Monday, August 27, 2007

Σκηνικο Για Τρεις Θλιμμενους Θαλασσινους Ανεμους

Τις ασχημες μερες με κυνηγαει το ψαρι. Τις καλες μερες δε με ψαχνει και με αφηνει να κοιμηθω. Στις κακες ωρες ομως το βλεπω μεσα στο νιπτηρα να κανει φουσκακια κατω απο το σαπουνονερο και παγωνει το αιμα μου. Τοτε θυμαμαι οτι εχει κοπει και κολυμπαει πια οπου θελει, το φριχτο, το απαισιο, το τρομακτικο ψαρι.

Το ψαρι αρχισα να το σκεφτομαι προπερσυ το χειμωνα. Διαβαζα για τις φαλαινες και τα μωρακια τους που μιλανε και το πιανει το ρανταρ και μετα θυμηθηκα και το αλλο βιβλιο, που η στεναχωρημενη φαλαινα βυθυζοταν για μερες, σαν ουρανοξυστης που πεφτει κατω απο το νερο. Σκεφτηκα ποσο λυπητερο ειναι αυτο, ανοιξα το ενα ματι μου και ειδα μαυρα νερα και ολοκληρα τειχη απο φυκια με διαφανες γαριδες πανω να με παρατηρουν να κατεβαινω αργα προς αυτα τα υποθαλασσια ρηγματα που ειναι λεει πιο μεγαλα απο ολα τα βουνα και ολα τα συννεφα και δενξερωτι. Επεφτα τοσο εξαντλημενη που δεν προσπαθουσα καν να πιαστω απο καπου, μονο καταλαβαινα το νερο να κρυωνει και να κρυωνει και ηξερα οτι ολη η κολαση και ακομα παραπερα με περιμενε κατω κατω. Ετσι με επιασε το ψαρι. Το ψαρι στην αρχη κολυμπαει ψηλα, κατω απο τον ηλιο, εκει που το νερο εχει τη θερμοκρασια του αερα, διπλα σε πελεκανους-γιγαντες και μεγαλα πλοια. Το ψαρι ειναι μικρο και δε μπορει να κολυμπησει πολυ καλα, και ετσι ολοι οσοι το αγαπανε το κρατανε με μακριες κορδελες που εχουν δεσει φιογκακια στην κοιλια του. Το κοιτουσα να πηγαινοερχεται χαρουμενο σαν το ζυμαρουλη της Πιλσμπουρι, και μετα το ψαρι με ειδε, εμεινε για μια στιγμη ακινητο διπλα σε ενα μεγαλο φυκι τσουληθρα, και η πρωτη κορδελα λυθηκε με τον ηχο που κανει η πετονια οταν σπαει. Το ψαρι γυρισε αναποδα τρομοκρατημενο και ειδε τον πρωτο του αγαπημενο να κοιταζει απορημενος την κομμενη κορδελα. Ετσι αρχισαν να φευγουν οι κορδελες και το ψαρι χανει τον ηλιο και τα κουβαδακια και φωναζει να το ξαναπιασουν. Ολοι ομως το κοιτανε, μια αυτο και μια τις κορδελες στα χερια τους, και κανεις μα κανεις δε βουταει πισω του. Κλαινε τα ψαρια, αυτο θελω να μαθω, ειμαι σιγουρη οτι αυτο εκλαιγε. Ουτε οι καρχαριες δεν του ορμησαν, τοσο μιζερο ηταν αυτο το ψαρι που περιγραφω. Ουτε οι μεγαλες μεδουσες ουτε τα ζωακια μεσα στα κοχυλια. Ενα ασπρο ψαρι γλιστραει καθετα μεσα στο σκοταδι με απειρες κομμενες κορδελες γυρω του, το ψαροχταποδι της λυπης. Κι’ισως εγω να ειμαι πια αυτος ο λυκανθρωπος των αστραπων και ισως να φοβασαι οτι κανεις δε θα προλαβει να σε ξαναπιασει, το καταλαβαινω αυτο ρε ψαρι. Μη νομιζεις οτι δεν το καταλαβαινω.

