Saturday, July 28, 2007

Περι Πονοκεφαλου Και Αλλων Δαιμονιων

Αυτη η ναρκοληψια μου χαλαει τη διαθεση τοσο πολυ που θελω να με χαστουκισω. Ανοιγω μισο ματι με τη σαπια σιγουρια οτι ειναι παλι εννια το βραδυ και μολις εκλεισα τρεις ωρες ξαπλωμενη μεσα σε ενα γιγαντιο λεξοτανιλ. Ειμαι με τα ρουχα του εργαστηριου και ενα ποτηρι γεματο φραουλες στο πατωμα διπλα στο κρεβατι. Εχω ενα ολοκληρο μισαλεπτο να αναρωτηθω γιατι εβαλα τις φραουλες στο ποτηρι, και με χτυπαει η πρωτη σφυρια πανω απο το αριστερο μου φρυδι. Ο πονος με αιφνιδιαζει σε βαθμο που κλεινω τα ματια μου και λεω πονοκεφαλος, το λεω κανονικα απεξω μου και πιεζω το κεφαλι μου πανω στο εξωφυλλο του βιβλιου μου. Το ματι μου δακρυζει, με πιανει η κοιλια μου με την αυτοματη ναυτια που ερχεται παντα με τα μεγαλα σωματικα στρεσαρισματα. Ανασκελιαζομαι και προσπαθω να σκεφτω κατι μεγαλο και ηρεμο στο μεγεθος του ουρανου και ο πονος ειναι τετοιος που καταληγω να σκεφτομαι τον ιδιο τον ουρανο με το χερι στην κοιλια μου γιατι η μαμα μου λεει οτι η ενεργεια του σωματος ηρεμει τις εξαρσεις, η η ενεργεια του χεριου αντισταθμιζει την ενεργεια της κοιλιας η κατι με ενεργειες που χορευουν ενα ησυχο τανγκο πονου και τετανικης ακινησιας. Ο πονος δε φευγει. Λυγιζω τα ποδια μου για να τσεκαρω οτι μπορω να τα φερω στο στομαχι μου, πιεζω την κοιλια μου και παιρνω μικρες παιδικες ανασες. Ο πονος δε φευγει. Σηκωνομαι, καθομαι στην ακρη του κρεβατιου και κουναω τα δαχτυλα των ποδιων μου που ειναι βαμμενα ροζ φωσφοριζε. Ο πονος δε φευγει, βλεπω μια μικρη κλωστη απο την καλτσα μου αναμεσα στο μικρο και το παραμικρο μου δαχτυλο, σκυβω να τη μαζεψω, ο πονος σπαει σε απειρα μικρα μανιταρια και φυτευεται σε ολο μου το κεφαλι. Ξαναπεφτω στο μαξιλαρι, σουταρω το κινητο μου στην αλλη ακρη του δωματιου γιατι το πρασινο φωτακι στην οθονη του κανει τον πονο να βαραει σαν κουδουνι μετα τα Θρησκευτικα, και βριζω το ταβανι με ενα μακροσυρτο μουρμουρητο. Αυτη τη στιγμη εχω μια πεντακαθαρη εικονα του εαυτου μου στο κρεβατι στη μεση αυτου του δωματιου, τρεις οροφους πανω απο πλατανοδεντρα και πετρες, ο πονος κανει τους τοιχους διαφανους και το κρεβατι μου πλεει καρφωμενο στον αερα αναμεσα στους γλαρους και τα μωρα τους που κανουν τον ιδιο ηχο με τα νεογεννητα γυπακια. Η παραισθηση ειναι τοσο καθαρη και σιγουρη που νιωθω ενα ρευμα στο μετωπο μου και τα σεντονια μου μυριζουν λασπονερο και κοκακολα. Ξανακαθομαι. Ο πονος αλλαζει και γινεται εκατομμυρια μικρα ποδαρακια ακριδων. Στηριζω το κεφαλι μου στα χερια μου και μου ερχεται η αφισα που εχουν βαλει αυτοι οι αρρωστοι μαλακες πανω απο τα πλυντηρια στο πανεπιστημιο. Εχει μια θολη φωτογραφια ενος τυπου με το κεφαλι στα χερια οπως εγω, και τη φοβερη πνευματικη αναζητηση Flu…Hangover…OR MENINGITIS. Επικαλουμαι στα γρηγορα τους Αγιους Αναργυρους που μου φαινονται η πιο λογικη επιλογη αγιων ντοκτορς. Μετα σκεφτομαι την πικρα του να φορας ταμπελακι «Δρ. Αγιος Αναργυρος» σε διεθνες συνεδριο γενικης παθολογιας στο Βολο. Ο πονος ακουμπαει επιπεδα ηλεκτροσοκ και σηκωνομαι οπως οπως, με τον αφελη σκοπο να γδυθω και να κανω μπανιο.

