Monday, August 27, 2007

Σκηνικο Για Τρεις Θλιμμενους Θαλασσινους Ανεμους

Τις ασχημες μερες με κυνηγαει το ψαρι. Τις καλες μερες δε με ψαχνει και με αφηνει να κοιμηθω. Στις κακες ωρες ομως το βλεπω μεσα στο νιπτηρα να κανει φουσκακια κατω απο το σαπουνονερο και παγωνει το αιμα μου. Τοτε θυμαμαι οτι εχει κοπει και κολυμπαει πια οπου θελει, το φριχτο, το απαισιο, το τρομακτικο ψαρι.

Το ψαρι αρχισα να το σκεφτομαι προπερσυ το χειμωνα. Διαβαζα για τις φαλαινες και τα μωρακια τους που μιλανε και το πιανει το ρανταρ και μετα θυμηθηκα και το αλλο βιβλιο, που η στεναχωρημενη φαλαινα βυθυζοταν για μερες, σαν ουρανοξυστης που πεφτει κατω απο το νερο. Σκεφτηκα ποσο λυπητερο ειναι αυτο, ανοιξα το ενα ματι μου και ειδα μαυρα νερα και ολοκληρα τειχη απο φυκια με διαφανες γαριδες πανω να με παρατηρουν να κατεβαινω αργα προς αυτα τα υποθαλασσια ρηγματα που ειναι λεει πιο μεγαλα απο ολα τα βουνα και ολα τα συννεφα και δενξερωτι. Επεφτα τοσο εξαντλημενη που δεν προσπαθουσα καν να πιαστω απο καπου, μονο καταλαβαινα το νερο να κρυωνει και να κρυωνει και ηξερα οτι ολη η κολαση και ακομα παραπερα με περιμενε κατω κατω. Ετσι με επιασε το ψαρι. Το ψαρι στην αρχη κολυμπαει ψηλα, κατω απο τον ηλιο, εκει που το νερο εχει τη θερμοκρασια του αερα, διπλα σε πελεκανους-γιγαντες και μεγαλα πλοια. Το ψαρι ειναι μικρο και δε μπορει να κολυμπησει πολυ καλα, και ετσι ολοι οσοι το αγαπανε το κρατανε με μακριες κορδελες που εχουν δεσει φιογκακια στην κοιλια του. Το κοιτουσα να πηγαινοερχεται χαρουμενο σαν το ζυμαρουλη της Πιλσμπουρι, και μετα το ψαρι με ειδε, εμεινε για μια στιγμη ακινητο διπλα σε ενα μεγαλο φυκι τσουληθρα, και η πρωτη κορδελα λυθηκε με τον ηχο που κανει η πετονια οταν σπαει. Το ψαρι γυρισε αναποδα τρομοκρατημενο και ειδε τον πρωτο του αγαπημενο να κοιταζει απορημενος την κομμενη κορδελα. Ετσι αρχισαν να φευγουν οι κορδελες και το ψαρι χανει τον ηλιο και τα κουβαδακια και φωναζει να το ξαναπιασουν. Ολοι ομως το κοιτανε, μια αυτο και μια τις κορδελες στα χερια τους, και κανεις μα κανεις δε βουταει πισω του. Κλαινε τα ψαρια, αυτο θελω να μαθω, ειμαι σιγουρη οτι αυτο εκλαιγε. Ουτε οι καρχαριες δεν του ορμησαν, τοσο μιζερο ηταν αυτο το ψαρι που περιγραφω. Ουτε οι μεγαλες μεδουσες ουτε τα ζωακια μεσα στα κοχυλια. Ενα ασπρο ψαρι γλιστραει καθετα μεσα στο σκοταδι με απειρες κομμενες κορδελες γυρω του, το ψαροχταποδι της λυπης. Κι’ισως εγω να ειμαι πια αυτος ο λυκανθρωπος των αστραπων και ισως να φοβασαι οτι κανεις δε θα προλαβει να σε ξαναπιασει, το καταλαβαινω αυτο ρε ψαρι. Μη νομιζεις οτι δεν το καταλαβαινω.

