Sunday, November 11, 2007

Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον ἠδὲ λιπαυγῆ

μουσικη στον κηπο.


Θα πω για την ωρα του μυστικου.

Οριστε πως συμβαινει. Η Αννα με αφηνει εξω απο την αυλη μας και φευγει. Εγω περπαταω ενα μικρο ημικυκλιο γυρω απο το αυτοκινητο της και φτανω στην πορτα της αυλης και την κλεινω πισω μου. Μολις ανεβω τα τρια σκαλια μεχρι την πορτα της σκαλας, η ωρα του μυστικου. Η πορτα της σκαλας εχει τζαμι και βλεπω πισω μου το δρομο οσο ψαχνω τα κλειδια μου. Τοτε ερχονται. Μεσα στη νυχτα σηκωνονται απο τις ριζες των δεντρων στο ρεμα και τους βλεπω να πιανονται απο τα κλαδια για να βρουν την ισορροπια τους. Στεκονται εξω απο την αυλη και κοιταζομαστε μεσα απο το τζαμι της πορτας και τα προσωπα τους ειναι φωτισμενα απο το φως του δρομου που δεν ειναι κιτρινο αλλα λευκο, ειναι σαν φως νοσοκομειου, αλλα μεσα στα δεντρα δε φοβαμαι καμια αρρωστια, πραγματικη η ψευτικη. Κανουμε ολοι ησυχια, τους βασανιζω μεχρι να βρω τα κλειδια μου, τους κραταω μεσα απο το τζαμι γιατι δε μπορουν να κοιταξουν αλλου. Ακουω τα ποδια τους να δινουν μικρες κλωτσιες στην πορτα, σιγανες για να μην ξυπνησει ο παππους μου. Εκνευριζονται οσο περιμενουν. Πιανω το ξυλινο αλογακι που κρεμεται στα κλειδια μου, τα τραβαω εξω και τοτε μονο εχουν δικαιωμα να ρωτησουν. Ετσι ειναι η συμφωνια. Την ωρα που ανοιγω την πορτα ζητανε να πω ενα μυστικο. Ενα μυστικο απο το βραδυ που περασα. Ολα τα υπεροχα αγορια της ζωης μου, οι καταπληκτικοι και οι αγριοι και οι παρατημενοι, ολοι στεκονται μεσα στο τζαμι και περιμενουν το μυστικο. Το μυστικο πρεπει να μοιραστει την ωρα που μπαινω στο διαδρομο για τη σκαλα, και πριν, σιγουρα πριν κλεισει η πορτα πισω μου. Αλλιως το μυστικο πιανεται στην πορτα και διαλυεται. Ειναι θεσπεσια στιγμη, το μυστικο τιναζεται σαν σαντιγυ και γινεται πολλα μικρα πεταλουδακια, τα ασπρα πεταλουδακια του ρυζιου.

Σημερα το βραδυ γνωρισα καποιον που θα ξερω μεχρι να πεθανω

Σημερα το βραδυ δοκιμασα για νιοστη φορα να πιω λιγο απο το ποτο της Αννας και ανακατευτηκα

Σημερα το βραδυ οδηγησαμε απο την Αγια Παρασκευη στα Γλυκα Νερα, στο Κορωπι, στην Παιανια, στη Βαρη, στη Γλυφαδα, σημερα το βραδυ ημουν παλι μικρο και τα χειλια του Καραμανλη κουνιοντουσαν στις αφισες του και οι βρωμικοι ανδρες στο δρομο μου φανηκαν πανεμορφοι

Σημερα το βραδυ ειδα το κοριτσι με τα πιο ομορφα μαλλια του κοσμου

Σημερα το βραδυ ακυρωθηκε η συναυλια του Χαρουλη και στεναχωρηθηκα, μεχρι που ειδα το πιο τεραστιο ηλεκτρονικο ρολοι σε ενα μεγαλο δρομο που μαλλον ηταν η Συγγρου

Σημερα το βραδυ ξαναφορεσα ενα λουλουδι στα μαλλια μου που νομιζα οτι το ειχα χασει

Σημερα το βραδυ με επιασε μια βρωμικη σκεψη για το μπαρμαν στο Χοξτον επειδη κολαστηκα απο τα τατουαζ του

Σημερα το βραδυ τρομαξα τοσο πολυ που θελω να πεθανω αυτη τη στιγμη και να σταματησω να το σκεφτομαι

