Saturday, February 21, 2009

Τιτι σ'αγαπω

Σακούω Μαριλιζα, σακούω πολύ καλά και ξέρω ότι μαγαπάς γιατί εγώ σαγαπώ πολύ πιο πολύ καιρό (άτσα, φάτην τώρα που με είχες γραμμένο όταν ήμουν μικρό αλλά δεν είχες καταλάβει ότι εγώ ήμουν ο πρώτος stalker σου ever! EVER ΛΕΜΕ. Πίσω από κάθε σου βήμα, κρυμμένη πίσω από τα ρούχα σου σε κάθε φωτογραφία, πίσω από τη κουρτίνα όταν έκανες μπάνιο, ήμουν ΕΓΩ ΤΟ ΣΚΑΤΟΜΩΡΟ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΕΝΑ ΜΠΟΥΚΛΑΚΙΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΛΕΣ "ΑΑΑΧ ΤΙ ΓΛΥΚΟΥΛΙ"!! ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΝΑ ΜΕ ΛΑΤΡΕΨΕΙΣ!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑΧΑ)

Κοντιshέλα

Thursday, April 03, 2008

Η Ιστορια Η Ατελειωτη Αυτου Του Δωματιου





Ολα κοιμουνται μικρακι μου.

Κοιμαται το σπιτι μας.

Κοιμουνται τα βιβλια.

Κοιμουνται τα σκυλια και οι καρδερινες σου.

Κοιμουνται τα σεντονια και οι πυτζαμες μας μεσα στα συρταρια.

Και εμεις κοιμομαστε, και οι μερες περνανε μεσα στον υπνο. Περασαν τα πρωτα και τα δευτερα ονειρα, περασαν οι αγκαλιες μας. Τωρα τα σωματα κλειδωθηκαν μονα τους και κοιμουνται. Γι’αυτο δε σου εχω πια μεγαλες προτασεις και παρακαλια, κοιμαμαι και εγω, που προσπαθησα να μεινω ξυπνια να μας φυλαω. Σκεφτηκα να κλεισω τα ματια μου για ενα λεπτο, ειχα βαλει το ξυπνητηρι να εχει το νου του, αλλα ολα μας τα ρολογια ροχαλιζουν κουκουλωμενα με σκονη, και ετσι μειναμε κοιμισμενοι και οι μερες περνανε μεσα στον υπνο. Δε θυμαμαι που σταματησα την ιστορια, ημουν παρα πολυ κουρασμενη και αρχισα να μπερδευομαι και να χανω τα λογια μου, αυτο το θυμαμαι. Εκει που σου ελεγα για κατι ξινα καραμελακια που μασουλουσα στο σινεμα, μπουρδουκλωνομουνα και αρχιζα να σου λεω για τους εικοσιτεσσερεις κυκλους της κολασης και τη Βεατρικη που πεθανε αφιλητη απο τον ποιητη. Και ουτε που με διορθωνες, μαλλον επειδη κοιμοσουν. Η επειδη κοιμοσουν καπου πολυ μακρια απο εκει που καθομουν εγω και σου μιλουσα. Οριστε τωρα, με πηρε ο υπνος πριν προλαβεις να ξυπνησεις εσυ να αλλαξουμε βαρδιες, τωρα ποιος θα μας προσεχει. Ποιος θα μας προσεχει τωρα που δε θυμομαστε οτι πρεπει να συναντηθουμε, τωρα που οι μερες περνανε μεσα στον υπνο. Αχ, βλακα, μην κοιμασαι σου λεω.

Saturday, November 17, 2007

Μπηκαν Στα Ψηλα Τα Καστρα Και Την Κλεψανε

Παληκαρια, βαρεθηκα να γραφω για λυπητερα. Να πω για τα αγρια.

Γεμιζει λοιπον το κεφαλι με Διαολο και δεν τον κουναει τιποτα. Κλαματα και φουστες και βιβλια σωριαζονται στο πατωμα και ο Διαολος τους σκαει μια κλωτσια και τα πεταει στη γωνια που ειναι γονατισμενος ο ξενος και προσευχεται για τη σωτηρια μου. Και ποιος σταδγιαλα σου δινει το δικαιωμα να ενοχλεις το Διαολο οσο μου μιλαει χριστιανε μου (λιτεραλι). Αυτο ειναι το προβλημα, κανενας σεβασμος στο Διαβολο. Που αν το δουμε επιστημονικα το θεμα, παληκαρος και αυτος. Σαν και σας εννοω, οχι σαν το Θεο, αυτος με εχει βιδωσει τωρα στον Τελευταιο Πειρασμο. Αυτος κραταει το χερι του Καζαντζακη και γραφει, αυτος ντυνει τον Ιουδα ολο με φωτιες και τσεκουρια, ασε δηλαδη τι κανει στο κοριτσαγορι το Χριστο. Μεχρι και εγω τον λυπαμαι. Το Χριστο, οχι το Θεο. Μεγαλη καταπιεση το ατομο. Κοιταζεις ψηλα, που ειναι ο Οριωνας? λιγο πιο αριστερα ,και μουρμουριζεις Σε Ποιον Τα Πουλας Αυτα Ρε Ανυπαρκτε? Και η φυλαγμενη βρισια παιρνει αλλον αερα, γινεται φοινικας διπλα στη θαλασσα που ειναι πρασινη και γυψινο αγαλμα του Διονυσου σε συντριβανι στο Μιλανο. Ετσι, ησυχα και πολιτισμενα σε περιφρονω και εκνευριζεσαι. Στελνει λεει ο Θεος τον Ιουδα κατω να με πεισει, λεει. Ποιος τωρα, ο Ιουδας. Ο Ιουδας και ο ξενος. Ο Θεος φοραει παιδικα γαντια του μποξ και ξαπλωνει κατω απο το φοινικα διπλα στη θαλασσα. Αλλα και εκει σε περιμενω, εννοια σου, και η θαλασσα αγριευει και γεμιζει κυματα απο ιδρωτες και κλαματα. Ξαφνιαζεται ο Ψηλος και φωναζει τα αγγελακια του. Του τα στελνω ντυμενα μουλεν ρουζ. Εκει να δειτε γελια. Εγω γελαω, ο Ψηλος στραβωνει. “Δεν ανησυχεις για την ψυχη σου?”, με ρωτησε μια φορα. “Γιατι, αυτη ανησυχει για μενα?”, απαντησα. Εξυπνακιας απο μικρο. Μου στειλε μια αμυγδαλιτιδα απο την κολαση μετα απο αυτο, ειναι λιγο μανιαμουνιας.

Αγριευω, παληκαρια. Αγριευει το σωμα. Ζηταει δικαιοσυνη για τις αδειες μερες, ζηταει σπιτι. Εκει ζει ο Διαολος και με πιλατευει. Βλεπω στον υπνο μου φιλια και τα ψαχνω τη μερα. Βλεπω τον κοσμο να αγαπιεται και να χωριζει και εγω καθομαι στην ακρη με ενα μεγαλο κομπιουτερακι και ολο μετραω. Πως μετριεται η αγαπη στις καρδιες των αγριεμενων ανθρωπων. Με μοναξιες, ετσι τη μετραμε. Πως ηταν οι Ζηλωτες οι τρελαρες, που τρεχανε με μαχαιρια και σφαζανε Ρωμαιους και προδοτες μεσα στη νυχτα? Στερεισαι τη δικη σου ζωη για να δωσεις ζωη στο λαο, λεγανε. Ετσι ενα πραγμα, ετσι αφιλητοι και μουτρωμενοι κυνηγαμε την αγαπη, με μαχαιρια αναμεσα στα δοντια. Εγω ειμαι απο τους φλωρους Ζηλωτες, ακομα χαχανιζω και κανω γλυκες. Αλλα το σωμα ρωταει, τι να λεμε τωρα, αυτο ειναι που πρεπει να σε αγαπησει για να ησυχασεις. Ελα πια με τα ρομαντικα σου. Ελα πια που πιστευεις ακομα στον παλιο κοσμο. Ναι, αλλα ετσι ειναι. Στον παλιο κοσμο λοιπον, ολα ηταν ομορφα. Μεχρι και το σωμα ηταν ευγενικο, μονο για αλλα σωματα αγριευε. Αυτο παω να εξηγησω σε οποιον μ'αγαπαει, “για σενα θα λυσσαξει το σωμα μου, εσενα θα ζητησει να φαει πριν να κοιμηθει”. Εχω μια ατελειωτη αγαπη για τα ρομαντικα. Το προβλημα δεν το εχω εγω, η επιστημη το εχει στην ουσια. Οταν εισαι εγω, αντι να σε μοιραζονται Θεοι και Διαολοι, σε μοιραζεται το ρομαντιλικι και το εργαστηριο. Γελαμε, βλεπω. Το εργαστηριο δεν ειναι μικρο πραγμα ομως. Εκει μεσα φτιαχνονται και πεθαινουν οι Μεγαλοι απο πανω. Εκει μεσα σε χανει το σωμα και βρισκεις την ευκαιρια να ανασανεις. Του κλεινω την πορτα στα μουτρα και γραφω τα γραμματα μου στον Αρη με την ησυχια μου. “Ακουσε να δεις”, του λεω, “θα σου στειλω ενα κουμπακι. Αν ζεις πατησε το, αν δε ζεις λιγο δυσκολο να το πατησεις”. Και ο Αρης ακουει σαν παιδακι στο νηπιαγωγειο. Τον σκεφτομαι να μας βλεπει απο μακρια και να περιμενει, εκει με πιανει φοβερη ανησυχια και βιαζομαι, συνεχεια βιαζομαι και κανω λαθη. Παληκαρια, εγω θα δειξω οτι υπαρχει ζωη στον Αρη. Ενα πρωι που θα βουηξουν τα ραδιοφωνα και οι τηλεορασεις, εγω θα ειμαι απο πισω. Ειναι θεμα τιμης, ειναι θεμα μοναξιας, ειναι μεγαλο θεμα αθεοσυνης. Φτιαχνουμε ενα πειραμα, το πειραμα θα μιλησει.

Και αν δεν υπαρχει τιποτα στον Αρη?

Θα υπαρχει στην Ευρωπη, θα μενει στον Τιτανα, θα σβουριζεται στα συννεφα του Οορτ, που στανταρ βρωμοπεισμωσε να τα πατενταρει γιατι οταν ηταν μικρο το κοροιδευαν για το επιθετο του. Και η παρανοικη σκεψη της νυχτας μας, μια ευγενικη προσφορα του οικου κοσμηματων και μαργαριταριων Τζει Εντ Πι: και πουθενα να μην υπαρχεις γυρω απο τον Ηλιο, τα παιδια μου θα σε βρουν. Γιατι φυσικα δεν εχω παρατησει τη ζωη μου για να παραιτηθω αν με πιασει τελικα ο Ψηλος και μου κανει τα μουτρα κιμα. Τα παιδια μου θα σε κυνηγανε στον αιωνα τον απαντα. Και καθε καινουριο Μαριλιζακι θα κουβαλαει ολα τα παλιοτερα, που θα καθονται πανω του και θα του φωναζουν να τρεξει, θα το συμβουλευουν, θα το προσεχουν να μην κανει τα λαθη μου. Και που θα μας πας, ενα απο ολα θα σε πιασει στο χερακι του και εσυ δε θα κρατηθεις και θα βγαλεις ενα μικρουτσικο Μπου! και το παιδακι μου θα σε δειξει σε ολο τον κοσμο, σε ολους οσους ειναι καταμονοι και τρομαγμενοι σημερα το βραδυ και χιλια βραδια απο σημερα. Τα κοριτσια ρωτανε τι θα αλλαξει αν δειξουμε οτι δεν ειμαστε μονοι μας στον κοσμο. Γυναικες, γαμωτο, γι'αυτο γραφω για τους ανδρες εγω. Καθεται τωρα ο Ιουδας στο βραχο του πανω απο τον Ιορδανη και προσπαθει να ακουσει τι λεει ο Χριστος με το Βαπτιστη. Ο χρονος δεν αλλαζει το γεγονος, ο Ιουδας ακομα καθεται και στηνει αυτι. Και θυμωνει γιατι ξερει οτι εκει μεσα βρισκεται μια σωτηρια, ενα κατι ρε παιδι μου, ενα απεριτιφ. Καποιος πρεπει να τον λυπηθει και τον Ιουδα στην τελικη, ρε κοριτσια. Καποιος πρεπει να του πει τι λενε. Και επειδη ειναι γνωστη η μηδενικη μου επιστημονικη ηθικη, μην ιδρωνετε, θα του πω εγω τι λενε. Και θα νιωσει λιγοτερο μονος του και λιγοτερο τσαντισμενος με το Συμπαν. Το οποιο, στην περιπτωση που δε σας ηρθε το μεμο, ουδεποτε συνομωτησε για την παρτη σας. Το πολυ να συνομωτησε για το ποιος θα φυγει απο το Φειμ Στορι, και ευτυχως θεε μου που εφυγε η Ασπα γιατι μου την εσπαγε το πηγουνι της.