Το ψαρι εχει ενα μοναδικο σκοπο. Θελει να με κανει να στεναχωρηθω. Ειναι λες και ειμαι στο φαραγγι κατω απο τη θαλασσα και το ψαρι βυθιζεται πανω απο το κεφαλι μου. Ερχεται σαν κομητης με λεπια, με αλγες κρυμμενες στα βραγχια του που ολες τραγουδανε με φωνες παππουδων, και ολες λενε το ιδιο πραγμα. Τον Ορφεα, ψελνουν τα βλαμμενα αυτα μονοκυτταρα, ποτε -μα ποτε- τιποτα δεν τον επαρηγορησε για την διπλην απωλεια της Ευριδικης και το ψαρι συνεχιζει να με πλησιαζει σαν να μην εγινε τιποτα. Και βγαινουν μαχαιρια απο τα βραγχια και παλι κομματιαζεται ο Ορφεας, και πεφτει σε μικρα κομματια σαν τις Λεοντιδες μεχρι τη σκοτεινη αμμο που καθομαι. Το κυριοτερο ειναι οτι απο το κεφαλι σου και απο τις σκληρες παρθενες της Θρακης δε σε σωζει τιποτα. Ο πονος φευγει, ο πονος εχει και ορια και λογικη οπως καταλαβες, αλλα οτι μενει κρυβεται εκει που δε φτανουν τα ματια σου. Βασικες αρχες μεταφυσικης νευροφυσιολογιας: θα κοιμηθεις, που θα μας πας μωρο μου, Τομος 1. Και κοιμαμαι στο τελος. Εχω φτασει να κοιμαμαι με βαρδιες και σφεντονα. Με λυκακια και τραγουδια που μου λεγε η μαμα μου. Μια φορα θυμαμαι μ’αγαπουσες, τωρα αυπνια. Καραουλι ομως το ψαρι. Ξεχναω το διαβασμα, ξεχναω τις φωτιες που κανουν κυκλους γυρω απο τα παντα, ξεχναω το Αριστοτελειο και τις εξι Σεπτεμβρη με τη Φυσιολογια 2, αλλα το ψαρι δε με ξεχναει. Αντι να δεις και συ ενα υποσυνειδητο μονοπρακτο σαν ανθρωπος. Αυτα που συμβαινουν στον υπνο μου με τραυματιζουν σε βαθμο που ειμαι διατεθειμμενη να πιστεψω οτι η ψυχολογια (Λυσιμαχος: η Μαριλιζα εννοει ψυχαναλυση) ειναι επιστημη, «θα το πιστεψω», ουρλιαζω στο ψαρι, «θα το πιστεψω αν προκειται να τα παρει απο πανω μου». Αλλα παντα προσπερναω μια λεπτομερεια. Το ψαρι δεν εχει επιλογη, το ψαρι μπορει μονο να πεφτει, το ψαρι θα ξεχασει μονο οταν το πιασει καποιος απο τις κορδελες του και του αρχισει τα γλυκολογα. Ξεκινησε νυχτα και σκοτωσε ολα τα ονειρα αυτο το αγαλμα, γλυκο μου αγαλματενιο ψαρι. Και συνεχιζει να ειναι βραδυ και να μην ξυπναω. «Ρε πουστη μου» μονολογει το ψαρι που χανεται, «βαμμενη την εχουμε τελικα».