Το ψαρι εχει ενα μοναδικο σκοπο. Θελει να με κανει να στεναχωρηθω. Ειναι λες και ειμαι στο φαραγγι κατω απο τη θαλασσα και το ψαρι βυθιζεται πανω απο το κεφαλι μου. Ερχεται σαν κομητης με λεπια, με αλγες κρυμμενες στα βραγχια του που ολες τραγουδανε με φωνες παππουδων, και ολες λενε το ιδιο πραγμα. Τον Ορφεα, ψελνουν τα βλαμμενα αυτα μονοκυτταρα, ποτε -μα ποτε- τιποτα δεν τον επαρηγορησε για την διπλην απωλεια της Ευριδικης και το ψαρι συνεχιζει να με πλησιαζει σαν να μην εγινε τιποτα. Και βγαινουν μαχαιρια απο τα βραγχια και παλι κομματιαζεται ο Ορφεας, και πεφτει σε μικρα κομματια σαν τις Λεοντιδες μεχρι τη σκοτεινη αμμο που καθομαι. Το κυριοτερο ειναι οτι απο το κεφαλι σου και απο τις σκληρες παρθενες της Θρακης δε σε σωζει τιποτα. Ο πονος φευγει, ο πονος εχει και ορια και λογικη οπως καταλαβες, αλλα οτι μενει κρυβεται εκει που δε φτανουν τα ματια σου. Βασικες αρχες μεταφυσικης νευροφυσιολογιας: θα κοιμηθεις, που θα μας πας μωρο μου, Τομος 1. Και κοιμαμαι στο τελος. Εχω φτασει να κοιμαμαι με βαρδιες και σφεντονα. Με λυκακια και τραγουδια που μου λεγε η μαμα μου. Μια φορα θυμαμαι μ’αγαπουσες, τωρα αυπνια. Καραουλι ομως το ψαρι. Ξεχναω το διαβασμα, ξεχναω τις φωτιες που κανουν κυκλους γυρω απο τα παντα, ξεχναω το Αριστοτελειο και τις εξι Σεπτεμβρη με τη Φυσιολογια 2, αλλα το ψαρι δε με ξεχναει. Αντι να δεις και συ ενα υποσυνειδητο μονοπρακτο σαν ανθρωπος. Αυτα που συμβαινουν στον υπνο μου με τραυματιζουν σε βαθμο που ειμαι διατεθειμμενη να πιστεψω οτι η ψυχολογια (Λυσιμαχος: η Μαριλιζα εννοει ψυχαναλυση) ειναι επιστημη, «θα το πιστεψω», ουρλιαζω στο ψαρι, «θα το πιστεψω αν προκειται να τα παρει απο πανω μου». Αλλα παντα προσπερναω μια λεπτομερεια. Το ψαρι δεν εχει επιλογη, το ψαρι μπορει μονο να πεφτει, το ψαρι θα ξεχασει μονο οταν το πιασει καποιος απο τις κορδελες του και του αρχισει τα γλυκολογα. Ξεκινησε νυχτα και σκοτωσε ολα τα ονειρα αυτο το αγαλμα, γλυκο μου αγαλματενιο ψαρι. Και συνεχιζει να ειναι βραδυ και να μην ξυπναω. «Ρε πουστη μου» μονολογει το ψαρι που χανεται, «βαμμενη την εχουμε τελικα».