Και πραγματικα, καταφερνω να βγαλω τα ρουχα μου, να τα διπλωσω και να τα τακτοποιησω μεγεθικα στη ντουλαπα μου. Εχει ηδη αρχισει το παραμιλητο που με πιανει σε καταστασεις απελπιστικου πονου, λυπης η φοβου, και οπως μιλαω στο ραφι της ντουλαπας καταλαβαινω οτι εδω εχουμε και τα τρια μαζι. Περπαταω πανω κατω στο δωματιο με περιοδικα και σαμπουαν στα χερια, με το βρακι μου και το βερνικι στα νυχια μου. Βλεπω το εργαστηριο μεσα στη ντουλαπα, περπαταω αναμεσα στα ρουχα μου ετσι ξεβρακωτη και βγαινω απο την αλλη μερια πανω απο το ψυγειο με το βρωμιουχο αιθιδιο, το μεταλλαξιγονο-φονια με το κρανιακι στο μπουκαλι. Βαζω τα μωβ γαντια μου, το πιανω προσεκτικα και το κολλαω στο ματι μου και κοιταζω μεσα απο το σκουρο γυαλι. Μεσα στο αιθιδιο βλεπω τον ανδρα μου, ο ερωτας της ζωης μου κολυμπαει μπρουμυτα με ενα μικρο αναπνευστηρακι μεσα στα νερα της κολασης. Σηκωνει το κεφαλι του και με βλεπει να τον παρατηρω απεξω, γελαει και ερχεται μεχρι την ακρη του μπουκαλιου. Με κοιταζει διασκεδασμενος και με ενα μικρο μαρκαδορακι γραφει μεσα απο το μπουκαλι του: Εισαι πανεμορφη οταν εχεις πονοκεφαλο. Με πιανει μια λυσσα να τον βγαλω απο εκει μεσα, σκιζω τα γαντια μου και ξεβιδωνω το μπουκαλι με γυμνα δαχτυλα, και βλεπω τον Αντριου να τρεχει απο την αλλη ακρη του εργαστηριου ουρλιαζοντας να μην κανω ουτε ενα βημα παραπερα, και φοραει ενα κιτρινο κοντομανικο που γραφει Θινκ Ποζιτιβ πανω. Το αιθιδιο γλυστραει και ανοιγει στον αερα, το αιθιδιο εχει χρωμα σαν παλιο αιμα, το αιθιδιο πεφτει πανω στο δερμα μου και νιωθω τα ωαρια μου να αλλαζουν σχημα και να βγαζουν μικρα πλοκαμακια βαθια μεσα στην κοιλια μου. Οταν καταπινεις τις μπιγκ μπαμπολ ριζωνουν μεσα σου και γινονται δεντρα, και απο αυτα τα δεντρα κρεμονται οι κορες και τα αγορια μου με τα τεσσερα χερια και τα ελεφαντινα αυτακια τους. Το αιθιδιο ξεβραζει τον Πριγκηπα και τον πεταει στη ζυγαρια για το αγαρ και η γοργονα του μπαμπα του Λυσιμαχου ορμαει να τον σωσει, βουταει απο το μπρατσο στα πλευρα μου, γραπωνεται στον αφαλο μου σαν αστακος και του απλωνει τα χερια της που εχουν πανω πρασινες αλγες και κρυσταλλακια απο ασβεστιο. Ο καλος μου ειναι αναισθητος και βλεπω ενα μικρο στρατο απο συριγγες χωρις βελονες να χοροπηδανε γυρω του σαν πλαστικοι ιθαγενεις. Φερνω τα αιθιδιασμενα μου δαχτυλα στο στομα μου και ετοιμαζομαι να πεθανω διπλα σου μοναδικη μου αγαπη, χωρις λουλουδια και φιλαρμονικες, χωρις οπλα και ματωμενες καρδουλες, και εσυ σηκωνεις τα ματια σου και κανεις μια κινηση σαν να κοβεις τον αερα με τα χερια σου και με πετας εξω απο τη ντουλαπα μου. Ο πονος δε φευγει.

Μεσα στα κλαματα που με εχουν πιασει απο το κακο μου, ο πονος ακουγεται σα χορωδια απο καμπανες. Λυνω τα μαλλια μου και σερνομαι στον καθρεφτη να ξεβαφτω και για μια στιγμη οι δυο Μαριλιζες κλειδωνονται να κοιτιουνται και οι φωνες μου κοβονται στη μεση ενος κλαμενου λοξυγγα. Κοιτιομαστε χωρις τον παραμικρο ηχο, εγω και η ηλικια μου, εγω και το σωμα μου που ειναι σχεδον γκριζο απο την ενταση και το σφιξιμο, και εκεινη τη στιγμη ειμαστε τα μοναδικα κοριτσια απο την αρχη του κοσμου. Με κοιταζω σαν να με ειδα τελευταια φορα οταν ημουν πεντε, τα χερια μου πιανονται στη βρυση για να μην τα περασω μεσα απο τον καθρεφτη, ερωτευομαι και ντρεπομαι μαζι. Τα μαλλια μου φτανουν στη μεση μου, αυτο δεν το ηξερα. Ο Ναρκισσος και το νερο απο κατω του κοιτιουνται μεσα στα νουφαρα. Τα μαλλια μου ακουμπανε το νερο, ακουγεται ξανα η φωνη μου που μετραει αποικιες βακτηριοφαγων, και ο πονος βγαινει απο το νερο σαν το Χερι του Θεου με μπουκλακια του Μαραντονα κατω απο τα νυχια, και με τραβαει μαζι του. Να παρω τηλεφωνο καποιον. Πρεπει να πω σε καποιον τι συμβαινει, παυση, ποσες ωρες θα κανουν να καταλαβουν οτι πεθανα, παυση, τη μαμα μου. Σκεφτομαι τη μαμα μου να με βλεπει στον υπνο της, με αυτη τη φοβερη της ικανοτητα να ξερει ποτε υποφερω, με βλεπω κουλουριασμενη σα σαυρα με το βρακι μου μεσα στο κεφαλι της μαμας μου και τρεχω στο μπανιο. Περιμενω ακουμπισμενη στον τοιχο μεχρι που το νερο τρεχει στους ενενηντακατι βαθμους. Μ’αρεσει το πουλοβεεεεεερ του μπαμπααααααα, το παιρνω το φοραωωωωω στα κρυφααααααα. Το νερο με μουδιαζει και ο πονος πισωπαταει εκνευρισμενος. Σε περιμενω απεξω, χαμογελαει σα φιδι. Ε, λοιπον θα μεινω εδω μεσα για παντα, να μαθεις.

Κλαις μεσα στο μπανιο, ψευτρα? Αφου το καυτο νερο ξεραινει τα δακρυα. Α, μπα?