Παρατηρουμε ολοι τα κεφια της Μαριλιζας ελπιζω.

Το γιατι εχει καθησει πανω μου αυτη η τρελη κομπλεξα ανωτεροτητας ειναι αγνωστο. Ειναι που ειναι το μονο πραγμα που δε μου φυγε ποτε, ετσι θελω και λεω. “Εικοσπεντε χρονια στα πριονια, κατι θα ξερω”. Εισαι μικρο, εισαι βουρλο, δεν πιστευεις στο Θεο απο τα ποτε σου (εκτος απο τη μεγαλη Παρασκευη που με πιανει ενα τρελο παραπονο και κλαιω μονη μου), δεν εχεις φιλους να σου περαδωθιασουν το κεφαλι να συνελθεις, πολυ θελει να τη δεις Γιος του Θεου? Για να ρωτησουμε και τον Ιησου:

-Μωρο Ιησου, απο ποτε καταλαβες οτι πακετο τα παντα, τουλαχιστον ομως εισαι ο γιος του Θεου?
-Απο τοτε που με ειπε μικροτσουτσουνο η Μαγδαληνη.

Λιτος και απεριττος. Ετσι ειναι ομως. Δεν πειθεστε κοριτσια? Εκζιμπιτ Μπι:

Η νιοτη ζηταει αθανασια,δεν τη βρισκει, συμβιβασμο δεν καταδεχεται, και απο περφανια αρνιεται τα παντα. Οχι καθε νιοτη, η νιοτη η λαβωμενη απο την αληθεια.

Παλι Καζαντζακης, ειναι προφανες ποιος ειναι ο τριτος ανεμος σημερα. Σε χτυπαει η πραγματικοτητα αυτου του κοσμου στη μουρη και σου σαλευει. Ψαχνεις αλλου, μακρια απο την καρδια των ανθρωπων, αυτη δεν ειναι να την εμπιστευεσαι. Αρχιζεις να κανεις μικρα βηματακια προς τα αδεια μερη. Εκει δεν εχει ουτε ανθρωπους ουτε μεγαλα δεντρα ουτε ανατομικα στρωματα ουτε τιποτα. Εκει καθεσαι και σκεφτεσαι μεχρι να λιποθυμησεις, και τοτε γυρνας για λιγο σπιτι σου για να μασουλησεις κατι. Στα αδεια μερη κυκλοφορουν κατι μυστηριοι τυποι. Φορανε ψευτικα μουστακια και τετραγωνα γυαλια ηλιου, και καθονται και σου μιλανε για να σε παρηγορησουν. Εσυ στην αρχη εισαι λιγο μισοπαραλυμενος απο τη στεναχωρια και τη βαρεμαρα, και αυτοι καπνιζουν μαζι σου και σου λενε κατι ιστοριες απιθανες, για μικροβια που αυτοκτονουν μολις καταλαβουν οτι το φαι δε φτανει για ολη την αποικια, και τους μικρουληδες ιους που ταμπουρωνονται μεσα στα κυτταρα σα νιντζες και βγαινουν μερικες γενιες μετα και χαλανε τον κοσμο. “Πρωτη μουρη στο Καβουρι ο ιος”, λενε και γελανε μονοι τους. Σου λενε οτι δεν ειναι αναγκη να πεθαινουμε, φταιει η τελομεραση και κατι τετοια ανωμαλα, σου δειχνουν ορχιδεες που μοιαζουν και μυριζουν με ανοιγμενα πτωματα για να ζαλιζονται τα νεκροφιλα εντομα και να τις γονιμοποιουν. Οπως εισαι λοιπον και εσυ μισοζαλισμενη σαν αλογομυγα-βαμπιρ απο τα αιματα και τα μεταθετονια, πετανε οι τυποι τα μουστακια και απο κατω ειναι κατι φανταστικες γυναικαρες που σε αγκαλιαζουν απο τους ωμους, κολλανε πανω σου και τοτε την εβαψες. Κοιτας γυρω σου και το αδειο μερος δεν ειναι πια αδειο μερος αλλα μια τεραστια φατνη, ετσι σου φαινεται, και εκειμεσα γεννιεσαι εσυ που θα σωσεις τον κοσμο. Οχι με τυφλους που ξαναβλεπουν και βλακειες, εσυ θα σωσεις τον κοσμο στα πραγματικα, με λαβαρα στον Αρη και ξεβρακωτους ιους της γριππης. Ο Διαολος παιδι μου, ο Διαολος εχει κατσει πανω σου και σε πλακωνει. Ετσι λεει ο ξενος, ο Διαολος ερχεται γλυκα και υπουλα, και σε γεμιζει με βρωμιες και λιωμενη ζαχαρη. Το προβλημα του υπερθεουσου ξενου ειναι το εξης: φοβαται σε βαθμο που καταληγει σαν τον τρελο γιαπωνεζο στο Ρινγκ 2 που κουβαλαει μια οθονη και βουταει στην πισινα. Γιατι ενταξει, ερχεται ο Θεος και σε γλυτωνει απο το φοβο του θανατου, σου παιρνει τη μαυριλα, σου δινει ενα τρειλερ, να, οριστε, αυτο γινεται μετα και καλωσηρθες και μπραβο που δε χουφτωσες ξενη γυναικα. Αλλα ο Θεος παιρνει μαζι και ολο το υπολοιπο θαρρος σου σε τοκους, ειναι ψιλοκωτσοβολος η κατασταση. Την ηρεμια της αθανασιας την πληρωνεις με ολη την υπολοιπη ζωη σου, που δενεται απο νομους και φοβιες που δε μας αξιζουν, το λεω και το λεω και το λεω, δε μας αξιζει να φοβομαστε τοσο πια. Ενω ερχεται στην τελικη ο Διαολος και σου λεει “κοιτα εδω, μπακστειτζ για τον Παραδεισο ξεχνα το προφανως, αλλα ζησε λιγο μονος σου ρε παιδι μου, παρε μιση ευθυνη για να δεις πως ειναι”. Μεγαλος πρεζεμπορας ευθυνης. Παιρνεις την ευθυνη εσυ το Κηφισιωτακι, την κοιτας απο δω, την κοιτας απο κει, ο Θεος στο σπιτι εχει αρχισει να φρικαρει και να παιρνει σβαρνα τα Επειγοντα, μασουλας εσυ την ευθυνη, μερικοι ξερνανε και τρεχουν σπιτι για χαμομηλι, μερικοι ειναι ανδρες και το σηκωνουν το αθλημα. Και τοτε ανταλλαζεις το φοβο του θανατου για ολους τους υπολοιπους φοβους, τον κρατας για να μην κρατησεις τα υπολοιπα.

“ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ, ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΣΟΥ”, ο Θεος σε κλειδωνει μεσα και κατεβαινει τις σκαλες σαν αρκουδα με πατινια. “ΚΑΙ ΔΕ ΘΑ ΒΓΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, ΠΟΥ ΟΤΑΝ ΤΟ ΛΕΩ ΕΓΩ ΕΧΕΙ ΑΛΛΟ ΝΟΗΜΑ ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ” τσιριζει και τα βηματα του απομακρυνονται.


Ναι, το σωμα και η επιστημη, χιλια χρονια και αλλα τοσα μεσα απο αυτη την κλειδωμενη πορτα. Εγω φταιω και το ξερω, γιατι τα κραταω και τα δυο. Πως να δωσεις ετσι το ονειρο, και φυσικα, φυσικα πως να προδωσεις ετσι το σωμα. Μονολογεις και νυχτωσε. Κουραστηκαν και ο Θεος και ο Διαολος και καθησαν και αυτοι στην κουζινα με κλειστο το φως.

-Μεταξυ μας τωρα, δε σου φυγε το αχτι σου να γυρισεις στον Κηπο να τελειωνουμε? Το χανει σιγα σιγα η μικρη και ειναι κριμα.

-Θυμασαι οταν ηταν πιτσιρικι που επαιρνε μουρη σιχασιας οταν κοινωνουσε γιατι δε μπορουσε που κοινωνουσαν ολοι απο το ιδιο κουταλι? Σιγα μην την αφησω.

-Απο μικρος μαυρο χτικιο ειχες, και ησουν στο τσακ να γινεις γιατρος, που να παρει.

-Δε μας χεζεις ρε Πατερα και συ και οι φιλοδοξιες σου για ολους.

-Χαμομηλακι για τα νευρα?

-Σκαστο, ηταν χαλασμενη και η ευθυνη και ανακατευομαι.

Sunday, November 11, 2007

Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον ἠδὲ λιπαυγῆ

μουσικη στον κηπο.


Θα πω για την ωρα του μυστικου.

Οριστε πως συμβαινει. Η Αννα με αφηνει εξω απο την αυλη μας και φευγει. Εγω περπαταω ενα μικρο ημικυκλιο γυρω απο το αυτοκινητο της και φτανω στην πορτα της αυλης και την κλεινω πισω μου. Μολις ανεβω τα τρια σκαλια μεχρι την πορτα της σκαλας, η ωρα του μυστικου. Η πορτα της σκαλας εχει τζαμι και βλεπω πισω μου το δρομο οσο ψαχνω τα κλειδια μου. Τοτε ερχονται. Μεσα στη νυχτα σηκωνονται απο τις ριζες των δεντρων στο ρεμα και τους βλεπω να πιανονται απο τα κλαδια για να βρουν την ισορροπια τους. Στεκονται εξω απο την αυλη και κοιταζομαστε μεσα απο το τζαμι της πορτας και τα προσωπα τους ειναι φωτισμενα απο το φως του δρομου που δεν ειναι κιτρινο αλλα λευκο, ειναι σαν φως νοσοκομειου, αλλα μεσα στα δεντρα δε φοβαμαι καμια αρρωστια, πραγματικη η ψευτικη. Κανουμε ολοι ησυχια, τους βασανιζω μεχρι να βρω τα κλειδια μου, τους κραταω μεσα απο το τζαμι γιατι δε μπορουν να κοιταξουν αλλου. Ακουω τα ποδια τους να δινουν μικρες κλωτσιες στην πορτα, σιγανες για να μην ξυπνησει ο παππους μου. Εκνευριζονται οσο περιμενουν. Πιανω το ξυλινο αλογακι που κρεμεται στα κλειδια μου, τα τραβαω εξω και τοτε μονο εχουν δικαιωμα να ρωτησουν. Ετσι ειναι η συμφωνια. Την ωρα που ανοιγω την πορτα ζητανε να πω ενα μυστικο. Ενα μυστικο απο το βραδυ που περασα. Ολα τα υπεροχα αγορια της ζωης μου, οι καταπληκτικοι και οι αγριοι και οι παρατημενοι, ολοι στεκονται μεσα στο τζαμι και περιμενουν το μυστικο. Το μυστικο πρεπει να μοιραστει την ωρα που μπαινω στο διαδρομο για τη σκαλα, και πριν, σιγουρα πριν κλεισει η πορτα πισω μου. Αλλιως το μυστικο πιανεται στην πορτα και διαλυεται. Ειναι θεσπεσια στιγμη, το μυστικο τιναζεται σαν σαντιγυ και γινεται πολλα μικρα πεταλουδακια, τα ασπρα πεταλουδακια του ρυζιου.