Το ψαρι συνεχεια κανει προσθεσεις. Προσθετει βαθη οσο πεφτει και προσπαθει να δει ποσο μπορει να βυθιστει χωρις να παρει ανασα. Το καταπληκτικο ειναι οτι τιποτα δεν του φαινεται τρομακτικο σε αυτο το θεσπεσιο βαθος, καταλαβαινει οτι ολη η φοβερα σε χτυπαει οταν σπανε οι κορδελες σου, μετα σοβαρευεσαι και το βλεπεις επιστημονικα. Το ψαρι μπουκωνεται αυγα απο χελια και πρασινο πλαγκτο οσο πεφτει για να μην πειναει. Το ψαρι βγαζει μια μικρη μεζουρα και μετραει πτερυγια για να ξερει ποια ψαρια να φοβαται. Το ψαρι αφηνει τις κορδελες να το τραβανε για να μην κουραζεται. Το ψαρι συγχωρει ολα τα χερακια που δεν αντεξαν το βαρος του. Ενω Εκαβη –σ’αυτηνα την περιπτωση- ητανε η μεγαλη, η φοβερη σκια του εγκεφαλου μου, λεει μονο του και οι κορδελες πιανουν τις λεξεις και τις στελνουν πισω στα νερα του ηλιου, εκει που υπαρχουν μονο συγνωμες και βρωμιες απο τα πλοια. Μιλουσε μια αλλη γλωσσα το ψαρι, την ιδιαζουσα διαλεκτο μιας λησμονημενης πολης, της οποιας και ηταν, αλλωστε ο μονος νοσταλγος, που λεει και ο Νικος. Αυτο ειναι που δεν ξεπερνιεται, η νοσταλγια για κατι που θυμασαι μονο εσυ απο ολο τον κοσμο, την ωρα που τα πλοια συνεχιζουν για Παρο-Ναξο-Σικελια. Στον υπνο μου παραμιλαω μονο για σενα, ξεχασμενη πολη, οι κορδελες με ζαλιζουν και νομιζω οτι ειμαι παλι εδω. Το ψαρι εχει ποδια, και οι κορδελες σερνονται πισω μας οσο με πηγαινει βολτες σε μερη που αναγνωριζω και υποφερω τοσο πολυ που ορκιζομαι οτι μολις ξυπνησω δε θα ξανακοιμηθω που να παγωσει η κολαση. Με φτανουν οι φωτιες απο το σπιτι μου, και ας ειναι τοση Ευρωπη μακρια. «Αληθεια μου λες?» με ρωταει το ψαρι. «Αληθεια, να πεθανω», και φιλαω σταυρο. Τοτε με λυπαται και η αμμος γινεται το σεντονι μου με τα λιλα λουλουδακια. Να τυλιγεσαι με λιλα λουλουδακια και το Μανι μισοκοιμισμενο με την προβοσκιδα του στο χερι σου και να ξαναγινεται μερα. Τη μερα ολα ειναι ενταξει γιατι το ψαρι πιανεται απο τα κλαδια των δεντρων που φυτρωνουν εννιακοσια χιλιομετρα κατω απο το νερο. Τη μερα οι πυτζαμες μου θελουν διπλωμα και το ενδοκρινικο συστημα αλλη μια επαναληψη και που’σαι, ψαρι? Τα λεγαμε (τη μερα).


Θα’ρθω στα μουσικα τρισαγια της οργης σου, βουβος και ασκεπος, με χερια να μετρουν τα χρονια, να σου ραβδισω μες τα ματια σου τα χιονια που λαμπουνε σπαρμενα ναφθαλινη και αστρα, φυγε απο πανω μου ψαρι. Το εννοω.