Το ψαρι συνεχεια κανει προσθεσεις. Προσθετει βαθη οσο πεφτει και προσπαθει να δει ποσο μπορει να βυθιστει χωρις να παρει ανασα. Το καταπληκτικο ειναι οτι τιποτα δεν του φαινεται τρομακτικο σε αυτο το θεσπεσιο βαθος, καταλαβαινει οτι ολη η φοβερα σε χτυπαει οταν σπανε οι κορδελες σου, μετα σοβαρευεσαι και το βλεπεις επιστημονικα. Το ψαρι μπουκωνεται αυγα απο χελια και πρασινο πλαγκτο οσο πεφτει για να μην πειναει. Το ψαρι βγαζει μια μικρη μεζουρα και μετραει πτερυγια για να ξερει ποια ψαρια να φοβαται. Το ψαρι αφηνει τις κορδελες να το τραβανε για να μην κουραζεται. Το ψαρι συγχωρει ολα τα χερακια που δεν αντεξαν το βαρος του. Ενω Εκαβη –σ’αυτηνα την περιπτωση- ητανε η μεγαλη, η φοβερη σκια του εγκεφαλου μου, λεει μονο του και οι κορδελες πιανουν τις λεξεις και τις στελνουν πισω στα νερα του ηλιου, εκει που υπαρχουν μονο συγνωμες και βρωμιες απο τα πλοια. Μιλουσε μια αλλη γλωσσα το ψαρι, την ιδιαζουσα διαλεκτο μιας λησμονημενης πολης, της οποιας και ηταν, αλλωστε ο μονος νοσταλγος, που λεει και ο Νικος. Αυτο ειναι που δεν ξεπερνιεται, η νοσταλγια για κατι που θυμασαι μονο εσυ απο ολο τον κοσμο, την ωρα που τα πλοια συνεχιζουν για Παρο-Ναξο-Σικελια. Στον υπνο μου παραμιλαω μονο για σενα, ξεχασμενη πολη, οι κορδελες με ζαλιζουν και νομιζω οτι ειμαι παλι εδω. Το ψαρι εχει ποδια, και οι κορδελες σερνονται πισω μας οσο με πηγαινει βολτες σε μερη που αναγνωριζω και υποφερω τοσο πολυ που ορκιζομαι οτι μολις ξυπνησω δε θα ξανακοιμηθω που να παγωσει η κολαση. Με φτανουν οι φωτιες απο το σπιτι μου, και ας ειναι τοση Ευρωπη μακρια. «Αληθεια μου λες?» με ρωταει το ψαρι. «Αληθεια, να πεθανω», και φιλαω σταυρο. Τοτε με λυπαται και η αμμος γινεται το σεντονι μου με τα λιλα λουλουδακια. Να τυλιγεσαι με λιλα λουλουδακια και το Μανι μισοκοιμισμενο με την προβοσκιδα του στο χερι σου και να ξαναγινεται μερα. Τη μερα ολα ειναι ενταξει γιατι το ψαρι πιανεται απο τα κλαδια των δεντρων που φυτρωνουν εννιακοσια χιλιομετρα κατω απο το νερο. Τη μερα οι πυτζαμες μου θελουν διπλωμα και το ενδοκρινικο συστημα αλλη μια επαναληψη και που’σαι, ψαρι? Τα λεγαμε (τη μερα).


Θα’ρθω στα μουσικα τρισαγια της οργης σου, βουβος και ασκεπος, με χερια να μετρουν τα χρονια, να σου ραβδισω μες τα ματια σου τα χιονια που λαμπουνε σπαρμενα ναφθαλινη και αστρα, φυγε απο πανω μου ψαρι. Το εννοω.


Οριστε, ξανακοιμαμαι, δε φοβαμαι τιποτα. Κοιτα πως κοιμαμαι, κοιτα τι ομορφη που ειμαι με τα μαλλια μου ανακατεμενα στο μαξιλαρι, κοιτα πως, Χριστε μου νατο παλι. Βραδυ δε ζητουσες στο Αμπερντιν? Εγινε βραδυ. Ακουω μια θαλασσα απο σεντονια να γινονται πανια με τον αερα στις ταρατσες και μολις τα σεντονια παραμεριζουν, η πολη κατω απο τη θαλασσα. Με ναφθαλινη και αστρα, λεει. Ενα μικρο γαριδακι περπαταει μεχρι τα ποδια μου και αρχιζει να ανεβαινει τη γαμπα μου. Φτανει στο γονατο μου και καταλαβαινω πως ειναι το ενα απο τα ματια του Ορφεα που με κοιταζει με λατρεια. Αν υπαρχεις, παρε με απο δω περα, αν υπαρχεις τωρα ειναι η ωρα να το δειξεις. Το ματι του Ορφεα κοιταζει πανω απο το κεφαλι μου και βλεπω τις κορδελες να καθρεφτιζονται μεσα του. Ξερεις τι θα σου κανω? Θα κατσω εδω μεχρι να εξαντλησεις την κακια σου. Εδω μεσα θα ξαναγινω παιδακι, και μετα μωρο και μετα ενα μπαλακι στην κοιλια της μαμας μου. Το ματι συννεφιαζει και κανει μια βουτια μεχρι την πατουσα μου και το κλωτσαω μακρια. Τη μερα θα ειμαι κανονικη και τα βραδια θα σε περιμενω σε μια σερρα με κοκκινα λουλουδια με κοκκινα βελουδινα παραπετασματα, θυμασαι ψαρι? Δε θα σε συζητησω με γιατρους και αγαπημενους, θα ερχομαι μονη μου για να ειμαστε ισοι. Δειξε μου ολα οσα με τρομαζουν, δε θα κοιταω αλλου, θα δεις. Καθε βραδυ, οσο αντεξεις και οσο αντεξω να τα βλεπουμε μαζι. Εσυ θα με κανεις καινουρια, σε σενα θα χρωσταει την ευγνωμοσυνη του κι αυτος οταν θα ερθει. Εκει μεσα, σ’ αυτην την εκκλησια θε να σε παντρευτω. Γιατι εισαι ωραια, εχεις την πιο ευγενικη και υπερηφανη ψυχη, και σ’αγαπω παραφορα. Ακους? Εσυ θα το εχεις κανει αυτο. Θα μ’αγαπαει παραφορα γιατι θα εχεις ξεζουμισει ολη μου τη στεναχωρια μεχρι να με βρει ο βλακας, ο βλακας που αργησε και δε θα προλαβει και σημερα.