Σημερα το βραδυ γνωρισα καποιον που θα ξερω μεχρι να πεθανω

Σημερα το βραδυ δοκιμασα για νιοστη φορα να πιω λιγο απο το ποτο της Αννας και ανακατευτηκα

Σημερα το βραδυ οδηγησαμε απο την Αγια Παρασκευη στα Γλυκα Νερα, στο Κορωπι, στην Παιανια, στη Βαρη, στη Γλυφαδα, σημερα το βραδυ ημουν παλι μικρο και τα χειλια του Καραμανλη κουνιοντουσαν στις αφισες του και οι βρωμικοι ανδρες στο δρομο μου φανηκαν πανεμορφοι

Σημερα το βραδυ ειδα το κοριτσι με τα πιο ομορφα μαλλια του κοσμου

Σημερα το βραδυ ακυρωθηκε η συναυλια του Χαρουλη και στεναχωρηθηκα, μεχρι που ειδα το πιο τεραστιο ηλεκτρονικο ρολοι σε ενα μεγαλο δρομο που μαλλον ηταν η Συγγρου

Σημερα το βραδυ ξαναφορεσα ενα λουλουδι στα μαλλια μου που νομιζα οτι το ειχα χασει

Σημερα το βραδυ με επιασε μια βρωμικη σκεψη για το μπαρμαν στο Χοξτον επειδη κολαστηκα απο τα τατουαζ του

Σημερα το βραδυ τρομαξα τοσο πολυ που θελω να πεθανω αυτη τη στιγμη και να σταματησω να το σκεφτομαι

Σημερα το βραδυ μου λειπει ο Λυσιμαχος και ο Στελιος

Σημερα το βραδυ ολοι ξαναηταν ηλιθιοτατοι και μπασκλασαριες

Σημερα το βραδυ η Αθηνα ειναι το πιο υπεροχο μερος στη γη και ανακαλυψα οτι ξαναγινα κανονικη

Σημερα το βραδυ εδιωξα το ψαρι


Τα αγορια δε διακρινουν τα καλα απο τα κακα μυστικα. Δεν τους ενδιαφερει το μεγεθος και το βαρος του μυστικου. Το αρπαζουν στο αερα και υποκλινονται πριν πισωπατησουν μεσα στα σκοταδια. Τα αγορια ειναι δεμενα απο το Νερο και δεν τα νοιαζουν και πολλα πραγματα. Τους κοιταζω παντα καλα καλα αν και εχω βρει το αλογακι και το κραταω μεσα στην τσαντα μου. Ειναι πολυ διαφορετικοι απο οταν τους ηξερα. Κανεις τους δεν εχει μουτρωμενο η χαρουμενο προσωπο, σημαδι οτι το Νερο επιασε. Με περιμενουν ηρεμοι, μερικοι καπνιζουν και βλεπω χρυσαφενια κυκλακια μεσα στα ματια τους. Μολις πιανουν το μυστικο, την ωρα που ακουω την πορτα να κλεινει, το εσωτερικο της παλαμης τους φωτιζεται για λιγουλακι, εκει ακριβως που βολευεται το μυστικο πριν το κρυψουν κατω απο τα ρουχα τους. Ειναι μαγικα αυτα τα αγορια, σα συμμορια μονοκερων η αλλων απιθανων πλασματων. Και τα βλεπω μονο εκει, κατω απο το σπιτι μου στον πεζοδρομο, την ωρα που ολοι οι ανθρωποι του κοσμου κοιμουνται. Στην αρχη δεν ειχα καταλαβει τι συνεβαινε με τα αγορια, τα βλεπω απο πολυ μικρη, απο την εποχη του Αγγελου δηλαδη που ηταν και ο πρωτος που την πατησα. Ο Αγγελος ηταν κρυμμενος στο φραχτη με το γιασεμι της γιαγιας του που ενωνει τις αυλες μας, εκει στη μακρινη Βερονα. Το γιασεμι εχει νεκταρ στο μισχακι του και ο Αγγελος ηταν συνεχεια με ενα γιασεμι στο στομα και με δαιμονιζε να σκεφτομαι τι γευση θα ειχε αν φιλιομασταν. Γιασεμια και παρθενικοι επιταφιοι στη Ριζαρειο, ναι καλα. Επαιζε μπασκετακι στην πισω αυλη του και ακομα και οταν ιδρωνε μυριζε γιασεμι. Και να σε λενε και Αγγελο δηλαδη. Η γιαγια του Αγγελου με ελεγε Μαιριλιζ οταν σηκωνοταν απο το γιασεμενιο της κρεβατι. Και εδω σταματας Αγγελε, και ας εισαι ο πρωτος μονοκερος. Εδω εισαι μαζι με τους αλλους, εισαι μικρουλι με καρε μαλλι και μπιεμεξ και εισαι ντυμενος στα μαυρα. Σας καταλαβα, σας εχω καταλαβει καιρο αλλα φοβομουν. Τωρα θα δειτε.

Σημερα το βραδυ το αποφασισα

Η Αννα με αφηνει εξω απο το σπιτι μου οπως παντα. Κλεινω την πορτα της αυλης και γελαω μονη μου για αυτο που θα κανω σημερα. Ανεβαινω τα σκαλια και ψαχουλευω ενω τους ακουω μεσα στα φυλλα. Στεκονται εξω απο την αυλη και περιμενουμε ολοι μαζι μεσα απο το τζαμι. Βγαζω τα κλειδια μου και ανοιγω την πορτα, περναω στο διαδρομο και παιρνω μια ανασα σαν να προκειται να πω το μυστικο. Σηκωνουν τα χερια τους σα ρακετες και ετοιμαζονται και τοτε, τοτε κλεινω την πορτα στα μουτρα μου, μενω εξω και φωναζω μεσα στο κεφαλι μου

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΕΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ

Και τρεχω καταπανω τους. Βλεπω τα προσωπα τους να αλλαζουν, βλεπω μυστηρια χαμογελα στα προσωπα των αγοριων μου και τα χερια τους απλωνονται παλι, αλλα αυτη τη φορα προς εμενα, μου ανοιγουν την πορτα της αυλης και με οδηγουν ολοι μαζι προς τα δεντρα. Η συμφωνια κρατηθηκε, φευγουν με τη Μαριλιζα κλεισμενη στα νυχια τους. Φτανουμε στα δεντρα και τους βλεπω να σκαρφαλωνουν στους κορμους και να χανονται μεσα στα φυλλα, και τοτε ο Αγγελος που εχει μεινει τελευταιος με κοιταζει, λυνει τη μικρη αγοριστικη ζωνη του και δενει τον καρπο μου και τον καρπο του. Και με ανεβαζει. Μεσα στα φυλλα, διπλα σε κοιμισμενα περιστερακια και απορημενα κοκκινα μυρμηγκια, και περα απο τα φυλλα δεν ειναι ο ουρανος οπως νομιζα, αλλα οι ριζες, τα δεντρα κλεινουν σε κυκλους απο ρετσινι και ξυλο, και εμεις κολυμπαμε κατω απο τη γη, και ο Αγγελος βυθιζεται σε υπογεια νερα με ασπρα σκουληκια με ανθρωπινα ματια.

“Ο κοσμος ετουτος, καμωμενος απο πετρες και χωμα και κρεας, αραιωσε, γινηκε διαφανος, και φανηκε απο πισω του ο αλλος, καμωμενος απο φλογες και αγγελους.”

Εκει φτανουμε, στο διαφανο κοσμο που περιγραφεις κυριε Νικο. Δε φοβαμαι, δε φοβαμαι, δεν κανει να φοβηθω και τους αγριεψω, αλλα νατα, τα μαυρα νερα των πεντε ποταμων, νατοι οι σπασμενοι κεδροι και οι τριανταφυλλιες, να το Σκυλι και να οι ανθρωποι που δεν ειναι εδω κρυφα σαν εμενα αλλα δικαια, διαφανοι σαν πεπλα, και μυριζουν πατημενα γαρυφαλλα και βρεμενο μαρμαρο. Τα αγορια με κρυβουν αναμεσα τους και περπαταμε μεσα στην Αποκαλυψη του Ιωαννη την ιδια, και η Αποκαλυψη λεει ειναι πιο ησυχη και απο την ησυχια. Το μονο που ακουγεται ειναι ο ηχος του νερου μεσα στα βραχια και το θροισμα των ρουχων χιλιαδων ανθρωπων που γονατιζουν στις οχθες με μισοκλειστα ματια, αγκαλιαζουν μικρα διαφανα παιδακια και καμπουριασμενους διαφανους παππουδες και περιμενουν. Περπαταμε με γρηγορα βηματα και οι διαφανοι ξεμακραινουν. Αναρωτιεμαι ποσο αντεχει το μυαλο τον τοσο θανατο. Φοβαμαι οτι μολις καταλαβει το κεφαλι μου που το εφερα θα κλειδωθει για τα καλα και θα με εγκαταλειψει, και μετα αντε να βρω τον τροπο να γυρισω. Γι'αυτο του μιλαω με ηρεμη φωνη και το γεμιζω με τις ομορφες σκεψεις που μαζεψα ειδικα για σημερα το βραδυ. Η οχθη στενευει κατω απο τα ποδια μου και περπαταμε στην πλατη ενος αμμουδερου φιδιου και η ουρα του χανεται σε ενα σκισιμο στο βραχο. Τα αγορια γλιστρανε μεσα στο ανοιγμα και μολις φτανει η σειρα μου να περασω, το σωμα μου παγωνει και τα δαχτυλα μου γινονται μικρα πετρινα ψωμακια, κρατιεμαι απο τους βραχους για να μη σωριαστω και βουλιαξω στα θολα νερα.

Τα λευκα αδεια ματια του Ομηρου στρεφονται καταπανω μου και εκατομμυρια ασφοδελοι ανοιγουν τα πεταλα τους και μας παρατηρουν να στεκομαστε στο ανοιγμα του βραχου. Λιβαδια, λιβαδια κατω απο τη γη, οι ριζες τρυπανε το μαυρο γρανιτη και φτανουν στο νερο της Στυγας. Ακομα και στους γκρεμους και τις χαραδρες πανω απο το κεφαλι μου, ειναι λες και ειμαι κατω απο τη θαλασσα, στεκομαστε στην ακρη ενος υπογειου υφαλου και περιμενω να δω φουσκοψαρα και δρακαινες. Τα αγορια γονατιζουν και κοβουν μικρα ανθακια για τα μαλλια μου, το αρωμα των ασφοδελων ξεγελαει τους φυλακες και σε αφηνουν να περνας. Τα λουλουδια μπερδευονται στις πλεξουδες μου, χωνονται μεχρι το δερμα του κεφαλιου μου, και ειναι αυτα που με μυριζουν, εχουν καταλαβει τον ηχο των αιματων και αναστατωνονται. Ο υφαλος ειναι ζωντανος Μαριλιζα, οι ανεμωνες δεν ειναι φυτα, μα τι λετε, και ομως, δεν ειναι φυτα. Νατο, το κεφαλι μου αρχισε να μπαινει στο νοημα. Συγκεντρωνομαι στους ασφοδελους της μαμας της Σαντιμπελ για να το μπερδεψω, πιανει, ξαναρχιζουμε να περπαταμε. Προσπαθω να μην παταω τα λουλουδια, ξερω οτι μας παρακολουθουν, τι κολαση μας περιμενει τελικα οταν πεθαινουμε. Μολις φτανουμε στην αλλη ακρη, τα αγορια σταματανε και μυριζουν τον αερα σα λυκοι. Κανω και εγω το ιδιο, οχι οτι περιμενω να πιασω κατι, αλλα ποτε δεν ξερεις. Και ακουω βηματα μεσα στους ασφοδελους, κατι μας ακολουθει. Κρυβομαι πισω απο τον Αγγελο και τον κραταω απο τους ωμους. Το Σκυλι εμφανιζεται και μας κοιταζει θυμωμενο. Αυτο εχει τελειως αλλο νοημα οταν εχεις τρια κεφαλια, λεει το δικο μου ενα κεφαλι. Παραμεριζει τον Αγγελο και στεκεται μπροστα μου. “Μεγαλη σου ανοησια, κοριτσακι”, λεει το Σκυλι χωρις να βγαλει τον παραμικρο ηχο. “Εμενα μου λες”, σκεφτομαι μισομετανιωμενη, αλλα δεν παιρνω τα ματια μου απο πανω του. “Τιποτα δε σου μαθε ο Ταξιαρχης”, ξαναλεει εκεινο, αλλα παρατηρω οτι οι τρεις μυτες του ειναι γοητευμενες απο τη μυρωδια των ρουχων μου. “Πολλη ζωη για να περπαταει μεσα στη θανατιλα” ακουγεται η φωνη του στεναχωρημενη, “ελα κοντα μου”. Το πλησιαζω επισημα κλασμενη απο το φοβο μου και αυτο βαζει τη μια του κεφαλα κατω απο το χερι μου. “Θα σε παω εγω”, λεει. Τα αγορια μου δινουν μικρα φιλακια και ξαναδιασχιζουν το λιβαδι, ο Αγγελος γυριζει για μια στιγμη πριν χαθει μεσα στα λουλουδια και λεει κατι που δεν ακουω, αλλα το διαβαζω στα χειλια του: Ξανασκεψου το.