Σημερα το βραδυ μου λειπει ο Λυσιμαχος και ο Στελιος

Σημερα το βραδυ ολοι ξαναηταν ηλιθιοτατοι και μπασκλασαριες

Σημερα το βραδυ η Αθηνα ειναι το πιο υπεροχο μερος στη γη και ανακαλυψα οτι ξαναγινα κανονικη

Σημερα το βραδυ εδιωξα το ψαρι


Τα αγορια δε διακρινουν τα καλα απο τα κακα μυστικα. Δεν τους ενδιαφερει το μεγεθος και το βαρος του μυστικου. Το αρπαζουν στο αερα και υποκλινονται πριν πισωπατησουν μεσα στα σκοταδια. Τα αγορια ειναι δεμενα απο το Νερο και δεν τα νοιαζουν και πολλα πραγματα. Τους κοιταζω παντα καλα καλα αν και εχω βρει το αλογακι και το κραταω μεσα στην τσαντα μου. Ειναι πολυ διαφορετικοι απο οταν τους ηξερα. Κανεις τους δεν εχει μουτρωμενο η χαρουμενο προσωπο, σημαδι οτι το Νερο επιασε. Με περιμενουν ηρεμοι, μερικοι καπνιζουν και βλεπω χρυσαφενια κυκλακια μεσα στα ματια τους. Μολις πιανουν το μυστικο, την ωρα που ακουω την πορτα να κλεινει, το εσωτερικο της παλαμης τους φωτιζεται για λιγουλακι, εκει ακριβως που βολευεται το μυστικο πριν το κρυψουν κατω απο τα ρουχα τους. Ειναι μαγικα αυτα τα αγορια, σα συμμορια μονοκερων η αλλων απιθανων πλασματων. Και τα βλεπω μονο εκει, κατω απο το σπιτι μου στον πεζοδρομο, την ωρα που ολοι οι ανθρωποι του κοσμου κοιμουνται. Στην αρχη δεν ειχα καταλαβει τι συνεβαινε με τα αγορια, τα βλεπω απο πολυ μικρη, απο την εποχη του Αγγελου δηλαδη που ηταν και ο πρωτος που την πατησα. Ο Αγγελος ηταν κρυμμενος στο φραχτη με το γιασεμι της γιαγιας του που ενωνει τις αυλες μας, εκει στη μακρινη Βερονα. Το γιασεμι εχει νεκταρ στο μισχακι του και ο Αγγελος ηταν συνεχεια με ενα γιασεμι στο στομα και με δαιμονιζε να σκεφτομαι τι γευση θα ειχε αν φιλιομασταν. Γιασεμια και παρθενικοι επιταφιοι στη Ριζαρειο, ναι καλα. Επαιζε μπασκετακι στην πισω αυλη του και ακομα και οταν ιδρωνε μυριζε γιασεμι. Και να σε λενε και Αγγελο δηλαδη. Η γιαγια του Αγγελου με ελεγε Μαιριλιζ οταν σηκωνοταν απο το γιασεμενιο της κρεβατι. Και εδω σταματας Αγγελε, και ας εισαι ο πρωτος μονοκερος. Εδω εισαι μαζι με τους αλλους, εισαι μικρουλι με καρε μαλλι και μπιεμεξ και εισαι ντυμενος στα μαυρα. Σας καταλαβα, σας εχω καταλαβει καιρο αλλα φοβομουν. Τωρα θα δειτε.

Σημερα το βραδυ το αποφασισα

Η Αννα με αφηνει εξω απο το σπιτι μου οπως παντα. Κλεινω την πορτα της αυλης και γελαω μονη μου για αυτο που θα κανω σημερα. Ανεβαινω τα σκαλια και ψαχουλευω ενω τους ακουω μεσα στα φυλλα. Στεκονται εξω απο την αυλη και περιμενουμε ολοι μαζι μεσα απο το τζαμι. Βγαζω τα κλειδια μου και ανοιγω την πορτα, περναω στο διαδρομο και παιρνω μια ανασα σαν να προκειται να πω το μυστικο. Σηκωνουν τα χερια τους σα ρακετες και ετοιμαζονται και τοτε, τοτε κλεινω την πορτα στα μουτρα μου, μενω εξω και φωναζω μεσα στο κεφαλι μου

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΕΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ

Και τρεχω καταπανω τους. Βλεπω τα προσωπα τους να αλλαζουν, βλεπω μυστηρια χαμογελα στα προσωπα των αγοριων μου και τα χερια τους απλωνονται παλι, αλλα αυτη τη φορα προς εμενα, μου ανοιγουν την πορτα της αυλης και με οδηγουν ολοι μαζι προς τα δεντρα. Η συμφωνια κρατηθηκε, φευγουν με τη Μαριλιζα κλεισμενη στα νυχια τους. Φτανουμε στα δεντρα και τους βλεπω να σκαρφαλωνουν στους κορμους και να χανονται μεσα στα φυλλα, και τοτε ο Αγγελος που εχει μεινει τελευταιος με κοιταζει, λυνει τη μικρη αγοριστικη ζωνη του και δενει τον καρπο μου και τον καρπο του. Και με ανεβαζει. Μεσα στα φυλλα, διπλα σε κοιμισμενα περιστερακια και απορημενα κοκκινα μυρμηγκια, και περα απο τα φυλλα δεν ειναι ο ουρανος οπως νομιζα, αλλα οι ριζες, τα δεντρα κλεινουν σε κυκλους απο ρετσινι και ξυλο, και εμεις κολυμπαμε κατω απο τη γη, και ο Αγγελος βυθιζεται σε υπογεια νερα με ασπρα σκουληκια με ανθρωπινα ματια.

“Ο κοσμος ετουτος, καμωμενος απο πετρες και χωμα και κρεας, αραιωσε, γινηκε διαφανος, και φανηκε απο πισω του ο αλλος, καμωμενος απο φλογες και αγγελους.”

Εκει φτανουμε, στο διαφανο κοσμο που περιγραφεις κυριε Νικο. Δε φοβαμαι, δε φοβαμαι, δεν κανει να φοβηθω και τους αγριεψω, αλλα νατα, τα μαυρα νερα των πεντε ποταμων, νατοι οι σπασμενοι κεδροι και οι τριανταφυλλιες, να το Σκυλι και να οι ανθρωποι που δεν ειναι εδω κρυφα σαν εμενα αλλα δικαια, διαφανοι σαν πεπλα, και μυριζουν πατημενα γαρυφαλλα και βρεμενο μαρμαρο. Τα αγορια με κρυβουν αναμεσα τους και περπαταμε μεσα στην Αποκαλυψη του Ιωαννη την ιδια, και η Αποκαλυψη λεει ειναι πιο ησυχη και απο την ησυχια. Το μονο που ακουγεται ειναι ο ηχος του νερου μεσα στα βραχια και το θροισμα των ρουχων χιλιαδων ανθρωπων που γονατιζουν στις οχθες με μισοκλειστα ματια, αγκαλιαζουν μικρα διαφανα παιδακια και καμπουριασμενους διαφανους παππουδες και περιμενουν. Περπαταμε με γρηγορα βηματα και οι διαφανοι ξεμακραινουν. Αναρωτιεμαι ποσο αντεχει το μυαλο τον τοσο θανατο. Φοβαμαι οτι μολις καταλαβει το κεφαλι μου που το εφερα θα κλειδωθει για τα καλα και θα με εγκαταλειψει, και μετα αντε να βρω τον τροπο να γυρισω. Γι'αυτο του μιλαω με ηρεμη φωνη και το γεμιζω με τις ομορφες σκεψεις που μαζεψα ειδικα για σημερα το βραδυ. Η οχθη στενευει κατω απο τα ποδια μου και περπαταμε στην πλατη ενος αμμουδερου φιδιου και η ουρα του χανεται σε ενα σκισιμο στο βραχο. Τα αγορια γλιστρανε μεσα στο ανοιγμα και μολις φτανει η σειρα μου να περασω, το σωμα μου παγωνει και τα δαχτυλα μου γινονται μικρα πετρινα ψωμακια, κρατιεμαι απο τους βραχους για να μη σωριαστω και βουλιαξω στα θολα νερα.