Γι’ αυτο και τα ποιηματα μου ειν’ τοσο πικραμενα
Κι’ ειναι
-προ παντων-
και
τοσο
λιγα.




(μπλεγμενος στις κορδελες σημερα το βραδυ ηταν και ο Νικος Εγγονοπουλος, μην ξεχνιομαστε. ηταν ο τριτος ανεμος.)



συγνωμη, ξεχαστηκα, μουσικουλα.











.

Wednesday, August 15, 2007

Μα Δε Θα Σ'αφησω Σκλαβα Του Μαχαραγια

Καλα, η μοναδικη σου απορια ειναι γιατι μου αρεσει να πλενω τα πιατα? Απο ολα αυτα που σου ειπα αυτο σε παραξενεψε?

Επλενα τα πιατα χθες το απογευμα. Ειχα φτιαξει τορτελινια και φρουτοσαλατα και γινοταν χαμος στην κουζινα. Χαζολογουσα γιατι εκανα δαχτυλοκουκλακια μεσα στη σαπουναδα και αρχισαν να με πιανουν τα νευρα μου για το γραψιμο και τη δουλεια που με περιμενε πανω. «Οχι», σκεφτηκα, «δε θα ξανανεβω ποτε στο δωματιο μου και ετσι δε θα ξαναεχω ποτε τοση κουρασενια κουραστικη δουλεια». Σκεφτομουν τα προτερηματα του να ζεις μεσα στην κουζινα, ειναι σαν να σε βρισκει το πυρηνικο μανιταρι μεσα στο σουπερμαρκετ, κοινως ειναι ενα ειδος μπεστ ουορστ κεις σεναριου. «Θα σε Σροντιγκερογατιασω υπνοδωματιο, δεν υπαρχεις ρε, δεν υπαρχεις, παιρνω τον τριτο παρατηρητη και τον παω Ψυρρη για καβουροψιχα». Η Χριστινα αρχισε να γελαει μεσα στο κεφαλι μου και εμεινα για λιγο ακινητη με τις σαπουναδες και το σφουγγαρι μετεωρο και τη χαζευα. Τα πεθυμισματα που προκαλει η αδερφη μου ειναι εκθετικα βιαιοτερα απο τους καυγαδες της, αυτο μου ειναι πασιγνωστο. Την ειδα κανονικη, οχι στα ψεματα, την ειδα οπως ερχεται οταν μου λειπει το περισσοτερο, την ειδα να καθεται στο μαρμαρινο παγκο και να πινει κοκακολα απο ενα τεραστιο ποτηρι για μπραντυ. «Τιτου σε πεθυμησα» της ειπα, και εκεινη επιασε απο τον παγκο το κινητο της και το διαβασε στο μηνυμα που της εστειλα. Την αφησα να καθεται μαζι μου και συνεχισα να πλενω τα πιατα. Μολις εγιναν ολα καθαρα επιασα και το απολυμαντικο φσουτ φσουτ και ετοιμαστηκα να γενοκτονησω καθε μικρουλι αντερ δε σαν, οταν ειδα το μαμουνι.