Το Σκυλι μας οδηγει μεσα στα σκοταδια. Εχω το χερι μου στην πλατη του γιατι δε βλεπω σχεδον τιποτα, το κεφαλι μου ανησυχει οτι τυφλωνομαστε. “Μπα” λεει το Σκυλι, “ετσι νομιζε και ο Ορφεας”. Καπου στο βαθος εμφανιζεται ενα μικρουτσικο κοκκινο φως, σαν κυματακι κατω απο το ηλιοβασιλεμα. Οι φλογες του νερου, ξερω που φτασαμε. Το Σκυλι αφηνει το κεφαλι μου να θαυμασει αυτο που κοιταζουμε, ειναι λες και αντι για νερο αυτο το ποταμι εχει πετρελαιο, ο Φλεγεθωνας κυλαει διπλα στα ποδια μας και ξερω οτι ειμαστε πια κοντα. “Ζεσταινομαι”, παραπονιεμαι αφηρημενα, και το Σκυλι ριχνει μια βουτια και χανεται μεσα στα φλογονερα. “Αποκλειεται” φωναζω και κανω τρια βηματα πισω, “Αποκλειεται ομως”. Σκεφτομαι την ειρωνεια του να πεθανεις στα εγκατα του Αδη. Ειναι καν επισημος θανατος αυτο, η πλεονασμος? “Η ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ?” ξαναφωναζω και ακολουθω το Σκυλι. “Ανοιξε τα ματια σου” ακουω τη φωνη του Σκυλιου, και κανω οτι μου λεει. Ειναι λες και ειμαστε πισω απο εναν κοκκινο κατταρακτη, ετσι το φανταζομουν παντα οταν το εβλεπα στις ταινιες. Οι φωτιες του ποταμου πεφτουν γυρω μας χωρις να μας ακουμπανε, σα Χριστουγεννιατικες βροχες απο λαβα. Με πιανει νευρικο γελιο απο το δεος. “Γιατι δεν καιγομαι?”, ρωταω το Σκυλι. “Ο Φλεγεθωνας δεν υποκλινεται στους ζωντανους”, απανταει εκεινο περηφανα και μας βγαζει εξω στην απεναντι οχθη. Συνεχιζουμε να περπαταμε. Ξαφνικα καταλαβαινω οτι γυρω μας περπατανε διαφανοι, αλλα ολοι τους πηγαινουν στην αντιθετη κατευθυνση απο μας. Προσπαθω να τους ξεχωρισω μεσα στο σκοταδι, και βλεπω τα προσωπα τους ηρεμα και κουρασμενα, το Νερο παλι, το Νερο ειναι κοντα. “Κατσε λιγο ρε Παλαμα”, σκεφτομαι τσαντισμενη, “τι ζορι τραβουσες εσυ με το Νερο δηλαδη? Τι ηθελες να κανει το δυοσμο σου εδωμεσα στο Κολαστηριο του Δαντη, να σε θυμαται και να σου γραφει τα νεα του?”. Ειμαι σιγουρη οτι μολις κατεβηκε και εκεινος, ο Παλαμας εριξε μια ματια γυρω του, γαμοσταυρισε και ευχηθηκε να μην ειχε γραψει οτι εγραψε. “Δε ντρεπεσαι λιγο?” λεει το Σκυλι και γυμνωνει τα δοντια του. Συνεχιζουμε να περπαταμε.

Το Νερο με καταλαβαινει πριν το καταλαβω εγω. Οι ασφοδελοι μιλανε στη Στυγα για το κοριτσι που κατεβηκε να το ψαξει και η Στυγα του το λεει, το Νερο αγριευει και ημερωνει, περιμενει στα σκοτεινα.


Η Ληθη ειναι διαφορετικη απο τους αλλους τεσσερεις ποταμους. Τα νερα εχουν ενα χρυσαφενιο χρωμα και ειναι ζεστα, σαν ποταμι απο χαμομηλι. Το Σκυλι σταματαει και ξαπλωνει στην αμμο. “Τι μπορει να θελει να ξεχασει ενα παιδακι σαν και σενα?”, ρωταει κοιμισμενο, “τι θανατικο μπορει να σε χτυπησε τοσο μικρο και δε μπορεις να το σηκωνεις αλλο?”. Ξαφνικα νιωθω και εγω εξαντλημενη, ξαπλωνω διπλα στο Σκυλι και κλεινω τα ματια μου. “Δε θελω να θυμαμαι αλλο αυτα που εγιναν”, λεω σχεδον στον υπνο μου, “θελω να ξεκουραστω λιγο απο αυτα που με ψαχνουνε”. Το Σκυλι ανακαθεται. “Ε, το καταραμενο το ψαρι”, μουρμουριζει, “τι σου δειχνει εσενα λοιπον?”. Το κεφαλι μου γεμιζει παλι με ασφοδελους και βραχια, το ματι του Ορφεα χοροπηδαει σαν τρελομπαλο, το χερι μου γινεται σα σταυρολεξο απο τα παλια κοψιματα και η μαμα μου γονατιζει διπλα στο κρεβατι μου κλαμενη. “Μου δειχνει κακα πραγματα, Σκυλι” απανταω με σφιγμενα δοντια, “πρεπει να φυγουν απο πανω μου να παρω ανασα”. “Εσυ να τα διωξεις, οχι το Νερο. Αυτο παιρνει μαζι του και αλλα κρυφα μνημονικα” λεει το Σκυλι, “απο τα ευτυχισμενα και τα σπανια. Το Νερο ζηταει πληρωμη για τη μαυριλα που ξεπλενει”. “Θα του τα δωσω, χαρισμα του αν παρει τη σιχασια”. “Κοιταξε τα νερα” ακουγεται παλι το Σκυλι, “και μετα κανε οτι ηρθες να κανεις”. Ανοιγω τα ματια μου και στην αλλη ακρη του ποταμου στεκονται οι παππουδες μου και ο ξαδερφος του μπαμπα μου ο Χρηστος. “Ελα τωρα”, λεω πριν μου κοπει η ανασα, το αιμα και δεκα ζωες μαζι. Ο παππους μου ο Γιαννης κραταει τη γιαγια μου τη Μαρια απο το μπρατσο, εκεινη κλαιει και με δειχνει, φοραει το ροζ νυχτικο γαμωτοκερατο. Ο Χρηστος ειναι καταχλωμος, τυλιγμενος σε μια κουβερτα με ρομβους και θυμαμαι που καθοταν στο μπαλκονι οταν γυρισαμε απο τη συναυλια του Πασχαλη στη Ρεματια, και θυμαμαι τη φωνη της γιαγιας μου της Ελισαβετ στο τηλεφωνο οταν μου το ειπε. “Με βρωμιες κραταει ο Αδης το πολυτιμο Νερο του?” λεω λυσσασμενη στο Σκυλι. Μετα σηκωνομαι, τρεχω μεχρι που βρισκομαι ακριβως απεναντι απο τους ανθρωπους μου και τους στελνω φιλια και τους χαμογελαω ενω κλαιω μαυρο, αλλα μαυρο, δακρυ. “Με βλεπουν?” φωναζω στο Σκυλι. “Ελα τωρα” απανταει και εκεινο με τη σειρα του, “ξερεις τι σου δειχνουμε”. Ο παππους μου και η γιαγια μου γονατιζουν και γεμιζουν τα χερια τους με νερο και το φερνουν στα στοματα τους. Η γιαγια μου σταματαει να κλαιει και ο παππους μου δεν τρεμει πια. Ο Χρηστος δισταζει, κλεινει για λιγο τα ματια του και αγκαλιαζει το σωμα του μεσα στην κουβερτα. Μετα γονατιζει και αυτος και πινει μεσα απο τα δαχτυλα του. Βλεπω το δερμα του να αλλαζει και να γινεται διαφανο, τα μαλλια του που ηταν ανακατεμενα, λαμπουν απο τις αντανακλασεις του νερου. Με ξανακοιταζουν και οι τρεις, αλλα αυτη τη φορα κοιτιομαστε με το Νερο, οχι με τους ανθρωπους που οριζει, και τρομαζω μεχρι εκει που δε φτανει το κεφαλι μου για να τρομαξει. Τοτε μονο καταλαβαινω τη δυναμη του. Οι αγαπημενοι μου χανονται απο την οχθη και μενω να κοιταζω τα κλαμενα μου μουτρα μεσα στο νερο. “Απορω πως εβαλες και το Χρηστο να εμφανιστει”, λεω στο Σκυλι. “Εσυ τον εβαλες, μικρο” απανταει εκεινο, “και τωρα κανε οτι ηρθες να κανεις”.



“Φυσικα και θα το κανω”, λεω, και πραγματικα το Νερο εχει γευση ακριβως σα χαμομηλι.

Monday, August 27, 2007

Σκηνικο Για Τρεις Θλιμμενους Θαλασσινους Ανεμους

Τις ασχημες μερες με κυνηγαει το ψαρι. Τις καλες μερες δε με ψαχνει και με αφηνει να κοιμηθω. Στις κακες ωρες ομως το βλεπω μεσα στο νιπτηρα να κανει φουσκακια κατω απο το σαπουνονερο και παγωνει το αιμα μου. Τοτε θυμαμαι οτι εχει κοπει και κολυμπαει πια οπου θελει, το φριχτο, το απαισιο, το τρομακτικο ψαρι.

Το ψαρι αρχισα να το σκεφτομαι προπερσυ το χειμωνα. Διαβαζα για τις φαλαινες και τα μωρακια τους που μιλανε και το πιανει το ρανταρ και μετα θυμηθηκα και το αλλο βιβλιο, που η στεναχωρημενη φαλαινα βυθυζοταν για μερες, σαν ουρανοξυστης που πεφτει κατω απο το νερο. Σκεφτηκα ποσο λυπητερο ειναι αυτο, ανοιξα το ενα ματι μου και ειδα μαυρα νερα και ολοκληρα τειχη απο φυκια με διαφανες γαριδες πανω να με παρατηρουν να κατεβαινω αργα προς αυτα τα υποθαλασσια ρηγματα που ειναι λεει πιο μεγαλα απο ολα τα βουνα και ολα τα συννεφα και δενξερωτι. Επεφτα τοσο εξαντλημενη που δεν προσπαθουσα καν να πιαστω απο καπου, μονο καταλαβαινα το νερο να κρυωνει και να κρυωνει και ηξερα οτι ολη η κολαση και ακομα παραπερα με περιμενε κατω κατω. Ετσι με επιασε το ψαρι. Το ψαρι στην αρχη κολυμπαει ψηλα, κατω απο τον ηλιο, εκει που το νερο εχει τη θερμοκρασια του αερα, διπλα σε πελεκανους-γιγαντες και μεγαλα πλοια. Το ψαρι ειναι μικρο και δε μπορει να κολυμπησει πολυ καλα, και ετσι ολοι οσοι το αγαπανε το κρατανε με μακριες κορδελες που εχουν δεσει φιογκακια στην κοιλια του. Το κοιτουσα να πηγαινοερχεται χαρουμενο σαν το ζυμαρουλη της Πιλσμπουρι, και μετα το ψαρι με ειδε, εμεινε για μια στιγμη ακινητο διπλα σε ενα μεγαλο φυκι τσουληθρα, και η πρωτη κορδελα λυθηκε με τον ηχο που κανει η πετονια οταν σπαει. Το ψαρι γυρισε αναποδα τρομοκρατημενο και ειδε τον πρωτο του αγαπημενο να κοιταζει απορημενος την κομμενη κορδελα. Ετσι αρχισαν να φευγουν οι κορδελες και το ψαρι χανει τον ηλιο και τα κουβαδακια και φωναζει να το ξαναπιασουν. Ολοι ομως το κοιτανε, μια αυτο και μια τις κορδελες στα χερια τους, και κανεις μα κανεις δε βουταει πισω του. Κλαινε τα ψαρια, αυτο θελω να μαθω, ειμαι σιγουρη οτι αυτο εκλαιγε. Ουτε οι καρχαριες δεν του ορμησαν, τοσο μιζερο ηταν αυτο το ψαρι που περιγραφω. Ουτε οι μεγαλες μεδουσες ουτε τα ζωακια μεσα στα κοχυλια. Ενα ασπρο ψαρι γλιστραει καθετα μεσα στο σκοταδι με απειρες κομμενες κορδελες γυρω του, το ψαροχταποδι της λυπης. Κι’ισως εγω να ειμαι πια αυτος ο λυκανθρωπος των αστραπων και ισως να φοβασαι οτι κανεις δε θα προλαβει να σε ξαναπιασει, το καταλαβαινω αυτο ρε ψαρι. Μη νομιζεις οτι δεν το καταλαβαινω.