Χρειαζομαι βοηθεια και μου’ρχεται μια φαεινη ιδεα. Το μπανιο εχει μικρες τρυπιτσες για να φευγει το νερο και ενα σημειωμα να μην ξεχναμε να καθαριζουμε τα μαλλια που πεφτουν εκει για να μη βουλωνει. Εκει λοιπον, κατω απο τις τρυπιτσες, εκει ειναι στοιβαγμενες ολες οι βρεγμενες γυναικες που λουστηκαν εδω πριν απο μενα. Μολις τις σκεφτομαι ακουω απειρα υγρα χαχανητα γυρω μου και η κουρτινα τρεμουλιαζει καθως μια κορδελα απο μουσκεμενα μαλλια βγαινει σαν σερπαντινα απο τις τρυπιτσες και τυλιγεται στα ποδια μου με μικρους αναστεναγμους ανακουφισης. Τα μαλλια περνανε πανω απο την κοιλια μου και η ναυτια εξαφανιζεται, χαιδευουν την πλατη μου και τα κοκκαλα μου λυνονται και χαλαρωνουν, το νερο ακουγεται σαν σμαραγδενιος καταρρακτης απο ζαχαρη, ενα ματσο κοριτσια με αγκαλιαζουν για να με ηρεμησουν και σταματαω να παραμιλαω. Ενα δροσερο χερακι ακουμπαει το μετωπο μου και μια φωνη μεσα στο αυτι μου ψιθυριζει οτι εχω πυρετο. Τα κοριτσια που δε μπορω να δω φτιαχνουν ενα τοιχο απο ζεστο δερμα αναμεσα σε μενα και το πλαστικο της ντουσιερας και με τραβανε πανω τους και πλεκουν τα μαλλια μου μεσα στα απειρα δικα τους. Ενα ροζ ζωγραφισμενο πλακακι σκαει εκεινη τη στιγμη στα ποδια μου και με ξαναπιανουν κλαματα για ολους μου τους πυρετους μεσα στο μπανιο που εμειναν απαρηγορητοι. Αυτο ειναι μεγαλο λαθος, γιατι η κουρτινα σκιζεται σε λωριδες, τα κοριτσια φευγουν με το νερο απο τις τρυπιτσες και ο πονος με αρπαζει απο τη μεση με τετοια μανια που νομιζω οτι με πυροβολησαν. Για μερικα δευτερολεπτα δε βλεπω τιποτα, μετα συνερχομαι και αποφασιζω οτι πρεπει να καταφερω να παω στο κρεβατι μου.

...Και ενα ιπταμενο κρουασαν να σε παει στον Κρονο.

Φαντασου να ερχοταν να με σωσει ο Ευγενιος Τριβιζας. Αυτο θα ηταν μεγαλη κορυφωση της υπαρξης, να μην πω ψεματα. Θα ερχοταν λεει ο Τριβιζας, θα με μαζευε απο το πατωμα του μπανιου και θα πηγαιναμε στο Νησι των Πυροτεχνηματων. Εχω μια ενοχλητικη υποψια οτι το Νησι των Πυροτεχνηματων οριζεται ως υπαρκτο μερος. Κυριε Τριβιζα, ξερετε οτι ημουν ο Τιτιβουε οταν πηγαινα δημοτικο και επαιξα στο Ονειρο του Σκιαχτρου? Κυριε Τριβιζα, ηθελα να σας πω οτι ο Τιτιβουε ειναι α. μεγαλη ρολαρα και β. υπο μια εννοια αντιστοιχος του Πουκ στο Ονειρο Καλοκαιρινης Νυχτας. Παραλιγο να παιξω και τον Πουκ, γιαυτο σας το λεω, ειχα μελετησει το ρολο. Εκει λοιπον που ο Τιτιβουε ειναι ηδη ψοφιος και σκαει σα φαντασμα στο Σκιαχτρο για να το παρηγορησει στη φυλακη, εκει εκανα ενα δραματικο μονολογο στη μεση του θεατρου της Ρεματιας, με ενα μοναδικο προβολεα στη μουρη μου μεσα στο σκοταδι γιατι ημουν φαντασμα και επρεπε να ειμαι υπερφυσικα λαμπερη, εκει που εβγαζα την ψυχη μου στο σανιδι (πλακες ειχε) κυριε Τριβιζα, εκει μεσα στην συγκινημενη νεκρικη ησυχια που ειχε προκαλεσει η προεφηβικη ερμηνεια μου, ακουω τη φωνη της γιαγιας μου της Ελισαβετ να λεει, δε σας κοροιδευω, ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ, ΜΑΡΙΛΙΖΑ! Και δε με θυμαμαι καν να ενοχλουμαι, απλα κατακοκκινησα, ανεβασα βολιουμ και συνεχισα να μονολογω. Τοσο πολυ σας αγαπαω. Και δε μιλαω για τα Ντολμαδακια, εγω σας ειμαι πιστη απο το λησταρχο Καραμπουμ και βαλε. Ησασταν εσεις και η σειρα «Η αδερφη μου η Κλαρα», τα γκανιαν μου απο οταν εμαθα να διαβαζω. Περασα μια κριση λατρειας με το Μικε, κυριως λογω του τιτλου «Ο Μικες μες τη Σουπιερα», το καταλαβαινετε αυτο, αλλα εσεις ειστε η Μαριλιζα-παιδακι, παει και τερμα. Χωρις να σας λεω Μαριλιζα περ σε.