Το μαμουνι ανεβαινε στα πλακακια πισω απο τη βρυση με τοσοδουλικα αργα βηματακια. Καθε τρια βηματα επεφτε πισω αλλα δεκαπεντε, γιατι το μαμουνι ειχε στην πλατη του μια μεγαλη σταγονα νερου που το εκανε να φαινεται σαν να φοραει αδιαβροχο. Αυτο που εκανε το μαμουνι πραγματικα ακαταμαχητο ηταν που συνεχιζε να ανεβαινει τα καταραμενα τα πλακακια, διακοσιες φορες και αλλες τοσες, να γλιστραει και να μην σταματαει καν, να ξαναπλωνει τα εξι ποδια του και να κανει τα τρια καταδικασμενα βηματα προς το καπου που ηθελε να παει. Οσο το παρατηρουσα στεγνωσα τα χερια μου και μου εβαλα ενα σμουδι. Μετα καθησα διπλα στη Χριστινα και το κοιτουσαμε και οι δυο. Μεχρι να τελειωσει το σμουδι μου το μαμουνι ειχε καταφερει να ανεβει ενα σπιρτο πανω απο τη βρυση και λυπηθηκα. Πηρα ενα ματσο χαρτι κουζινας και του εκανα ενα σκαλοπατακι και το μαμουνι ανεβηκε και εκατσε ησυχο. Με το υπολοιπο χαρτι του κανα πατ πατ στην πλατη και πηρα το νερο. Το μαμουνι ομως ηταν τοσο μικρο που κολλησε και αυτο στο χαρτι με την πλατη και κουνουσε τα ποδια του σα διαβολεμενο εξαποδο μωρο. «Σιγα, μας γκρεμισες, περιμενε» του ειπα και το ξεκολλησα. «Μιλ μερσι» απαντησε το μαμουνι.

Οριστε?

Παντα βλεπω στις ταινιες που γινεται κατι πραγματικα εγκεφαλοταριχευτικο και ολοι ουρλιαζουν με την οργανικη διαυγεια που υπαγορευει ο τρομος, σαν ανθρωπινες φωτοβολιδες που θα τραβηξουν πανω τους αρκετη προσοχη για να σωθουν. Εγω το μονο που προλαβαινω να κανω γενικα ειναι να βγαλω εναν ηχο εκπληξης και να σφιχτω ολοκληρη σα σταφιδα. Αυτο εκανα και στην ησυχια που ακολουθησε τις δυο λεξεις του μαμουνιου. Καθομουν σα δερματινο αγαλμα πανω απο ενα βουνο χαρτιου κουζινας και ενα γυαλιστερο μαμουνι, η σκηνη ηταν τοσο ξεκαθαρη που αν μας ζωγραφιζαν σε καρτουν θα εκαναν ακτινουλες γυρω απο το μαμουνι για να δειξουν την αδιαφιλονικητη σημασια του εκεινη τη στιγμη στο χωρο. Το μαμουνι γυρισε ανασκελα για να με παρατηρει καλυτερα. «Σας ευχαριστω», ειπε με την ιδια βαθια και μικρουλα φωνη μαζι, «Με σωσατε απο το φριχτο Νερο, ειστε ο αγαπημενος μου ανθρωπος.» Καταφερα να συνελθω αρκετα για να βαλω τη μουρη μου στο ιδιο επιπεδο με την κορυφη του χαρτινου σωρου και να το κοιταξω απο κοντα με τοση συγκεντρωμενη φρικη που αρχισα να ζαλιζομαι. «Νατο, εδω ειμαστε, ακουω μια πασχαλιτσα να μιλαει, ωραια, τουλαχιστον δε θα χρειαστει να ξαναδιαβασω στη ζωη μου» σκεφτομουν, και μαζι ηξερα οτι δεν το φανταζομαι, οι παραισθησεις εχουν παντα αυτο το πορτοκαλι χρωμα και τον ησυχο ρυθμο που ειλικρινα δεν ειχε το ανασκελιασμενο μαμουνι μπροστα στη μυτη μου. ¨

«Θα το παρω λογικα το ζητημα», ειπε ενας απο τους εγκεφαλικους λοβους μου.