Το ψαρι εχει ενα μοναδικο σκοπο. Θελει να με κανει να στεναχωρηθω. Ειναι λες και ειμαι στο φαραγγι κατω απο τη θαλασσα και το ψαρι βυθιζεται πανω απο το κεφαλι μου. Ερχεται σαν κομητης με λεπια, με αλγες κρυμμενες στα βραγχια του που ολες τραγουδανε με φωνες παππουδων, και ολες λενε το ιδιο πραγμα. Τον Ορφεα, ψελνουν τα βλαμμενα αυτα μονοκυτταρα, ποτε -μα ποτε- τιποτα δεν τον επαρηγορησε για την διπλην απωλεια της Ευριδικης και το ψαρι συνεχιζει να με πλησιαζει σαν να μην εγινε τιποτα. Και βγαινουν μαχαιρια απο τα βραγχια και παλι κομματιαζεται ο Ορφεας, και πεφτει σε μικρα κομματια σαν τις Λεοντιδες μεχρι τη σκοτεινη αμμο που καθομαι. Το κυριοτερο ειναι οτι απο το κεφαλι σου και απο τις σκληρες παρθενες της Θρακης δε σε σωζει τιποτα. Ο πονος φευγει, ο πονος εχει και ορια και λογικη οπως καταλαβες, αλλα οτι μενει κρυβεται εκει που δε φτανουν τα ματια σου. Βασικες αρχες μεταφυσικης νευροφυσιολογιας: θα κοιμηθεις, που θα μας πας μωρο μου, Τομος 1. Και κοιμαμαι στο τελος. Εχω φτασει να κοιμαμαι με βαρδιες και σφεντονα. Με λυκακια και τραγουδια που μου λεγε η μαμα μου. Μια φορα θυμαμαι μ’αγαπουσες, τωρα αυπνια. Καραουλι ομως το ψαρι. Ξεχναω το διαβασμα, ξεχναω τις φωτιες που κανουν κυκλους γυρω απο τα παντα, ξεχναω το Αριστοτελειο και τις εξι Σεπτεμβρη με τη Φυσιολογια 2, αλλα το ψαρι δε με ξεχναει. Αντι να δεις και συ ενα υποσυνειδητο μονοπρακτο σαν ανθρωπος. Αυτα που συμβαινουν στον υπνο μου με τραυματιζουν σε βαθμο που ειμαι διατεθειμμενη να πιστεψω οτι η ψυχολογια (Λυσιμαχος: η Μαριλιζα εννοει ψυχαναλυση) ειναι επιστημη, «θα το πιστεψω», ουρλιαζω στο ψαρι, «θα το πιστεψω αν προκειται να τα παρει απο πανω μου». Αλλα παντα προσπερναω μια λεπτομερεια. Το ψαρι δεν εχει επιλογη, το ψαρι μπορει μονο να πεφτει, το ψαρι θα ξεχασει μονο οταν το πιασει καποιος απο τις κορδελες του και του αρχισει τα γλυκολογα. Ξεκινησε νυχτα και σκοτωσε ολα τα ονειρα αυτο το αγαλμα, γλυκο μου αγαλματενιο ψαρι. Και συνεχιζει να ειναι βραδυ και να μην ξυπναω. «Ρε πουστη μου» μονολογει το ψαρι που χανεται, «βαμμενη την εχουμε τελικα».


Το ψαρι συνεχεια κανει προσθεσεις. Προσθετει βαθη οσο πεφτει και προσπαθει να δει ποσο μπορει να βυθιστει χωρις να παρει ανασα. Το καταπληκτικο ειναι οτι τιποτα δεν του φαινεται τρομακτικο σε αυτο το θεσπεσιο βαθος, καταλαβαινει οτι ολη η φοβερα σε χτυπαει οταν σπανε οι κορδελες σου, μετα σοβαρευεσαι και το βλεπεις επιστημονικα. Το ψαρι μπουκωνεται αυγα απο χελια και πρασινο πλαγκτο οσο πεφτει για να μην πειναει. Το ψαρι βγαζει μια μικρη μεζουρα και μετραει πτερυγια για να ξερει ποια ψαρια να φοβαται. Το ψαρι αφηνει τις κορδελες να το τραβανε για να μην κουραζεται. Το ψαρι συγχωρει ολα τα χερακια που δεν αντεξαν το βαρος του. Ενω Εκαβη –σ’αυτηνα την περιπτωση- ητανε η μεγαλη, η φοβερη σκια του εγκεφαλου μου, λεει μονο του και οι κορδελες πιανουν τις λεξεις και τις στελνουν πισω στα νερα του ηλιου, εκει που υπαρχουν μονο συγνωμες και βρωμιες απο τα πλοια. Μιλουσε μια αλλη γλωσσα το ψαρι, την ιδιαζουσα διαλεκτο μιας λησμονημενης πολης, της οποιας και ηταν, αλλωστε ο μονος νοσταλγος, που λεει και ο Νικος. Αυτο ειναι που δεν ξεπερνιεται, η νοσταλγια για κατι που θυμασαι μονο εσυ απο ολο τον κοσμο, την ωρα που τα πλοια συνεχιζουν για Παρο-Ναξο-Σικελια. Στον υπνο μου παραμιλαω μονο για σενα, ξεχασμενη πολη, οι κορδελες με ζαλιζουν και νομιζω οτι ειμαι παλι εδω. Το ψαρι εχει ποδια, και οι κορδελες σερνονται πισω μας οσο με πηγαινει βολτες σε μερη που αναγνωριζω και υποφερω τοσο πολυ που ορκιζομαι οτι μολις ξυπνησω δε θα ξανακοιμηθω που να παγωσει η κολαση. Με φτανουν οι φωτιες απο το σπιτι μου, και ας ειναι τοση Ευρωπη μακρια. «Αληθεια μου λες?» με ρωταει το ψαρι. «Αληθεια, να πεθανω», και φιλαω σταυρο. Τοτε με λυπαται και η αμμος γινεται το σεντονι μου με τα λιλα λουλουδακια. Να τυλιγεσαι με λιλα λουλουδακια και το Μανι μισοκοιμισμενο με την προβοσκιδα του στο χερι σου και να ξαναγινεται μερα. Τη μερα ολα ειναι ενταξει γιατι το ψαρι πιανεται απο τα κλαδια των δεντρων που φυτρωνουν εννιακοσια χιλιομετρα κατω απο το νερο. Τη μερα οι πυτζαμες μου θελουν διπλωμα και το ενδοκρινικο συστημα αλλη μια επαναληψη και που’σαι, ψαρι? Τα λεγαμε (τη μερα).


Θα’ρθω στα μουσικα τρισαγια της οργης σου, βουβος και ασκεπος, με χερια να μετρουν τα χρονια, να σου ραβδισω μες τα ματια σου τα χιονια που λαμπουνε σπαρμενα ναφθαλινη και αστρα, φυγε απο πανω μου ψαρι. Το εννοω.


Οριστε, ξανακοιμαμαι, δε φοβαμαι τιποτα. Κοιτα πως κοιμαμαι, κοιτα τι ομορφη που ειμαι με τα μαλλια μου ανακατεμενα στο μαξιλαρι, κοιτα πως, Χριστε μου νατο παλι. Βραδυ δε ζητουσες στο Αμπερντιν? Εγινε βραδυ. Ακουω μια θαλασσα απο σεντονια να γινονται πανια με τον αερα στις ταρατσες και μολις τα σεντονια παραμεριζουν, η πολη κατω απο τη θαλασσα. Με ναφθαλινη και αστρα, λεει. Ενα μικρο γαριδακι περπαταει μεχρι τα ποδια μου και αρχιζει να ανεβαινει τη γαμπα μου. Φτανει στο γονατο μου και καταλαβαινω πως ειναι το ενα απο τα ματια του Ορφεα που με κοιταζει με λατρεια. Αν υπαρχεις, παρε με απο δω περα, αν υπαρχεις τωρα ειναι η ωρα να το δειξεις. Το ματι του Ορφεα κοιταζει πανω απο το κεφαλι μου και βλεπω τις κορδελες να καθρεφτιζονται μεσα του. Ξερεις τι θα σου κανω? Θα κατσω εδω μεχρι να εξαντλησεις την κακια σου. Εδω μεσα θα ξαναγινω παιδακι, και μετα μωρο και μετα ενα μπαλακι στην κοιλια της μαμας μου. Το ματι συννεφιαζει και κανει μια βουτια μεχρι την πατουσα μου και το κλωτσαω μακρια. Τη μερα θα ειμαι κανονικη και τα βραδια θα σε περιμενω σε μια σερρα με κοκκινα λουλουδια με κοκκινα βελουδινα παραπετασματα, θυμασαι ψαρι? Δε θα σε συζητησω με γιατρους και αγαπημενους, θα ερχομαι μονη μου για να ειμαστε ισοι. Δειξε μου ολα οσα με τρομαζουν, δε θα κοιταω αλλου, θα δεις. Καθε βραδυ, οσο αντεξεις και οσο αντεξω να τα βλεπουμε μαζι. Εσυ θα με κανεις καινουρια, σε σενα θα χρωσταει την ευγνωμοσυνη του κι αυτος οταν θα ερθει. Εκει μεσα, σ’ αυτην την εκκλησια θε να σε παντρευτω. Γιατι εισαι ωραια, εχεις την πιο ευγενικη και υπερηφανη ψυχη, και σ’αγαπω παραφορα. Ακους? Εσυ θα το εχεις κανει αυτο. Θα μ’αγαπαει παραφορα γιατι θα εχεις ξεζουμισει ολη μου τη στεναχωρια μεχρι να με βρει ο βλακας, ο βλακας που αργησε και δε θα προλαβει και σημερα.




Γι’ αυτο και τα ποιηματα μου ειν’ τοσο πικραμενα
Κι’ ειναι
-προ παντων-
και
τοσο
λιγα.




(μπλεγμενος στις κορδελες σημερα το βραδυ ηταν και ο Νικος Εγγονοπουλος, μην ξεχνιομαστε. ηταν ο τριτος ανεμος.)



συγνωμη, ξεχαστηκα, μουσικουλα.











.

Wednesday, August 15, 2007

Μα Δε Θα Σ'αφησω Σκλαβα Του Μαχαραγια

Καλα, η μοναδικη σου απορια ειναι γιατι μου αρεσει να πλενω τα πιατα? Απο ολα αυτα που σου ειπα αυτο σε παραξενεψε?