Οπου φτανουμε στο Νησι των Πυροτεχνηματων, ο Ευγενιος Τριβιζας μου λεει τη λυση για να κερδισω το ρουμπινενιο μπουζουκι και περναω την υπολοιπη ζωη μου να γραφω σηκουελακια για τη Φρουτοπια. Εντωμεταξυ ερχομαι στο δωματιο μου και το οραμα του Νησιου ειναι τοσο δυνατο που βαζω την πυτζαμα μου χωρις να το καταλαβω, ειναι λες και με ντυνουν δυο τεραστια χερια, δυο χερια τοσο μεγαλα που ο πονος χτυπιεται εξω απο τις παλαμες τους αλλα δε μπορει να με φτασει μεσα, και απλωνει τα βρωμερα πρασινα μπρατσακια του και μου κανει κωλοδαχτυλα με μισος. Ειμαι τοσο εξαντλημενη που δε ζηταω καληνυχτοφιλακια, κρεβατιαζομαι και ξαναβαζω το χερι στην κοιλια μου προληπτικα, μπας και παθω αναρροφηση στον υπνο μου. Κλεινω το φως και μεσα στο σκοταδι βλεπω μικρα κομματια απο πλασμιδια να χορευουν στο υπεριωδες λες και παιζουν στη Φαντασια. Παραληρημα, ονειρο, Ή ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ τελικα, ας μου πει καποιος γιατι αρχιζω να φοβαμαι.

Tuesday, July 17, 2007

Ματ Στα Σαββατοβραδα

Ο Γελαστος ξυπναει τη Τζελλα στη μεση της νυχτας και της φοραει με το ζορι το πιο προστυχο της φορεμα και μαυρα βελουδινα στιλετα. Εκεινη δε μιλαει, τον αφηνει να τη ντυσει και τον ακολουθει στο μπαλκονι τους με τους πλαστικους φοινικες και τα μπαμπου επιπλα. Ο Γελαστος της δειχνει δυο γιγαντιες πολυθρονες με λαμε μαξιλαρια. Οι πολυθρονες κοιτιουνται πανω απο μια μαυρη μαρμαρινη σκακιερα. Η Τζελλα καθεται πισω απο τη μαυρη βασιλισσα και σταυρωνει τα ποδια της αργα και βρωμικα για να του δωσει καιρο να την παρατηρησει. Ο Γελαστος φερνει δυο ποτηρια σαμπανιας και σερβιρει σμουδι φραουλα-μπανανα. Καθεται πισω απο το λευκο βασιλια και αναβουν μαζι τσιγαρο.

-Αρχιζει λοιπον.
-Αρχιζει.
-Και αν κερδισω?
-Τοσο το καλυτερο για εκεινη.
-Αν κερδισεις εσυ?
-Τοσο το καλυτερο για εκεινη.
-Παντα κυριος. Δικο σου.

Ο Γελαστος κουναει το πρωτο του λευκο πιονι και ο Λυσιμαχος βγαινει απο το λεωφορειο και περιμενει στο πεζοδρομιο. Η Τζελλα ακουμπαει το πρωτο μαυρο πιονι και η Μαριλιζα τον βλεπει και τρεχει καταπανω του. Οσο τα μικρα γλιστρανε μεχρι τη μεση της σκακιερας, η Μαριλιζα και ο Λυσιμαχος ντυνονται και πανε στα Tunnels αρκετα αργα για να μη δουν τους Βιβιανς, η Τζελλα κερδιζει δυο πιονακια και η Μαριλιζα συμπαθει το Σκοτουλο και τον Αντρικο και γλυτωνει το γλωσσοφιλο του Δαμωνακου. Βγαινουν τα αλογα και ειναι Σαββατο στην κουζινα με τις μαρεγκες και τα τσιγαρα. Ο Γελαστος ριχνει μια χριστοπαναγια και ο αξιωματικος του ορμαει στο μαυρο αλογο. Πες μου για τη γυναικα, Λυσιμαχε. Πες μου και θα την παρω απο πανω σου, θα σε ακουσω μεχρι να ματωσουν τα αυτια μου γιατι μιλας σαν μεγαλος και σαν αγορακι και μ’αρεσει. Η Τζελλα χανει το αλογο της και η Μαριλιζα παραλιγο να πνιγει απο τη μαρεγκα της ενω ο Λυσιμαχος μιλαει στο μελλον του και του ζηταει να μην ειναι μια επαναληψη του τωρα. Αρ γιου φορεν? Αι ουιλ τρανσλειτ δις φορ γιου. Ο μαυρος πυργος βγαινει πισω απο τα πιονια και ξαναγινεται 2001 και τα μαλλια του Λυσιμαχου μακραινουν πανω απο το τραπεζι της κουζινας και η Μαριλιζα δενει σειρες και σειρες βραχιολια στους καρπους της και βαφει πρασινες τουφες. Ααααα φορας μπλουζα Madrugada, Λυσιμαχε. Κρυβονται μεσα στα ντουλαπια και τραγουδανε Peaches γιατι η Μαριλιζα δε βγαινει στον ηλιο.

-Κοιτα τα, ειναι παλι μικρα.
-Ελα τωρα που συγκινηθηκες.
-Μια ζωη καθικι, τι περιμενω και εγω.
-Να σου θυμισω, ειχε παλιοκαιρο.
-Αντε ψοφα. Σειρα σου.

Ο Γελαστος χαλαρωνει τη γραβατα του και χτυπαει ενα ροκε. Ο χρονος που κερδιζεται και κρυβεται μεχρι να σε ξαναδω Λυσιμαχουλενιε μου. Μα καλα, οχτω η ωρα ποιος πανκης κανει λαιβ? Και παει η Gilson και το μονακριβο αντισωμα. Η Τζελλα χαιδευει τον ωμο της και κανει εναν ηχο σαν λυπημενη γατα. Μη φοβασαι να ερθεις. Μπες στο γαμημενο το τραινο σαν να εισαι η Μαριλιζα που της εκρυψα την τσαντα στην Αντιπαρο. Το μαυρο πιονι μπροστα απο τη βασιλισσα σκοτωνει το λευκο στα διαγωνια και η Μαριλιζα ερωτευεται το σπιτι του Λυσιμαχου. Μεχρι και το μπανιο. Τι ειναι αυτο? Ποιοι ειναι αυτοι? Καφεδακι? Μα κοιτα αυτο το κρεβατι.