«Ναι, παρτο λογικα αλλα ψιλογρηγορα γιατι δε σε βλεπω να καθεσαι κατω απο τη μπαρα για πολυ ακομα» ειπε η παρεγκεφαλιδα μου.

«Σκασμος ολοι» απαντησα απεξω μου και ξανακοιταξα το μαμουνι. «Μηπως εισαι...ο... Καφκα?», το ρωτησα με ολη την περηφανεια μου που εδινα σημασια στη Χριστινα οταν μου ανελυε την πλοκη της Μεταμορφωσης. Το μαμουνι αρχισε να κανει εναν ηχο αναμεσα σε βουητο και βηχαλακι και να κυλιεται δεξια και αριστερα σαν τρελο. Πεταχτηκα πισω και επιασα το ψωμομαχαιρο μπας και μου χρειαστει, οταν καταλαβα πως το μαμουνι ειχε λιωσει στα γελια. «Ειμαι πολυ γερικος για να ειμαι ο Καφκα, δεσποινις» απαντησε με βραχνη φωνη, «και επισης δε σας αξιζε το λυπητερο σας εξαρι στη Μορφολογια Ασπονδυλων, τα Blattodea ειναι κατατι ογκοδεστερα». Ντραπηκα τοσο πολυ που τα αυτια μου αρχισαν να πρηζονται. «ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΗΣΟΥΝ ΜΩΡΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΙ, ΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΩ ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ» ειπα χωρις να παρω ανασα και εβαλα δευτερη, διπλη δοση σμουδι. «Συμφωνοι, να με συγχωρειτε» απαντησε διασκεδασμενο. «Σμουδι?» το ρωτησα καπως πιο ηρεμη και του εβαλα μια σταγονα πανω στον παγκο διπλα του. Το μαμουνι εβαλε ενα ποδαρακι μεσα στο σμουδι και το περασε αναμεσα στις δαγκανες του. «Πεντανοστιμο, αλλα οχι καλυτερο απο το σορμπε βιολετας» ειπε κουρασμενα. «Το ποιο?» ρωτησα ξαφνιασμενη, λες και ειχε περασει απο μπροστα μου μια κυρια με γουνα που καποιος ψιθυρισε οτι ειναι δεκατη τεταρτη γενια των Βαλουα. «Τις απολογιες μου για δευτερη φορα, να συστηθω» ειπε το μαμουνι ξαφνικα σοβαρεμενο και σηκωθηκε στα δυο πισω ποδια του. «Ειμαι το Αυτοκρατορικο Μαμουνι του Μπαχρειν, πρωην Πριγκηπατο της Ρουμπαλχαλιλης και ακομα πιο πρωην Εμιρατο του Τιποτα» υποκλιθηκε, και απο το βαρος του θωρακα του εκανε μια μικρη τουμπα μεχρι το μπουτι μου. «Και να σκεφτειτε οτι εχω ζησει και τις τρεις αλλαγες του ονοματος» συμπληρωσε καθως ξαναβρηκε την ισορροπια του. «Η πρωτη εποχη του βασιλειου ηταν η λαμπροτερη και χειροτερη μαζι, λεγοταν οτι το Εμιρατο ηταν τοσο υπεροχο που κανεις δεν εβρισκε ονομα αξιο να το περιγραψει και ετσι ολοι εκαναν μια μικρη παυση αντι για λεξη. Αυτο δημιουργησε πρακτικα εμπορικα προβληματα, για να μην αναφερω το χαμο με τα ταχυδρομικα περιστερια. Ακομα βρισκουν ερωτικα γραμματα μας στις στεππες.»

«Και δηλαδη...εκει εννοω, ειστε...ειστε ολοι μαμουνια?»