Επλενα τα πιατα χθες το απογευμα. Ειχα φτιαξει τορτελινια και φρουτοσαλατα και γινοταν χαμος στην κουζινα. Χαζολογουσα γιατι εκανα δαχτυλοκουκλακια μεσα στη σαπουναδα και αρχισαν να με πιανουν τα νευρα μου για το γραψιμο και τη δουλεια που με περιμενε πανω. «Οχι», σκεφτηκα, «δε θα ξανανεβω ποτε στο δωματιο μου και ετσι δε θα ξαναεχω ποτε τοση κουρασενια κουραστικη δουλεια». Σκεφτομουν τα προτερηματα του να ζεις μεσα στην κουζινα, ειναι σαν να σε βρισκει το πυρηνικο μανιταρι μεσα στο σουπερμαρκετ, κοινως ειναι ενα ειδος μπεστ ουορστ κεις σεναριου. «Θα σε Σροντιγκερογατιασω υπνοδωματιο, δεν υπαρχεις ρε, δεν υπαρχεις, παιρνω τον τριτο παρατηρητη και τον παω Ψυρρη για καβουροψιχα». Η Χριστινα αρχισε να γελαει μεσα στο κεφαλι μου και εμεινα για λιγο ακινητη με τις σαπουναδες και το σφουγγαρι μετεωρο και τη χαζευα. Τα πεθυμισματα που προκαλει η αδερφη μου ειναι εκθετικα βιαιοτερα απο τους καυγαδες της, αυτο μου ειναι πασιγνωστο. Την ειδα κανονικη, οχι στα ψεματα, την ειδα οπως ερχεται οταν μου λειπει το περισσοτερο, την ειδα να καθεται στο μαρμαρινο παγκο και να πινει κοκακολα απο ενα τεραστιο ποτηρι για μπραντυ. «Τιτου σε πεθυμησα» της ειπα, και εκεινη επιασε απο τον παγκο το κινητο της και το διαβασε στο μηνυμα που της εστειλα. Την αφησα να καθεται μαζι μου και συνεχισα να πλενω τα πιατα. Μολις εγιναν ολα καθαρα επιασα και το απολυμαντικο φσουτ φσουτ και ετοιμαστηκα να γενοκτονησω καθε μικρουλι αντερ δε σαν, οταν ειδα το μαμουνι.

Το μαμουνι ανεβαινε στα πλακακια πισω απο τη βρυση με τοσοδουλικα αργα βηματακια. Καθε τρια βηματα επεφτε πισω αλλα δεκαπεντε, γιατι το μαμουνι ειχε στην πλατη του μια μεγαλη σταγονα νερου που το εκανε να φαινεται σαν να φοραει αδιαβροχο. Αυτο που εκανε το μαμουνι πραγματικα ακαταμαχητο ηταν που συνεχιζε να ανεβαινει τα καταραμενα τα πλακακια, διακοσιες φορες και αλλες τοσες, να γλιστραει και να μην σταματαει καν, να ξαναπλωνει τα εξι ποδια του και να κανει τα τρια καταδικασμενα βηματα προς το καπου που ηθελε να παει. Οσο το παρατηρουσα στεγνωσα τα χερια μου και μου εβαλα ενα σμουδι. Μετα καθησα διπλα στη Χριστινα και το κοιτουσαμε και οι δυο. Μεχρι να τελειωσει το σμουδι μου το μαμουνι ειχε καταφερει να ανεβει ενα σπιρτο πανω απο τη βρυση και λυπηθηκα. Πηρα ενα ματσο χαρτι κουζινας και του εκανα ενα σκαλοπατακι και το μαμουνι ανεβηκε και εκατσε ησυχο. Με το υπολοιπο χαρτι του κανα πατ πατ στην πλατη και πηρα το νερο. Το μαμουνι ομως ηταν τοσο μικρο που κολλησε και αυτο στο χαρτι με την πλατη και κουνουσε τα ποδια του σα διαβολεμενο εξαποδο μωρο. «Σιγα, μας γκρεμισες, περιμενε» του ειπα και το ξεκολλησα. «Μιλ μερσι» απαντησε το μαμουνι.

Οριστε?

Παντα βλεπω στις ταινιες που γινεται κατι πραγματικα εγκεφαλοταριχευτικο και ολοι ουρλιαζουν με την οργανικη διαυγεια που υπαγορευει ο τρομος, σαν ανθρωπινες φωτοβολιδες που θα τραβηξουν πανω τους αρκετη προσοχη για να σωθουν. Εγω το μονο που προλαβαινω να κανω γενικα ειναι να βγαλω εναν ηχο εκπληξης και να σφιχτω ολοκληρη σα σταφιδα. Αυτο εκανα και στην ησυχια που ακολουθησε τις δυο λεξεις του μαμουνιου. Καθομουν σα δερματινο αγαλμα πανω απο ενα βουνο χαρτιου κουζινας και ενα γυαλιστερο μαμουνι, η σκηνη ηταν τοσο ξεκαθαρη που αν μας ζωγραφιζαν σε καρτουν θα εκαναν ακτινουλες γυρω απο το μαμουνι για να δειξουν την αδιαφιλονικητη σημασια του εκεινη τη στιγμη στο χωρο. Το μαμουνι γυρισε ανασκελα για να με παρατηρει καλυτερα. «Σας ευχαριστω», ειπε με την ιδια βαθια και μικρουλα φωνη μαζι, «Με σωσατε απο το φριχτο Νερο, ειστε ο αγαπημενος μου ανθρωπος.» Καταφερα να συνελθω αρκετα για να βαλω τη μουρη μου στο ιδιο επιπεδο με την κορυφη του χαρτινου σωρου και να το κοιταξω απο κοντα με τοση συγκεντρωμενη φρικη που αρχισα να ζαλιζομαι. «Νατο, εδω ειμαστε, ακουω μια πασχαλιτσα να μιλαει, ωραια, τουλαχιστον δε θα χρειαστει να ξαναδιαβασω στη ζωη μου» σκεφτομουν, και μαζι ηξερα οτι δεν το φανταζομαι, οι παραισθησεις εχουν παντα αυτο το πορτοκαλι χρωμα και τον ησυχο ρυθμο που ειλικρινα δεν ειχε το ανασκελιασμενο μαμουνι μπροστα στη μυτη μου. ¨

«Θα το παρω λογικα το ζητημα», ειπε ενας απο τους εγκεφαλικους λοβους μου.

«Ναι, παρτο λογικα αλλα ψιλογρηγορα γιατι δε σε βλεπω να καθεσαι κατω απο τη μπαρα για πολυ ακομα» ειπε η παρεγκεφαλιδα μου.

«Σκασμος ολοι» απαντησα απεξω μου και ξανακοιταξα το μαμουνι. «Μηπως εισαι...ο... Καφκα?», το ρωτησα με ολη την περηφανεια μου που εδινα σημασια στη Χριστινα οταν μου ανελυε την πλοκη της Μεταμορφωσης. Το μαμουνι αρχισε να κανει εναν ηχο αναμεσα σε βουητο και βηχαλακι και να κυλιεται δεξια και αριστερα σαν τρελο. Πεταχτηκα πισω και επιασα το ψωμομαχαιρο μπας και μου χρειαστει, οταν καταλαβα πως το μαμουνι ειχε λιωσει στα γελια. «Ειμαι πολυ γερικος για να ειμαι ο Καφκα, δεσποινις» απαντησε με βραχνη φωνη, «και επισης δε σας αξιζε το λυπητερο σας εξαρι στη Μορφολογια Ασπονδυλων, τα Blattodea ειναι κατατι ογκοδεστερα». Ντραπηκα τοσο πολυ που τα αυτια μου αρχισαν να πρηζονται. «ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΗΣΟΥΝ ΜΩΡΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΙ, ΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΩ ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ» ειπα χωρις να παρω ανασα και εβαλα δευτερη, διπλη δοση σμουδι. «Συμφωνοι, να με συγχωρειτε» απαντησε διασκεδασμενο. «Σμουδι?» το ρωτησα καπως πιο ηρεμη και του εβαλα μια σταγονα πανω στον παγκο διπλα του. Το μαμουνι εβαλε ενα ποδαρακι μεσα στο σμουδι και το περασε αναμεσα στις δαγκανες του. «Πεντανοστιμο, αλλα οχι καλυτερο απο το σορμπε βιολετας» ειπε κουρασμενα. «Το ποιο?» ρωτησα ξαφνιασμενη, λες και ειχε περασει απο μπροστα μου μια κυρια με γουνα που καποιος ψιθυρισε οτι ειναι δεκατη τεταρτη γενια των Βαλουα. «Τις απολογιες μου για δευτερη φορα, να συστηθω» ειπε το μαμουνι ξαφνικα σοβαρεμενο και σηκωθηκε στα δυο πισω ποδια του. «Ειμαι το Αυτοκρατορικο Μαμουνι του Μπαχρειν, πρωην Πριγκηπατο της Ρουμπαλχαλιλης και ακομα πιο πρωην Εμιρατο του Τιποτα» υποκλιθηκε, και απο το βαρος του θωρακα του εκανε μια μικρη τουμπα μεχρι το μπουτι μου. «Και να σκεφτειτε οτι εχω ζησει και τις τρεις αλλαγες του ονοματος» συμπληρωσε καθως ξαναβρηκε την ισορροπια του. «Η πρωτη εποχη του βασιλειου ηταν η λαμπροτερη και χειροτερη μαζι, λεγοταν οτι το Εμιρατο ηταν τοσο υπεροχο που κανεις δεν εβρισκε ονομα αξιο να το περιγραψει και ετσι ολοι εκαναν μια μικρη παυση αντι για λεξη. Αυτο δημιουργησε πρακτικα εμπορικα προβληματα, για να μην αναφερω το χαμο με τα ταχυδρομικα περιστερια. Ακομα βρισκουν ερωτικα γραμματα μας στις στεππες.»

«Και δηλαδη...εκει εννοω, ειστε...ειστε ολοι μαμουνια?»

Το μαμουνι ξαναρχιζει να γελαει, ρολαρει και σκαει πανω στο ποτηρι μου. Μενει για λιγο ακινητο, ζαλισμενο απο το χτυπημα και βρισκω την ευκαιρια να το παρατηρησω μεγενθυμενο μεσα απο το γυαλι. Ειναι καταμαυρο σα μελανι εκτος απο ενα σημαδι σε σχημα αυγου στο κεφαλι του, που ειναι μεγαλυτερο απο το θωρακα σαν τουρμπανι, στο χρωμα της ακουαμαρινας. Το κοιταζω απο πιο κοντα και η καρδια μου λιωνει, γιατι το παραμυθενιο αυτο μαμουνι εχει ενα τοσοδα μυτερο ασπρο μουστακακι και απο τρεις ασπρες βλεφαριδες σε καθε ματι του. Συνερχεται και συνεχιζει να μιλαει ενω το μεταφερω απο την κουζινα στο μπανιο για να κανω πιπι και μετα στο σαλονι, που ξαπλωνω στον καναπε και το βαζω να κατσει στην κοιλια μου.

«Τα κολεοπτερα ειναι τα ιερα εντομα του βασιλειου. Οι ιστοριες μας λενε οτι ο πρωτος μαχαραγιας περπατουσε διπλα στη λιμνη με τις ασπρες κλαιουσες οταν του επιτεθηκαν οι σκιες μεσα απο τα δαση με τα καλαμια που φυτρωναν στο νερο. Τοτε οι πετρες εβγαλαν φτερα και επεσαν σαν βροχη πανω στα μαυρα πνευματα και τον εσωσαν. Εμεις ημασταν αυτες οι πετρες, και η ιστορια που σας λεω ειναι υπεραληθινη, ημουν η δωδεκατη πετρα που σηκωθηκε μετα τους σεβασμιους παππουδες μου που δε ζουν πια. Ο πρωτος αυτος μαχαραγιας, ο Ελ-Μαχαρ ο Πρωτος, υπεγραψε τη συνθηκη της προστασιας μας απο καθε φυσικο εχθρο, το γνωστο Ιπταμενο Συμφωνητικο του ’11.»

«Ελ-Μαχαρ σημαινει κατι ιπποτικο, οπως Προστατευμενος η Εκλεκτος?» ρωταω συνεπαρμενη.