-Λυσιμαχε μας παιζουν σκακι.
-Δεν καταλαβες οτι μπορεις να ξαπλωσεις και οριζοντια και καθετα?
-Λυσιμαχε.
-Τα σεντονια παραλιγο να ταιριαζουν.
-Γιατι σε ξεχασα τοσα χρονια Λυσιμαχε?
-Ειμασταν κρυμμενοι στα ντουλαπια ρε Μπραντον.

Ο Γελαστος εχει πεσει πανω απο τη σκακιερα και μετραει. Θα την παει παντου, θα τη γνωρισει σε ολους. Η Τζελλα τον κοιταζει κουρασμενα. Η Μαριλιζα δεν ειναι για αυτον τον κοσμο, μισοκοιμαται σαν παππους στην τηλεοραση. Ο Γελαστος πεταει το ποτηρι του απο το μπαλκονι και της κανει νοημα να το βουλωσει. Λυσιμαχε, μου ζητησαν συγνωμη σε πανκ συναυλια! Α ρε μανα μου ροκενρολ. Οι Κουτσομπολιο δεν ειναι αυτοι? Ο Πητ Ντοχερτι και μια φαντασιακη εγκυος τυλιγμενη σε χρυσες παγιετες. Ψευτικος καπνος, φουσκαλιτσες και σφραγιδιασμενες παλαμες. Ντιβαιντεντ ουι σταντ νιανιανιαααααα. Μα υπαρχει κανεις που δεν ξερεις? Μα υπαρχει κανεις που να σε μισει? Ναι! Ενας! Τι να την κανω μια μειλινγκλιστ με οχτω χιλιαδες γκοθια ρε μεγαλε? Μηλα πετιουνται απο τα μπαλκονια και ολοι προσεχονται μεσα στις κρεβατοκαμαρες. Ειδες που δεν την αφηνει μονη της? Ειδες πως την προσεχει απο το α ρε μανα μου ροκενρολ? Καπνιζουμε πανω απο μια κατσαρολα με μια χοντρη πανω στο τραπεζι της κουζινας. Τον βλεπεις αυτον? Τη βλεπεις αυτη? Ωραιο το Βερολινο, που ειναι ομως. Μαλακες χασαμε το Βερολινο, μεγαλη υποθεση. Αχ Γκρικ, χαου εκσοτικ. Γκρικ Γκρικ, θα σου λεγα τωρα, αλλα εχε χαρη που εισαι πιο μικρη και απο την ξαδερφη μου την Ελλη τη μπαλαρινα στη Λαρισα. Πιο πιεσμενος ποζερας απο το μπαμπα του αορατου μικρουλη δεν υπαρχει εδω μεσα. Ψεματα, ακροφυσιασμενο μου παντελονι. Ο Μιχαλακης παει να κοιμηθει 22 χρονων και ξυπναει 28 και στεναχωρημενος. Η Τζελλα σωζει τον αξιωματικο της τελευταια στιγμη και η μερα αλλαζει.

-Προσεχε τι θα κανεις.
-Εσυ φταις, κοιτα που ειναι ο βασιλιας σου.
-Προσεχε, αυτο σου λεω μονο.

Μεχρι να κουνηθει η μαυρη βασιλισσα, η Μαριλιζα εχει δει το Λυσιμαχο να ξεκεφαλιαζει μια κοιμισμενη μυγα σε 40 δευτερολεπτα. Εχει βρεξει και περπατανε κατω απο ενα σπασμενο δαχτυλο και ενα μικρο μαφιν σοκολατα.

Η Τζελλα κουναει τη βασιλισσα.

-Ωστε απο το Λυσιμαχο θα το μαθει τελειωτικα. Μεγαλη η αγαπη για τις αδερφες σου, Μαγδαληνη.
-Της το χρωσταμε, γαμωτοκερατο μου. Δε λυπασαι τιποτα τοσους μηνες πια?
-Εγω να λυπηθω αγαπη μου? Κοιτα τι εκανες.
-Θα την κρατησει, θα δεις. Κοιταξε τον, ακουει. Ακουει.

Λυσιμαχε ακους. Ακους ενω το ταβανι του δωματιου σου κατεβαινει πανω μου. Λυσιμαχε, το ταβανι. Μην κουνηθεις απο δω. Εσυ, απο ολους τους ανθρωπους, φτανεις να εισαι εσυ μαζι μου κατω απο το ταβανι. Πρεπει να μεινεις μαζι μου για λιγο, θελω να σου εξηγησω. Η μαυρη βασιλισσα παγιδευεται αναμεσα στους πυργους και ο Λυσιμαχος περπαταει μεσα στα χαλασματα ξυπολυτος. Βρισκει καμμενα ρουχα και βρωμερα παιχνιδακια, βρισκει βιβλια πατημενα στη λασπη και λαγουδακια χωρις ματια. Μακαρι να μην το εβλεπες αυτο. Λυσιμαχε, αφου ηρθες πρεπει να καταλαβεις. Ο Λυσιμαχος γονατιζει και ενα απο τα λαγουδακια σηκωνει μια σπασμενη πιπεττα και τον χριζει φιλο μου μεχρι το τελος του κοσμου. Και αυτο μου γινεται εμμονη και θελω να σε ακουμπησω για να το καταλαβεις στο δερμα σου και σαραντα δερματα πιο κατω, εκει που κοιμαται το ρεβιθι της πριγκηπισσας μεσα σε μωβ παπλωματα, ο Γελαστος κρυβει το προσωπο του στο μαυρο του μανικι και διωχνει τον πυργο. Τι ειπες?