Το μαμουνι ξαναρχιζει να γελαει, ρολαρει και σκαει πανω στο ποτηρι μου. Μενει για λιγο ακινητο, ζαλισμενο απο το χτυπημα και βρισκω την ευκαιρια να το παρατηρησω μεγενθυμενο μεσα απο το γυαλι. Ειναι καταμαυρο σα μελανι εκτος απο ενα σημαδι σε σχημα αυγου στο κεφαλι του, που ειναι μεγαλυτερο απο το θωρακα σαν τουρμπανι, στο χρωμα της ακουαμαρινας. Το κοιταζω απο πιο κοντα και η καρδια μου λιωνει, γιατι το παραμυθενιο αυτο μαμουνι εχει ενα τοσοδα μυτερο ασπρο μουστακακι και απο τρεις ασπρες βλεφαριδες σε καθε ματι του. Συνερχεται και συνεχιζει να μιλαει ενω το μεταφερω απο την κουζινα στο μπανιο για να κανω πιπι και μετα στο σαλονι, που ξαπλωνω στον καναπε και το βαζω να κατσει στην κοιλια μου.

«Τα κολεοπτερα ειναι τα ιερα εντομα του βασιλειου. Οι ιστοριες μας λενε οτι ο πρωτος μαχαραγιας περπατουσε διπλα στη λιμνη με τις ασπρες κλαιουσες οταν του επιτεθηκαν οι σκιες μεσα απο τα δαση με τα καλαμια που φυτρωναν στο νερο. Τοτε οι πετρες εβγαλαν φτερα και επεσαν σαν βροχη πανω στα μαυρα πνευματα και τον εσωσαν. Εμεις ημασταν αυτες οι πετρες, και η ιστορια που σας λεω ειναι υπεραληθινη, ημουν η δωδεκατη πετρα που σηκωθηκε μετα τους σεβασμιους παππουδες μου που δε ζουν πια. Ο πρωτος αυτος μαχαραγιας, ο Ελ-Μαχαρ ο Πρωτος, υπεγραψε τη συνθηκη της προστασιας μας απο καθε φυσικο εχθρο, το γνωστο Ιπταμενο Συμφωνητικο του ’11.»

«Ελ-Μαχαρ σημαινει κατι ιπποτικο, οπως Προστατευμενος η Εκλεκτος?» ρωταω συνεπαρμενη.

«Η ακριβης του μεταφραση ειναι Κωλοφαρδος» απανταει σκεπτικο το μαμουνι και με πιανει ενας λοξυγγας γελιου που το κανει να σνοουμπορνταρει μεχρι το αυτι μου και να βολευτει εκει για να συνεχισει. Η φωνη του μπαινει μεσα στο κεφαλι μου σε ησυχα μικρα κυματα και μολις κλεινω τα ματια μου βλεπω μια εσωτερικη αυλη γεματη πορτοκαλιες-νανους και φτερες με φυλλα περασμενα με μυρρο και χρυσοκλωστες.

«Η κακη ιστορια ξεκιναει με το δευτερο μαχαραγια. Το μεγαλυτερο παιδι απο δεκαοκτω αδερφια, και η μεγαλη αγαπη της πρωτης Μητερας. Το χτικιο μπηκε στον κοσμο στην αυλη που καθομαστε, εκει που το αγορι βλεπει τη μητερα του να φτιαχνει πορτοκαλανθρωπους για τις αδερφες του. Τον παρατηρουσα καθισμενος στον ωμο της τεταρτης αδερφης του, κοιτουσε τα δαχτυλα της μητερας του και εσκυβε στο βιβλιο του και εγραφε εκατονταδες φορες τις λεξεις λευκη και χρυσαφια γυρω απο τα ποιηματα του Σααντι. Τις νυχτες κρυβοταν μεσα στα κεντημενα πεπλα γυρω απο το κρεβατι της και κοιτουσε το σωμα της να κολυμπαει κατω απο μουσλινες και αλπακα, και εγω τον προσεχα για να μην της ορμηξει μεσα στους ιλιγγους του. Οσο μεγαλωνε, μεγαλωνε και ο φοβος μου για το κακο που εκρυβε κατω απο την καρδια του, και εκρυβα τα σπαθια του να μην τα βρισκει αν τα χρειαστει. Και ηταν πετρινος, σας το ορκιζομαι, την περιμενε με τετοια υπομονη που μαυριζαν τα ματια μου. Η θεση μου στο Αυτοκρατορικο Συμβουλιο μου επετρεπε να αποτρεπω τις μεγαλες θυελλες, αλλα εκεινη το ηξερε και ηταν τρομοκρατημενη. Δεν εμενε ποτε μονη με το γιο της, του βρηκε μια εκπληκτικη συζυγο και τον απομακρυνε απο κοντα της με την αποφασιστικοτητα που δινει η γνωση της επικειμενης φρικωδιας. Τη νυχτα που πεθανε ο πατερας του εσπασε τις πορτες του καλοκαιρινου παλατιου και τη βρηκε να τον περιμενει με ενα στιλετο να αιωρειται πανω απο το στηθος της. Το πρωτο του βημα μεσα στην καμαρα της εσπασε την αλυσιδα που το κρατουσε και του χαμογελασε θριαμβευτικα το τελευταιο της χαμογελο. Εκει αρχισε να μας κυνηγαει το Συννεφο, απο το πρωτο αιμα που κερδισε αδικα η αγαπη.»