«Η ακριβης του μεταφραση ειναι Κωλοφαρδος» απανταει σκεπτικο το μαμουνι και με πιανει ενας λοξυγγας γελιου που το κανει να σνοουμπορνταρει μεχρι το αυτι μου και να βολευτει εκει για να συνεχισει. Η φωνη του μπαινει μεσα στο κεφαλι μου σε ησυχα μικρα κυματα και μολις κλεινω τα ματια μου βλεπω μια εσωτερικη αυλη γεματη πορτοκαλιες-νανους και φτερες με φυλλα περασμενα με μυρρο και χρυσοκλωστες.

«Η κακη ιστορια ξεκιναει με το δευτερο μαχαραγια. Το μεγαλυτερο παιδι απο δεκαοκτω αδερφια, και η μεγαλη αγαπη της πρωτης Μητερας. Το χτικιο μπηκε στον κοσμο στην αυλη που καθομαστε, εκει που το αγορι βλεπει τη μητερα του να φτιαχνει πορτοκαλανθρωπους για τις αδερφες του. Τον παρατηρουσα καθισμενος στον ωμο της τεταρτης αδερφης του, κοιτουσε τα δαχτυλα της μητερας του και εσκυβε στο βιβλιο του και εγραφε εκατονταδες φορες τις λεξεις λευκη και χρυσαφια γυρω απο τα ποιηματα του Σααντι. Τις νυχτες κρυβοταν μεσα στα κεντημενα πεπλα γυρω απο το κρεβατι της και κοιτουσε το σωμα της να κολυμπαει κατω απο μουσλινες και αλπακα, και εγω τον προσεχα για να μην της ορμηξει μεσα στους ιλιγγους του. Οσο μεγαλωνε, μεγαλωνε και ο φοβος μου για το κακο που εκρυβε κατω απο την καρδια του, και εκρυβα τα σπαθια του να μην τα βρισκει αν τα χρειαστει. Και ηταν πετρινος, σας το ορκιζομαι, την περιμενε με τετοια υπομονη που μαυριζαν τα ματια μου. Η θεση μου στο Αυτοκρατορικο Συμβουλιο μου επετρεπε να αποτρεπω τις μεγαλες θυελλες, αλλα εκεινη το ηξερε και ηταν τρομοκρατημενη. Δεν εμενε ποτε μονη με το γιο της, του βρηκε μια εκπληκτικη συζυγο και τον απομακρυνε απο κοντα της με την αποφασιστικοτητα που δινει η γνωση της επικειμενης φρικωδιας. Τη νυχτα που πεθανε ο πατερας του εσπασε τις πορτες του καλοκαιρινου παλατιου και τη βρηκε να τον περιμενει με ενα στιλετο να αιωρειται πανω απο το στηθος της. Το πρωτο του βημα μεσα στην καμαρα της εσπασε την αλυσιδα που το κρατουσε και του χαμογελασε θριαμβευτικα το τελευταιο της χαμογελο. Εκει αρχισε να μας κυνηγαει το Συννεφο, απο το πρωτο αιμα που κερδισε αδικα η αγαπη.»

Το μαμουνι αλλαζει θεση για να αποφυγει τα αυλακια απο κλαματα που φτανουν απο τα μαγουλα μου και νιωθω ενα μικρο φιλακι μεσα στο αυτι μου.

«Η υπολοιπη σειρα των αρχοντων μας γεννηθηκε και μεγαλωσε μεσα στο Συννεφο. Ολοι τους ειχαν την αρρωστια του ερωτα και τρωγοντουσαν ενας ενας. Ο Εκτος με τις εβδομηντα γυναικες του που τις κρατουσε χτισμενες μεσα σε ρωγμες τοιχων για να μη γερνανε. Ο Ενατος που φυτεψε μαυρες δαλματικες ιριδες στον ταφο της μαχαρανης που δηλητηριαζαν τα χειλια και γεμιζαν τα πνευμονια με αγκαθινα φυλλα, και την επομενη μερα ολο το βασιλειο ηταν σπαρμενο με τα γαλαζια πτωματα των εραστων της που πηγαν κρυφα τη νυχτα να φιλησουν το χωμα που τη σκεπαζε. Ο Δεκατος Τεταρτος, που σκοτωσε το ταιρι του πανω στη λυσσα του και πεταξε ολους τους ερωτευμενους εφηβους στην πυρρα της για να διωξει τον Ερωτα απο πανω μας. Ο Τριακοστος Πρωτος, που στα ογδοντα του παντρευτηκε μια δωδεκαχρονη Περσιδα και την φυλαγε σε ενα μεγαλο κλουβι με κορυδαλλους, και οταν εκεινος πεθανε ξεχαστηκε και τη βρηκαν χρονια μετα, γυμνη και γρια τυλιγμενη με τα μαλλια της, με φτερα αντι για δερμα. Ο Τεσσαρακοστος Πεμπτος που ετρωγε μικρες φλουδες απο τα δερματα των αγαπημενων του για να μπορει να τις ανιχνευει στις ανασες των νεοτερων πριγκηπων. Κανεις, κανεις δε σωζεται. Καταλαβαινετε τι σας λεω, κοριτσακι? Καμια απο τις λατρεμενες και τις ιερες, καμια απο τις ανεγγιχτες. Ολες επεσαν μεσα στα σκοταδια.»

Ξαφνικα καταλαβα γιατι ηρθε το μαμουνι.

Σηκωθηκα ηρεμα και το αφησα να περπατησει στην παλαμη μου. Για τριτη φορα το κοιταξα απο πολυ κοντα, οσο μπορουσα να το δω μεσα απο τα κλαματα. «Δε θα ξανατιμωρηθω απο κανενα, αν αυτο ηρθες να επιβλεψεις» του ειπα με σπασμενη φωνη. «Την επομενη φορα δε θα με πειραξει κανεις».

«Μα εγω», ειπε εκεινο λυπημενα, «Εγω δεν ειμαι υπηρετης των Τυρρανων, αγαπημενη μου, εγω ειμαι ο φυλακας των ψυχων που υποφερουν απο αυτους», και κρυφτηκε κατω απο την πυτζαμα μου.




Εισαι γυναικαρα ρε Ζαϊρα





.

Saturday, July 28, 2007

Περι Πονοκεφαλου Και Αλλων Δαιμονιων

Αυτη η ναρκοληψια μου χαλαει τη διαθεση τοσο πολυ που θελω να με χαστουκισω. Ανοιγω μισο ματι με τη σαπια σιγουρια οτι ειναι παλι εννια το βραδυ και μολις εκλεισα τρεις ωρες ξαπλωμενη μεσα σε ενα γιγαντιο λεξοτανιλ. Ειμαι με τα ρουχα του εργαστηριου και ενα ποτηρι γεματο φραουλες στο πατωμα διπλα στο κρεβατι. Εχω ενα ολοκληρο μισαλεπτο να αναρωτηθω γιατι εβαλα τις φραουλες στο ποτηρι, και με χτυπαει η πρωτη σφυρια πανω απο το αριστερο μου φρυδι. Ο πονος με αιφνιδιαζει σε βαθμο που κλεινω τα ματια μου και λεω πονοκεφαλος, το λεω κανονικα απεξω μου και πιεζω το κεφαλι μου πανω στο εξωφυλλο του βιβλιου μου. Το ματι μου δακρυζει, με πιανει η κοιλια μου με την αυτοματη ναυτια που ερχεται παντα με τα μεγαλα σωματικα στρεσαρισματα. Ανασκελιαζομαι και προσπαθω να σκεφτω κατι μεγαλο και ηρεμο στο μεγεθος του ουρανου και ο πονος ειναι τετοιος που καταληγω να σκεφτομαι τον ιδιο τον ουρανο με το χερι στην κοιλια μου γιατι η μαμα μου λεει οτι η ενεργεια του σωματος ηρεμει τις εξαρσεις, η η ενεργεια του χεριου αντισταθμιζει την ενεργεια της κοιλιας η κατι με ενεργειες που χορευουν ενα ησυχο τανγκο πονου και τετανικης ακινησιας. Ο πονος δε φευγει. Λυγιζω τα ποδια μου για να τσεκαρω οτι μπορω να τα φερω στο στομαχι μου, πιεζω την κοιλια μου και παιρνω μικρες παιδικες ανασες. Ο πονος δε φευγει. Σηκωνομαι, καθομαι στην ακρη του κρεβατιου και κουναω τα δαχτυλα των ποδιων μου που ειναι βαμμενα ροζ φωσφοριζε. Ο πονος δε φευγει, βλεπω μια μικρη κλωστη απο την καλτσα μου αναμεσα στο μικρο και το παραμικρο μου δαχτυλο, σκυβω να τη μαζεψω, ο πονος σπαει σε απειρα μικρα μανιταρια και φυτευεται σε ολο μου το κεφαλι. Ξαναπεφτω στο μαξιλαρι, σουταρω το κινητο μου στην αλλη ακρη του δωματιου γιατι το πρασινο φωτακι στην οθονη του κανει τον πονο να βαραει σαν κουδουνι μετα τα Θρησκευτικα, και βριζω το ταβανι με ενα μακροσυρτο μουρμουρητο. Αυτη τη στιγμη εχω μια πεντακαθαρη εικονα του εαυτου μου στο κρεβατι στη μεση αυτου του δωματιου, τρεις οροφους πανω απο πλατανοδεντρα και πετρες, ο πονος κανει τους τοιχους διαφανους και το κρεβατι μου πλεει καρφωμενο στον αερα αναμεσα στους γλαρους και τα μωρα τους που κανουν τον ιδιο ηχο με τα νεογεννητα γυπακια. Η παραισθηση ειναι τοσο καθαρη και σιγουρη που νιωθω ενα ρευμα στο μετωπο μου και τα σεντονια μου μυριζουν λασπονερο και κοκακολα. Ξανακαθομαι. Ο πονος αλλαζει και γινεται εκατομμυρια μικρα ποδαρακια ακριδων. Στηριζω το κεφαλι μου στα χερια μου και μου ερχεται η αφισα που εχουν βαλει αυτοι οι αρρωστοι μαλακες πανω απο τα πλυντηρια στο πανεπιστημιο. Εχει μια θολη φωτογραφια ενος τυπου με το κεφαλι στα χερια οπως εγω, και τη φοβερη πνευματικη αναζητηση Flu…Hangover…OR MENINGITIS. Επικαλουμαι στα γρηγορα τους Αγιους Αναργυρους που μου φαινονται η πιο λογικη επιλογη αγιων ντοκτορς. Μετα σκεφτομαι την πικρα του να φορας ταμπελακι «Δρ. Αγιος Αναργυρος» σε διεθνες συνεδριο γενικης παθολογιας στο Βολο. Ο πονος ακουμπαει επιπεδα ηλεκτροσοκ και σηκωνομαι οπως οπως, με τον αφελη σκοπο να γδυθω και να κανω μπανιο.

