, αναμεσα σε λυκους, αρκουδες και τον τυπο, ε, δε θελει και σεκιουριτα με γαλοτσες». Γελαω παλι και κοβομαι σε ενα κλαδι. Κοριτσια, ρε παιδι μου. Μονο εσυ με κρατας για να μην ουρλιαξω, εχω επισημα μισοτρελαθει απο το φοβο μου. Ξανασκονταφτω και ριχνω ενα βρισιδι στο τιποτα, και μετα βλεπω που εχω σκονταψει. Ησυχια.

Κανουμε πραγματικα εντονοτατη ησυχια οσο κοιταμε που σκονταψα.

Για πολλη ωρα. Ειναι ενα κομμενο φτερο. Λαθος, παμε παλι. Ειναι ενα κομμενο γιγαντιο φτερο απο κατι. Κατι χωρις ονομα και σιγουρα, σιγουρα χωρις καρτ-βιζιτ (αλλη μια γιαγια Ελισαβετ στιγμη). Παω να πω κατι, τα ποδια μου προσπαθουν να γυρισουν τον κορμο μου 180 και να πανε για κανενα γαλακτομπουρεκο. Και μετα μου σηκωνεις ησυχα ησυχα το κεφαλι μου και μου δειχνεις γυρω μας. Ενταξει, αυτο δε στο λεω, μεχρι και εγω παραληρω, ακουσε με, υπαρχουν παντου φτερα, μαυρα τεραστια καταραμενα φτερα. Αναρωτιεμαι γιατι δεν πηρα καμια Καινη Διαθηκη αντι για την ηλιθια την Εροικα. «Ρε, θα πω ενα Πιστευω». «Καλα, δεν προκειται, μην το σκεφτεσαι καν, θα γελασω και θα τα ξυπνησουμε ξερωγωσεφαση». «Να καπνισω?» «Με ρωτας?» «Οντως, ισως πρεπει να σκουντηξω κανενα απο αυτα και να ζητησω αδεια, γαμω τον συμβολιστικο μετασυμβολισμο μου μεσα». Στεκομαστε διπλα-διπλα σαν κατουρημενα νηπιαγωγακια και παρολα αυτα εισαι τεραστια ανακουφιση. Εισαι Η Ανακουφιση Στα Χρονια Της Χολερας, η κατι.

Τον ακουμε ομως τωρα. Τον ακουμε εξω απο τα κεφαλια μας δηλαδη, γιατι μεχρι τωρα απλα ψοφοπεθαιναμε μεταφορικα. Ερχεται απο πισω μας και κλεινω τα ματια μου μπας και δε μας δει. Αναρωτιεμαι πως ειναι, εχω ενα οραμα Κοργιαλα με φωτοστεφανο και μετα μου κοβεται το υφακι γιατι στεκεται μπροστα μας και μας παρατηρει. Τον ακουω να παιρνει ανασες σαν λαχανιασμενο λυκοσκυλο και ανοιγω το ενα μου ματι. Ανοιγω και το αλλο και μετα γινονται και τα δυο σαν τηγανια απο κατι που σε μια εκκλησια θα ελεγα δεος. Κοιταω και εσενα να δω αν εδω τουλαχιστον σου’χει φυγει η μαγκια, ατιμη σπειροχαιτη. Κοιτα ηρεμια. Αποκλειεται, εχεις κατατρομαξει, στεκομαστε σαν πηρουνια μπροστα σε ενα διμετρο λασπωμενο πουμα, αυτο μου’ρχεται, ειναι ανεξελεγκτο το εγκεφαλικο μου μπουρου αυτη τη στιγμη. Κανει ενα βημα πισω και τα δεντρα ανοιγουν γυρω μας και τα φτερα τρεμουλιαζουν ολα μαζι και σηκωνονται μισο μετρο απο το εδαφος σαν μικρα ιπταμενα χαλια. Ο μονος ηρεμος εδω περα ειναι εκεινος, πεταει κατω μια βρωμικη σακουλα που εφερε μαζι του και μας κοιταει, η τουλαχιστον ετσι νομιζω απο τη γενικη κατευθυνση του προσωπου του.

Πιανω με το ενα μου χερι εσενα και με το αλλο την Εροικα και μας παω και τους τρεις πιο κοντα και καθομαστε κατω. Ανοιγω το βιβλιο τυχαια και αρχιζω να διαβαζω λες και δεν καθομαστε μεσα σε δεντρα και φτερα και εναν πραγματικα επικινδυνο μουγκιασμενο αγγελο. Νατο, το σκεφτηκα και το καταλαβε οτι το σκεφτηκα και ερχεται και στεκεται απο πανω μας και τα διαολεμενα τα φτερα σηκωνονται πανυψηλα και ανοιγοκλεινουν λες και ειναι ακομα κολλημενα σε οτιδηποτε ηταν κολλημενα στην αρχη και ειναι τοσα πολλα που κανουν ενα τρομερο στακατο απο χαρτι που σκιζεται, που σου κοβει το αιμα εβδομηντα φορες και παλι απο την αρχη. Εκει το χανω για τα καλα και βλεπω μεγαλα κοκκινα Χ πανω σε πορτες και πανω σε πλατες ανθρωπων και τοσοδουλικα χερακια να κανουν το μικρο το μπιρι-μπιρι και γιαγιαδες να γονατιζουν και να φιλανε θολα τζαμια. Εκει βλεπω και μενα που περπαταω αναμεσα στα δεντρα μαζι σου και βλεπω και πανω μας τα σημαδια και γελαμε λες και δε μας περιμενει μεσα στην ησυχια και τις λασπες. «Σιγα το νεο», τσιριζω καπου εκει μεσα στον κακο χαμο, με οτι εμεινε απο τα Βιομηχανικα Σφαγεια Βεροιας και ενα φτερο κατω απο το σαγονι μου. «Σιγα το νεο» λεει και εκεινος, και με βοηθαει να σηκωθω. «Αιμα, λασπη, πολυς καιρος για μενα και λιγος για ολους τους αλλους».
Οπως φευγουμε γυριζω και του αφηνω την Εροικα και τη Μαρς μου.

1 comment:

switters said...

Να σου πω. Τι χείμαρρος είναι αυτός; Εκει που χανω την πιστη μου στα mainstream blogz σκανε κατι τετοια. Γαμω.