Το μαμουνι αλλαζει θεση για να αποφυγει τα αυλακια απο κλαματα που φτανουν απο τα μαγουλα μου και νιωθω ενα μικρο φιλακι μεσα στο αυτι μου.

«Η υπολοιπη σειρα των αρχοντων μας γεννηθηκε και μεγαλωσε μεσα στο Συννεφο. Ολοι τους ειχαν την αρρωστια του ερωτα και τρωγοντουσαν ενας ενας. Ο Εκτος με τις εβδομηντα γυναικες του που τις κρατουσε χτισμενες μεσα σε ρωγμες τοιχων για να μη γερνανε. Ο Ενατος που φυτεψε μαυρες δαλματικες ιριδες στον ταφο της μαχαρανης που δηλητηριαζαν τα χειλια και γεμιζαν τα πνευμονια με αγκαθινα φυλλα, και την επομενη μερα ολο το βασιλειο ηταν σπαρμενο με τα γαλαζια πτωματα των εραστων της που πηγαν κρυφα τη νυχτα να φιλησουν το χωμα που τη σκεπαζε. Ο Δεκατος Τεταρτος, που σκοτωσε το ταιρι του πανω στη λυσσα του και πεταξε ολους τους ερωτευμενους εφηβους στην πυρρα της για να διωξει τον Ερωτα απο πανω μας. Ο Τριακοστος Πρωτος, που στα ογδοντα του παντρευτηκε μια δωδεκαχρονη Περσιδα και την φυλαγε σε ενα μεγαλο κλουβι με κορυδαλλους, και οταν εκεινος πεθανε ξεχαστηκε και τη βρηκαν χρονια μετα, γυμνη και γρια τυλιγμενη με τα μαλλια της, με φτερα αντι για δερμα. Ο Τεσσαρακοστος Πεμπτος που ετρωγε μικρες φλουδες απο τα δερματα των αγαπημενων του για να μπορει να τις ανιχνευει στις ανασες των νεοτερων πριγκηπων. Κανεις, κανεις δε σωζεται. Καταλαβαινετε τι σας λεω, κοριτσακι? Καμια απο τις λατρεμενες και τις ιερες, καμια απο τις ανεγγιχτες. Ολες επεσαν μεσα στα σκοταδια.»

Ξαφνικα καταλαβα γιατι ηρθε το μαμουνι.

Σηκωθηκα ηρεμα και το αφησα να περπατησει στην παλαμη μου. Για τριτη φορα το κοιταξα απο πολυ κοντα, οσο μπορουσα να το δω μεσα απο τα κλαματα. «Δε θα ξανατιμωρηθω απο κανενα, αν αυτο ηρθες να επιβλεψεις» του ειπα με σπασμενη φωνη. «Την επομενη φορα δε θα με πειραξει κανεις».

«Μα εγω», ειπε εκεινο λυπημενα, «Εγω δεν ειμαι υπηρετης των Τυρρανων, αγαπημενη μου, εγω ειμαι ο φυλακας των ψυχων που υποφερουν απο αυτους», και κρυφτηκε κατω απο την πυτζαμα μου.




Εισαι γυναικαρα ρε Ζαϊρα





.