Και πραγματικα, καταφερνω να βγαλω τα ρουχα μου, να τα διπλωσω και να τα τακτοποιησω μεγεθικα στη ντουλαπα μου. Εχει ηδη αρχισει το παραμιλητο που με πιανει σε καταστασεις απελπιστικου πονου, λυπης η φοβου, και οπως μιλαω στο ραφι της ντουλαπας καταλαβαινω οτι εδω εχουμε και τα τρια μαζι. Περπαταω πανω κατω στο δωματιο με περιοδικα και σαμπουαν στα χερια, με το βρακι μου και το βερνικι στα νυχια μου. Βλεπω το εργαστηριο μεσα στη ντουλαπα, περπαταω αναμεσα στα ρουχα μου ετσι ξεβρακωτη και βγαινω απο την αλλη μερια πανω απο το ψυγειο με το βρωμιουχο αιθιδιο, το μεταλλαξιγονο-φονια με το κρανιακι στο μπουκαλι. Βαζω τα μωβ γαντια μου, το πιανω προσεκτικα και το κολλαω στο ματι μου και κοιταζω μεσα απο το σκουρο γυαλι. Μεσα στο αιθιδιο βλεπω τον ανδρα μου, ο ερωτας της ζωης μου κολυμπαει μπρουμυτα με ενα μικρο αναπνευστηρακι μεσα στα νερα της κολασης. Σηκωνει το κεφαλι του και με βλεπει να τον παρατηρω απεξω, γελαει και ερχεται μεχρι την ακρη του μπουκαλιου. Με κοιταζει διασκεδασμενος και με ενα μικρο μαρκαδορακι γραφει μεσα απο το μπουκαλι του: Εισαι πανεμορφη οταν εχεις πονοκεφαλο. Με πιανει μια λυσσα να τον βγαλω απο εκει μεσα, σκιζω τα γαντια μου και ξεβιδωνω το μπουκαλι με γυμνα δαχτυλα, και βλεπω τον Αντριου να τρεχει απο την αλλη ακρη του εργαστηριου ουρλιαζοντας να μην κανω ουτε ενα βημα παραπερα, και φοραει ενα κιτρινο κοντομανικο που γραφει Θινκ Ποζιτιβ πανω. Το αιθιδιο γλυστραει και ανοιγει στον αερα, το αιθιδιο εχει χρωμα σαν παλιο αιμα, το αιθιδιο πεφτει πανω στο δερμα μου και νιωθω τα ωαρια μου να αλλαζουν σχημα και να βγαζουν μικρα πλοκαμακια βαθια μεσα στην κοιλια μου. Οταν καταπινεις τις μπιγκ μπαμπολ ριζωνουν μεσα σου και γινονται δεντρα, και απο αυτα τα δεντρα κρεμονται οι κορες και τα αγορια μου με τα τεσσερα χερια και τα ελεφαντινα αυτακια τους. Το αιθιδιο ξεβραζει τον Πριγκηπα και τον πεταει στη ζυγαρια για το αγαρ και η γοργονα του μπαμπα του Λυσιμαχου ορμαει να τον σωσει, βουταει απο το μπρατσο στα πλευρα μου, γραπωνεται στον αφαλο μου σαν αστακος και του απλωνει τα χερια της που εχουν πανω πρασινες αλγες και κρυσταλλακια απο ασβεστιο. Ο καλος μου ειναι αναισθητος και βλεπω ενα μικρο στρατο απο συριγγες χωρις βελονες να χοροπηδανε γυρω του σαν πλαστικοι ιθαγενεις. Φερνω τα αιθιδιασμενα μου δαχτυλα στο στομα μου και ετοιμαζομαι να πεθανω διπλα σου μοναδικη μου αγαπη, χωρις λουλουδια και φιλαρμονικες, χωρις οπλα και ματωμενες καρδουλες, και εσυ σηκωνεις τα ματια σου και κανεις μια κινηση σαν να κοβεις τον αερα με τα χερια σου και με πετας εξω απο τη ντουλαπα μου. Ο πονος δε φευγει.

Μεσα στα κλαματα που με εχουν πιασει απο το κακο μου, ο πονος ακουγεται σα χορωδια απο καμπανες. Λυνω τα μαλλια μου και σερνομαι στον καθρεφτη να ξεβαφτω και για μια στιγμη οι δυο Μαριλιζες κλειδωνονται να κοιτιουνται και οι φωνες μου κοβονται στη μεση ενος κλαμενου λοξυγγα. Κοιτιομαστε χωρις τον παραμικρο ηχο, εγω και η ηλικια μου, εγω και το σωμα μου που ειναι σχεδον γκριζο απο την ενταση και το σφιξιμο, και εκεινη τη στιγμη ειμαστε τα μοναδικα κοριτσια απο την αρχη του κοσμου. Με κοιταζω σαν να με ειδα τελευταια φορα οταν ημουν πεντε, τα χερια μου πιανονται στη βρυση για να μην τα περασω μεσα απο τον καθρεφτη, ερωτευομαι και ντρεπομαι μαζι. Τα μαλλια μου φτανουν στη μεση μου, αυτο δεν το ηξερα. Ο Ναρκισσος και το νερο απο κατω του κοιτιουνται μεσα στα νουφαρα. Τα μαλλια μου ακουμπανε το νερο, ακουγεται ξανα η φωνη μου που μετραει αποικιες βακτηριοφαγων, και ο πονος βγαινει απο το νερο σαν το Χερι του Θεου με μπουκλακια του Μαραντονα κατω απο τα νυχια, και με τραβαει μαζι του. Να παρω τηλεφωνο καποιον. Πρεπει να πω σε καποιον τι συμβαινει, παυση, ποσες ωρες θα κανουν να καταλαβουν οτι πεθανα, παυση, τη μαμα μου. Σκεφτομαι τη μαμα μου να με βλεπει στον υπνο της, με αυτη τη φοβερη της ικανοτητα να ξερει ποτε υποφερω, με βλεπω κουλουριασμενη σα σαυρα με το βρακι μου μεσα στο κεφαλι της μαμας μου και τρεχω στο μπανιο. Περιμενω ακουμπισμενη στον τοιχο μεχρι που το νερο τρεχει στους ενενηντακατι βαθμους. Μ’αρεσει το πουλοβεεεεεερ του μπαμπααααααα, το παιρνω το φοραωωωωω στα κρυφααααααα. Το νερο με μουδιαζει και ο πονος πισωπαταει εκνευρισμενος. Σε περιμενω απεξω, χαμογελαει σα φιδι. Ε, λοιπον θα μεινω εδω μεσα για παντα, να μαθεις.

Κλαις μεσα στο μπανιο, ψευτρα? Αφου το καυτο νερο ξεραινει τα δακρυα. Α, μπα?

Χρειαζομαι βοηθεια και μου’ρχεται μια φαεινη ιδεα. Το μπανιο εχει μικρες τρυπιτσες για να φευγει το νερο και ενα σημειωμα να μην ξεχναμε να καθαριζουμε τα μαλλια που πεφτουν εκει για να μη βουλωνει. Εκει λοιπον, κατω απο τις τρυπιτσες, εκει ειναι στοιβαγμενες ολες οι βρεγμενες γυναικες που λουστηκαν εδω πριν απο μενα. Μολις τις σκεφτομαι ακουω απειρα υγρα χαχανητα γυρω μου και η κουρτινα τρεμουλιαζει καθως μια κορδελα απο μουσκεμενα μαλλια βγαινει σαν σερπαντινα απο τις τρυπιτσες και τυλιγεται στα ποδια μου με μικρους αναστεναγμους ανακουφισης. Τα μαλλια περνανε πανω απο την κοιλια μου και η ναυτια εξαφανιζεται, χαιδευουν την πλατη μου και τα κοκκαλα μου λυνονται και χαλαρωνουν, το νερο ακουγεται σαν σμαραγδενιος καταρρακτης απο ζαχαρη, ενα ματσο κοριτσια με αγκαλιαζουν για να με ηρεμησουν και σταματαω να παραμιλαω. Ενα δροσερο χερακι ακουμπαει το μετωπο μου και μια φωνη μεσα στο αυτι μου ψιθυριζει οτι εχω πυρετο. Τα κοριτσια που δε μπορω να δω φτιαχνουν ενα τοιχο απο ζεστο δερμα αναμεσα σε μενα και το πλαστικο της ντουσιερας και με τραβανε πανω τους και πλεκουν τα μαλλια μου μεσα στα απειρα δικα τους. Ενα ροζ ζωγραφισμενο πλακακι σκαει εκεινη τη στιγμη στα ποδια μου και με ξαναπιανουν κλαματα για ολους μου τους πυρετους μεσα στο μπανιο που εμειναν απαρηγορητοι. Αυτο ειναι μεγαλο λαθος, γιατι η κουρτινα σκιζεται σε λωριδες, τα κοριτσια φευγουν με το νερο απο τις τρυπιτσες και ο πονος με αρπαζει απο τη μεση με τετοια μανια που νομιζω οτι με πυροβολησαν. Για μερικα δευτερολεπτα δε βλεπω τιποτα, μετα συνερχομαι και αποφασιζω οτι πρεπει να καταφερω να παω στο κρεβατι μου.

...Και ενα ιπταμενο κρουασαν να σε παει στον Κρονο.

Φαντασου να ερχοταν να με σωσει ο Ευγενιος Τριβιζας. Αυτο θα ηταν μεγαλη κορυφωση της υπαρξης, να μην πω ψεματα. Θα ερχοταν λεει ο Τριβιζας, θα με μαζευε απο το πατωμα του μπανιου και θα πηγαιναμε στο Νησι των Πυροτεχνηματων. Εχω μια ενοχλητικη υποψια οτι το Νησι των Πυροτεχνηματων οριζεται ως υπαρκτο μερος. Κυριε Τριβιζα, ξερετε οτι ημουν ο Τιτιβουε οταν πηγαινα δημοτικο και επαιξα στο Ονειρο του Σκιαχτρου? Κυριε Τριβιζα, ηθελα να σας πω οτι ο Τιτιβουε ειναι α. μεγαλη ρολαρα και β. υπο μια εννοια αντιστοιχος του Πουκ στο Ονειρο Καλοκαιρινης Νυχτας. Παραλιγο να παιξω και τον Πουκ, γιαυτο σας το λεω, ειχα μελετησει το ρολο. Εκει λοιπον που ο Τιτιβουε ειναι ηδη ψοφιος και σκαει σα φαντασμα στο Σκιαχτρο για να το παρηγορησει στη φυλακη, εκει εκανα ενα δραματικο μονολογο στη μεση του θεατρου της Ρεματιας, με ενα μοναδικο προβολεα στη μουρη μου μεσα στο σκοταδι γιατι ημουν φαντασμα και επρεπε να ειμαι υπερφυσικα λαμπερη, εκει που εβγαζα την ψυχη μου στο σανιδι (πλακες ειχε) κυριε Τριβιζα, εκει μεσα στην συγκινημενη νεκρικη ησυχια που ειχε προκαλεσει η προεφηβικη ερμηνεια μου, ακουω τη φωνη της γιαγιας μου της Ελισαβετ να λεει, δε σας κοροιδευω, ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ, ΜΑΡΙΛΙΖΑ! Και δε με θυμαμαι καν να ενοχλουμαι, απλα κατακοκκινησα, ανεβασα βολιουμ και συνεχισα να μονολογω. Τοσο πολυ σας αγαπαω. Και δε μιλαω για τα Ντολμαδακια, εγω σας ειμαι πιστη απο το λησταρχο Καραμπουμ και βαλε. Ησασταν εσεις και η σειρα «Η αδερφη μου η Κλαρα», τα γκανιαν μου απο οταν εμαθα να διαβαζω. Περασα μια κριση λατρειας με το Μικε, κυριως λογω του τιτλου «Ο Μικες μες τη Σουπιερα», το καταλαβαινετε αυτο, αλλα εσεις ειστε η Μαριλιζα-παιδακι, παει και τερμα. Χωρις να σας λεω Μαριλιζα περ σε.

Οπου φτανουμε στο Νησι των Πυροτεχνηματων, ο Ευγενιος Τριβιζας μου λεει τη λυση για να κερδισω το ρουμπινενιο μπουζουκι και περναω την υπολοιπη ζωη μου να γραφω σηκουελακια για τη Φρουτοπια. Εντωμεταξυ ερχομαι στο δωματιο μου και το οραμα του Νησιου ειναι τοσο δυνατο που βαζω την πυτζαμα μου χωρις να το καταλαβω, ειναι λες και με ντυνουν δυο τεραστια χερια, δυο χερια τοσο μεγαλα που ο πονος χτυπιεται εξω απο τις παλαμες τους αλλα δε μπορει να με φτασει μεσα, και απλωνει τα βρωμερα πρασινα μπρατσακια του και μου κανει κωλοδαχτυλα με μισος. Ειμαι τοσο εξαντλημενη που δε ζηταω καληνυχτοφιλακια, κρεβατιαζομαι και ξαναβαζω το χερι στην κοιλια μου προληπτικα, μπας και παθω αναρροφηση στον υπνο μου. Κλεινω το φως και μεσα στο σκοταδι βλεπω μικρα κομματια απο πλασμιδια να χορευουν στο υπεριωδες λες και παιζουν στη Φαντασια. Παραληρημα, ονειρο, Ή ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ τελικα, ας μου πει καποιος γιατι αρχιζω να φοβαμαι.