Ο Λυσιμαχος την πιστεψε. Η Τζελλα κοιταζει τη σκακιερα και κλαιει. Δε μιλας σοβαρα, με καταλαβες? Σε ακολουθω κατω απο ντισκομπαλες και πρασινους προβολεις και βροχη και τον Αντι που ειναι μεγαλη μορφη αλλα δεν τον ξερω. Κανεναν δεν ξερω και σκασιλα σου. Γαλαζια και κοκκινα γυαλια για να πειστω οτι καποιος με ακουσε κανονικα χωρις να φοβαται. Πες μου τα, πες τα πενηντα φορες μεχρι να μη σε στεναχωρουν πια. Και υπαρχουν πολλα, υπαρχουν πολλα μαριλιζοσπιτα. Μα τι λες. Οχι συνεχισε, πρεπει να μαθω. Βαλτο στη θεση του και αστο ησυχο. Ετσι μου λενε οσοι με αγαπανε. Καλα σου λενε. Εγω ξερω οτι σε χτυπησε η φιλοσοφια και οχι η ιστορια. Επιτελους. Επιτελους. Αρα ειμαστε καλα. Ο Γελαστος και η Τζελλα κοιταζουν ενα αεροπλανο που περναει σαν βραδυνο τραινακι και βλεπουν ενα μαυρο πουκαμισο να πεφτει απο τον πεμπτο οροφο στα χωματα και να το παιρνει ο αερας. Ο Λυσιμαχος το βρισκει και το φοραει, και την κραταει κατω απο γεφυρες και μεσα απο στενα. Το Διαμαντενιο Χταποδι κλεινει τα ματια του και σιγα μην περιμενουμε στην ουρα, εχουμε ραντεβου με τι Drew. Ξερεις μεχρι και πως ετοιμαζω το πρωινο μου.

Μαριλιζακι? Καληνυχτα.

Η Τζελλα σηκωνεται και περπαταει μεχρι το καγκελο του μπαλκονιου με το τσιγαρο της. Ο Γελαστος βαζει στις τσεπες του ενα ενα οσα πιονια εχουν μεινει στη σκακιερα. Πηγαινει διπλα της και τα μοιραζονται. Μετα αρχιζουν να τα πετανε μεσα στα σκοτεινα, αυτος τα δικα του και εκεινη τα μαυρα.

-Που πανε οταν τα πεταμε?
-Που να ξερω.
-Εχουν ροκενρολ λαισενς ομως.
-Γιου νοου ιτ.
-Και να σου πω, πως τελειωνει η παρτιδα?
-Καλα, εχει μελλον ακομα. Θα σου πω το εξης ομως, Αυγουστος, πενηνταενα κερακια, λιβαδια στη Νοτια Αγγλια.
-Καταλαβα, τα ποσα κλεινω ειπαμε?

Γελαμε και κανενα σαρανταπενταλεπτο πριν ξανακοιμηθουμε.

Sunday, July 01, 2007

Στις Χαραυγες Ξεχνιεμαι

Ναι, αλλα δε νυχτωνει σου λεω. Ειναι συνεχεια μερα και μπερδευομαι. Αυτα τα τρια πραγματα ειναι το Αμπερντιν, μερα, αερας και γλαροι. Ολο γλαροι. Εσυ με κοκκινα μελανια στα δαχτυλα και εκεινος να κοιταει τη βροχη απο την κορυφη ενος σκαληνου τριγωνου. Εμεις ξερουμε μονο τι σημαινει ο Πητερ Ραμπιτ μεσα στις τσουκνιδες και τα μωβ φυλλα. Ο ηχος απο τις ρακετες που σκανε πανω στη μπαλα με το πουφ! Απο τον τοιχο της πιλοτης της γιαγιας Ε. βραδυ το καλοκαιρι και πιπεριες γεμιστες, μα την παναγια. Που ειναι η δυναμη σου. Ακουμε το ψυγειο στον υπνο μας, πανω στο τραπεζι της κουζινας τρεις οροφους πανω απο τα χωματα. Να βουλιαζεις σε κρυο πηλο απο λασπη και φτερα γλαρων και η Αθηνα να καιγεται. Πρεπει να μαθω να γραφω για τη λεξη πυρκαγια, εχει μια αδικια να λεει για μενα και εγω να μη μπορω να γραψω για αυτη. Τρεμει το χερι μου και το γονατο μου γεμιζει και αδειαζει υγρο. Κοριτσακι, που πας μεσα στη βροχη, μεινε στο κρεβατι σημερα. Ανθρωποι γελανε τωρα η γλαροι? Ανθρωποι, η γλαροι? Σημερα με ηρεμη φωνη σαν να γυριζεις απο ταξιδι. Θα βραχουν τα κοκκαλα μου απο τη βροχη μαζι με τα δικα σας, αλλα μονο τα δικα μου θα στεγνωσουν στον ηλιο. Τελικα, σε ρωταω, ποιος πεθαινει περισσοτερες φορες, οι γενναιοι η οι δειλοι. Με κοιταζεις σαν να με θυμασαι αποτομα και λεμε μαζι «οι γενναιοι» και γυριζουμε πλατη με πλατη.