Οριστε, ξανακοιμαμαι, δε φοβαμαι τιποτα. Κοιτα πως κοιμαμαι, κοιτα τι ομορφη που ειμαι με τα μαλλια μου ανακατεμενα στο μαξιλαρι, κοιτα πως, Χριστε μου νατο παλι. Βραδυ δε ζητουσες στο Αμπερντιν? Εγινε βραδυ. Ακουω μια θαλασσα απο σεντονια να γινονται πανια με τον αερα στις ταρατσες και μολις τα σεντονια παραμεριζουν, η πολη κατω απο τη θαλασσα. Με ναφθαλινη και αστρα, λεει. Ενα μικρο γαριδακι περπαταει μεχρι τα ποδια μου και αρχιζει να ανεβαινει τη γαμπα μου. Φτανει στο γονατο μου και καταλαβαινω πως ειναι το ενα απο τα ματια του Ορφεα που με κοιταζει με λατρεια. Αν υπαρχεις, παρε με απο δω περα, αν υπαρχεις τωρα ειναι η ωρα να το δειξεις. Το ματι του Ορφεα κοιταζει πανω απο το κεφαλι μου και βλεπω τις κορδελες να καθρεφτιζονται μεσα του. Ξερεις τι θα σου κανω? Θα κατσω εδω μεχρι να εξαντλησεις την κακια σου. Εδω μεσα θα ξαναγινω παιδακι, και μετα μωρο και μετα ενα μπαλακι στην κοιλια της μαμας μου. Το ματι συννεφιαζει και κανει μια βουτια μεχρι την πατουσα μου και το κλωτσαω μακρια. Τη μερα θα ειμαι κανονικη και τα βραδια θα σε περιμενω σε μια σερρα με κοκκινα λουλουδια με κοκκινα βελουδινα παραπετασματα, θυμασαι ψαρι? Δε θα σε συζητησω με γιατρους και αγαπημενους, θα ερχομαι μονη μου για να ειμαστε ισοι. Δειξε μου ολα οσα με τρομαζουν, δε θα κοιταω αλλου, θα δεις. Καθε βραδυ, οσο αντεξεις και οσο αντεξω να τα βλεπουμε μαζι. Εσυ θα με κανεις καινουρια, σε σενα θα χρωσταει την ευγνωμοσυνη του κι αυτος οταν θα ερθει. Εκει μεσα, σ’ αυτην την εκκλησια θε να σε παντρευτω. Γιατι εισαι ωραια, εχεις την πιο ευγενικη και υπερηφανη ψυχη, και σ’αγαπω παραφορα. Ακους? Εσυ θα το εχεις κανει αυτο. Θα μ’αγαπαει παραφορα γιατι θα εχεις ξεζουμισει ολη μου τη στεναχωρια μεχρι να με βρει ο βλακας, ο βλακας που αργησε και δε θα προλαβει και σημερα.




Γι’ αυτο και τα ποιηματα μου ειν’ τοσο πικραμενα
Κι’ ειναι
-προ παντων-
και
τοσο
λιγα.




(μπλεγμενος στις κορδελες σημερα το βραδυ ηταν και ο Νικος Εγγονοπουλος, μην ξεχνιομαστε. ηταν ο τριτος ανεμος.)



συγνωμη, ξεχαστηκα, μουσικουλα.











.

3 comments:

Anonymous said...

Αντε γράψε κάτι. Δε σ' αφήσαμε μόνη, μην μπερδεύεσαι. Θέλεις mail; Το πήρες. Στρώσου στη δουλειά τώρα.

Γιάννης

Anonymous said...

παρόρμηση η: ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, έντονη και ισχυρή τάση που αισθάνεται κάποιος για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης: Eσωτερική ~. Mια ξαφνική ~. Eνήργησε από ~. [λόγ. < αρχ. παρόρμη(σις) `παρακίνηση΄ -ση σημδ. γαλλ. impulsion]
[Impals] ουσ. ενστικτώδης ή παρορμητική αντίδραση, παρόρμηση, ορμέμφυτο: he acted on an impulse ενήργησε από παρόρμηση # ώθηση, ώση: the measure gave a new impulse to.. το μέτρο έδωσε νέα ώθηση σε.. # διέγερση, ερέθισμα: nerve impulse νευρικό ερέθισμα # (πληθ.) ιδ. "άνωθεν" οδηγίες για την επίτευξη συμφωνίας σε (διεθνείς) διαπραγματεύσεις # ΦΡ. impulse excitation φυσ. ωστική διέγερση § obsessive impulse ψυχολ. ψύχωση, μονομανία.

The Gardener said...

προφανως δε διαβασαμε το παρτ που εχω φιλους τους Ζηλωτες και καθαριζουμε κοσμο αβερτα. ακουσεκει ψυχωση μονιμανια ορμεφυτο *οδφ δηλαδη*.