Πριγκηπα, σου μιλαω τοσα χρονια και ακομα να ερθεις. Λες και δε μου αξιζεις. Εχω μαθει να χαιρομαι για σενα στα ξενα ζευγαρια και στα χωραφια που αναπνεουν μεσα στην ανοιξη, αλλα σε θελω το ιδιο τρελαμενα. Ποσο να σου γραψω πριν ερθεις να με γνωρισεις. Ξερω πως οτι σου γραφω το μαθαινεις απο τους γλαρους, ερχονται τα ξημερωματα και τα διαβαζουν για να σου τα πουν. Σου λενε τα πραγματικα γραμμενα η ειναι και αυτοι δεμενοι στην ησυχια οπως η μικρη αδερφη των κυκνων? Πρεπει να σου τα πουν, ξερεις. Οι γλαροι που φορανε μαυρες στολες και κρυβονται αναμεσα στους πλατανους. Πολυ ματαιο εμποδιο, να ξερεις καποιον και να μην τον εχεις γνωρισει ακομα. Σε βαραινουν οι μερες. Ακομα και ο Ταξιαρχης κλεινει τα ματια του και κλαιει οσο κανω μπανιο. Αλλη μια μερα. Η εικονα του στο μοναστηρι μενει αδεια γιατι σε ψαχνει για χαρη μου. Το μονο που ξερουμε για σενα ειναι οτι εχεις γεννηθει ηδη, οτι υπαρχεις. Τα βραδυα μασουλαμε νεκταρινια και μου δειχνει στην υδρογειο που σε εψαχνε ολη μερα. Δεν ξερεις τι φιλους εχω, ναι. Σε ψαχνουν οι καλυτεροι τυποι αυτου του κοσμου, και μαζι σε ψαχνει και ενα ρημαδι αυγο. Ρημαδιασμενε και εσυ, με τις μερες σου.

Εχει την ησυχια απο την κολαση.

Σε ενα σωστο κοσμο, θα κουκουλωθω και θα σε βρω κατω απο τα σκεπασματα με ενα φακο και μπισκοτακια στα μαλλια σου. Ακου τωρα, να ψοφας για καποιον που δεν ξερεις ακομα. Και αν εισαι κακος? Θα σ’αγαπαω το ιδιο. Και αν λες ψεματα? Θα το καταλαβαινω και θα σου ριχνω πιπερι στο γαλα σου. Και αν εισαι φοβιτσιαρης και με κρατας ξυπνια για να μη σκεφτεσαι κακα πραγματα? Θα σου φτιαχνω ιστοριες με γυαλινα φρουτα που κανουν πατιναζ. Για μενα θα εχεις νοημα ετσι και αλλιως. Επικινδυνες μαγειρικες. Μακαρι να ηταν κανονικο βραδενιο βραδυ για λιγο να ηρεμησει η καρδια μου. Αυτη η μυστηρια μονιμη μερα ειναι πιο εξαντλητικη και απο τη φορα που μας βαλανε να τρεχουμε γυρω γυρω το προαυλιο και κρυφτηκα πισω απο ενα δεντρο και στον τελικο γυρο εκανα την ιδρωμενη θριαμβευτρια. Ξερεις τι ειναι να κοιμασαι και να’χει μερα? Εξοντωτικο. Το βραδυ οι γλαροι κοιμουνται κατω απο τα δεντρα και ξυπνανε οι ναυτες του βυθου, ετσι ακουσα τη νυχτα που φτυαριζα καρβουνο στο τανκερ. Α, το κεφαλι μου τα σπαει. Και αν εισαι μανιακος με τη μερα και θες να ζησουμε καπου που να μη νυχτωνει ποτε? Καλα, το συζηταμε. Και αν με αγαπας μονο οσο ειμαι καπου που δε με βλεπεις? Θα ταξιδευω συνεχεια για να σου στελνω καρτες με φωτογραφιες με παραλιες. Δε σου λειπει ενα κοριτσι να καθεστε μαζι Σαββατο πρωι και να ακουτε μπιμπισι σκοτλαντ οσο προσπαθειτε να συναρμολογησετε μια φτηνιαρικη βιβλιοθηκη απο το ικεα? Δε θελεις να εχουμε απλωμενα ολα τα προγραμματα για οργανωμενα τουρς στην Ιταλια για μεσαιωνικη ιστορια και στην Ανταρκτικη με το παγοθραυστικο καραβακι? Θα κατεβω την ανεμοσκαλα με ενα σφυρι και θα χτυπαω μικρες τρυπες στον παγο στη σειρα και μετα θα ξανανεβω τρεχοντας και θα κοιταζουμε το καραβι να ανοιγει μια τελεια γραμμη σαν κεραυνο και τους χοντρους πιγκουινουληδες να χτυπανε παλαμακια. Γινονται ολα αυτα, αν θες να ξερεις.

Αν ειχα μια φυσιολογικη ευχη. Να ημουν σε ενα νησι σημερα το βραδυ. Να φοραω ενα φορεμα, οχι και καλα φορεμα με τζην απο μεσα, φορεμα, και γυφτικες σαγιοναρες με φοινικες. Να καθομαι σε μια βρεμενη ξαπλωστρα στην αμμο και να ακουω το Αμαντο Μιο απο μακρια. Να μυριζω πανω μου μανγκο και καρυδα και να καπνιζω με μικρουτσικα γκλουπ γκλουπ αμιτας. Να μη γραφω σε αυτο το ουσταποδω γκριζιασμενο φως, εντεκα τη νυχτα. Εκει που βγαινουν τα ψαρακια και οι μεδουσες και σου φιλανε τους αστραγαλους, καταλαβες που λεω. Ο Κηφεας να ειναι εκει που τον αφησες χτες και να αφηνω το κεφαλι μου να τρεχει και να απλωνεται σαν τραχανας. Οι γλαροι θα κοιμουνται ανασκελα στα ποδια μου και να σε ακουσω να ερχεσαι με τη ζακετα μου. Θα σου κανω χωρο, ειμαι τοσο καλη. Να αγκαλιασεις τα ποδια μου και να μου μιλας στο αυτι, απο τη μια εσυ ζεστος και απο την αλλη η βρεγμενη αμμος. Καταλαβαινεις ποσο συγκλονιστικη σκεψη ειναι αυτη? Ανατριχιασαμε μαζι, πιασε κοκκινο.
«Θελω να σε φιλησω μεχρι να ξυπνησουν οι γλαροι»
Αλατισμενη καρδια μου με καβουρακια και μικρες ξεραμενες ντοματες. Βλεπεις ε. Πολυ ασχημα. Να τρωμε ροδακινα και αθερινακια μαζι και να μας πιανει αναγουλα. Οταν ξαναβραδιαζει βγαζω τα γυαλια μου και παιζουμε κρυφτο μεσα στα καλαμια στην Αντιπαρο. Μην κρυβεσαι και πολυ καλα, εδω στην ευχη μου νυχτωνει κανονικα. Πωπω ποσο λυπαμαι. Μικρο Χωριο, μικρουλι Μικρο Χωριο στην Τηλο. Να καθομαι πανω σου βρωμικα μεσα στο γκρεμισμενο σπιτι με τα πρασινα φωτακια. Ηθελα να σε φερω εδω στην ευχη μου. Ησυχη, καλη Μαριλιζα με πρασινο δερμα και σκισμενο φορεμα. Οι τοιχοι ξανασηκωνονται γυρω μας για να ξαναπεσουν, κρατησου απο τη μεση μου. Θα γραφουμε λεει σκατιασμενα ποιηματακια στα ποδια της Μαρουλας στον Κοτσινα οσο περιμενουμε την πιτσα μας.

Αν μ’αγαπας και αυριο, αποψε να το δειξεις
Γιατι μπορει και να μη ζω, τα διχτυα σου σαν ριξεις.

Να χοροπηδαμε με τις κοκκινες κατσαριδες και τα σαμιαμιδια. Ενα σαμιαμιδι για καθε φορα που σε φερνω στην ευχη μου, αγαπη μου. Διαφανενια σαμιαμιδια με κοκκινα ματια σε κοιταζουν να πλησιαζεις μεσα απο τα πεδιλα μου. Μετα στο κρεβατι μας, να μου φορας ενα μακρυ νυχτικο και να μπλεκεσαι μεσα και εσυ. Ετσι να κοιμομαστε, μεσα σε ασπρα βαμβακερα φυκια και να εχει δροσια στο δωματιο γιατι αφησες το παραθυρο ανοιχτο να μην ιδρωσω. Αμεσως πριν κοιμηθω θα διαλεγουμε ενα οτιναναι θεμα για να δουμε αν μπορουμε να το αναλυσουμε στον υπνο μας. Πως να ζητησω να ξημερωνουν τετοια πραγματα. Αυτο ειναι σκετη ηλιθιοτητα, να μεινει βραδυ λεω. Να ξυπναμε αν θες ομως. Να μαθουμε να τα λεμε αλλιως. Ενα φιλακι για καλημερα, δυο φιλακια για διπλη καλημερα. Καλημερα στον καθρεφτη του μπανιου απο σοκολατιασμενα δαχτυλα, με χελιδονια οπως στις παλιες ζωγραφιες. Να θυμηθω να δεσω τα μαλλια μου στα χερια σου το πρωι. Να σιγουρευτω οτι δε θα ξεχασεις οτι παλι ησουν εδω. Οι γλαροι τουμπαρουν στον αερα και στριγγλιζουν, μου στελνουν μηνυματα στο κινητο μου για να μου πουν οτι δεν ηρθες ακομα. Ναι ξερεις, παντα οι γλαροι.

Η τελευταια σελιδα απο ενα λευκωμα εξηντα χρονων, κατω κατω κατω. «Οποιος σ’αγαπαει περισσοτερο απο μενα, ας γραψει απο κατω». Εσυ τυλιγμενος σε ενα μεγαλο χαρτη του κοσμου για να στεγνωσεις. Τρεχω και πεφτω πανω σου για να σε ριξω κατω και να γελασω αλλα εσυ μας κρατας και τους δυο και μου βαζεις αντηλιακο στη μυτη. Ανοιγεις το χαρτη και με βαζεις και εμενα μεσα και καθομαστε ταχα μου να δουμε κανενα δελφινι. Δε βγαινουν τοσο εξω τα δελφινια μικρο μου βλακακι! Ελα να περπατησουμε τυλιγμενοι σα μεγαλο χοτντογκ ολη την παραλια πανω κατω. Φυγε απο μπροστα μας παιδακι, θα σε πατησουμε, εχουμε ενα γιγαντιο ποδι μονο. Εδω ειναι παλι Λημνος, αυτο θα ειναι το νησι μας αν θες και εσυ. Να σε παω να γνωρισεις το Λαμπρο το φιλο του μπαμπα μου που ειναι πανεμορφος σαν αγγελακι χιπης. Μετα μπουκωμα με γαριδες και να βρουμε τη Χριστινα και το Σταθη για τουρνουα χαρτιων, θα σου πω στο δρομο για τη Μυρινα. Να παρουμε και αρχαια σχολικα πραγματακια απο δω να τα’χουμε το χειμωνα. Να, εισαι παλι τοσο πραγματικα εδω που μου φαινεται οτι νυχτωνει λιγο.

Αν δεν ερθεις, λοιπον. Αν δεν ερθεις θα μεινω εδω μεχρι να με φανε οι γλαροι. Ξερω οτι δε σου βγαζει νοημα αλλα με βαση τους υπολογισμους μας οτι υπαρχεις και εισαι για μενα, πρεπει, πρεπει να αρχισεις να ερχεσαι. Τωρα να εισαι καπου μισοκοιμισμενος και να καπνιζεις και εγω εδω να σχεδιαζω κυκλους στο παραθυρο. Αν ειχα μια νυχτερινη ευχη. Να υπαρχεις στ’αληθινα. Να μην περιμενω κατι τοσο ανυπαρκτο οσο το βραδυ στο Αμπερντιν. «Οποιος σ’αγαπαει περισσοτερο απο μενα, αργοπορημενε καλε μου, ας γραψει κατω απο τα φτερα των γλαρων».
Το Μικρο Χωριο αναβει τα φωτα του ενω εδω ειναι ακομα μερα.