Τα λευκα αδεια ματια του Ομηρου στρεφονται καταπανω μου και εκατομμυρια ασφοδελοι ανοιγουν τα πεταλα τους και μας παρατηρουν να στεκομαστε στο ανοιγμα του βραχου. Λιβαδια, λιβαδια κατω απο τη γη, οι ριζες τρυπανε το μαυρο γρανιτη και φτανουν στο νερο της Στυγας. Ακομα και στους γκρεμους και τις χαραδρες πανω απο το κεφαλι μου, ειναι λες και ειμαι κατω απο τη θαλασσα, στεκομαστε στην ακρη ενος υπογειου υφαλου και περιμενω να δω φουσκοψαρα και δρακαινες. Τα αγορια γονατιζουν και κοβουν μικρα ανθακια για τα μαλλια μου, το αρωμα των ασφοδελων ξεγελαει τους φυλακες και σε αφηνουν να περνας. Τα λουλουδια μπερδευονται στις πλεξουδες μου, χωνονται μεχρι το δερμα του κεφαλιου μου, και ειναι αυτα που με μυριζουν, εχουν καταλαβει τον ηχο των αιματων και αναστατωνονται. Ο υφαλος ειναι ζωντανος Μαριλιζα, οι ανεμωνες δεν ειναι φυτα, μα τι λετε, και ομως, δεν ειναι φυτα. Νατο, το κεφαλι μου αρχισε να μπαινει στο νοημα. Συγκεντρωνομαι στους ασφοδελους της μαμας της Σαντιμπελ για να το μπερδεψω, πιανει, ξαναρχιζουμε να περπαταμε. Προσπαθω να μην παταω τα λουλουδια, ξερω οτι μας παρακολουθουν, τι κολαση μας περιμενει τελικα οταν πεθαινουμε. Μολις φτανουμε στην αλλη ακρη, τα αγορια σταματανε και μυριζουν τον αερα σα λυκοι. Κανω και εγω το ιδιο, οχι οτι περιμενω να πιασω κατι, αλλα ποτε δεν ξερεις. Και ακουω βηματα μεσα στους ασφοδελους, κατι μας ακολουθει. Κρυβομαι πισω απο τον Αγγελο και τον κραταω απο τους ωμους. Το Σκυλι εμφανιζεται και μας κοιταζει θυμωμενο. Αυτο εχει τελειως αλλο νοημα οταν εχεις τρια κεφαλια, λεει το δικο μου ενα κεφαλι. Παραμεριζει τον Αγγελο και στεκεται μπροστα μου. “Μεγαλη σου ανοησια, κοριτσακι”, λεει το Σκυλι χωρις να βγαλει τον παραμικρο ηχο. “Εμενα μου λες”, σκεφτομαι μισομετανιωμενη, αλλα δεν παιρνω τα ματια μου απο πανω του. “Τιποτα δε σου μαθε ο Ταξιαρχης”, ξαναλεει εκεινο, αλλα παρατηρω οτι οι τρεις μυτες του ειναι γοητευμενες απο τη μυρωδια των ρουχων μου. “Πολλη ζωη για να περπαταει μεσα στη θανατιλα” ακουγεται η φωνη του στεναχωρημενη, “ελα κοντα μου”. Το πλησιαζω επισημα κλασμενη απο το φοβο μου και αυτο βαζει τη μια του κεφαλα κατω απο το χερι μου. “Θα σε παω εγω”, λεει. Τα αγορια μου δινουν μικρα φιλακια και ξαναδιασχιζουν το λιβαδι, ο Αγγελος γυριζει για μια στιγμη πριν χαθει μεσα στα λουλουδια και λεει κατι που δεν ακουω, αλλα το διαβαζω στα χειλια του: Ξανασκεψου το.

Το Σκυλι μας οδηγει μεσα στα σκοταδια. Εχω το χερι μου στην πλατη του γιατι δε βλεπω σχεδον τιποτα, το κεφαλι μου ανησυχει οτι τυφλωνομαστε. “Μπα” λεει το Σκυλι, “ετσι νομιζε και ο Ορφεας”. Καπου στο βαθος εμφανιζεται ενα μικρουτσικο κοκκινο φως, σαν κυματακι κατω απο το ηλιοβασιλεμα. Οι φλογες του νερου, ξερω που φτασαμε. Το Σκυλι αφηνει το κεφαλι μου να θαυμασει αυτο που κοιταζουμε, ειναι λες και αντι για νερο αυτο το ποταμι εχει πετρελαιο, ο Φλεγεθωνας κυλαει διπλα στα ποδια μας και ξερω οτι ειμαστε πια κοντα. “Ζεσταινομαι”, παραπονιεμαι αφηρημενα, και το Σκυλι ριχνει μια βουτια και χανεται μεσα στα φλογονερα. “Αποκλειεται” φωναζω και κανω τρια βηματα πισω, “Αποκλειεται ομως”. Σκεφτομαι την ειρωνεια του να πεθανεις στα εγκατα του Αδη. Ειναι καν επισημος θανατος αυτο, η πλεονασμος? “Η ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ?” ξαναφωναζω και ακολουθω το Σκυλι. “Ανοιξε τα ματια σου” ακουω τη φωνη του Σκυλιου, και κανω οτι μου λεει. Ειναι λες και ειμαστε πισω απο εναν κοκκινο κατταρακτη, ετσι το φανταζομουν παντα οταν το εβλεπα στις ταινιες. Οι φωτιες του ποταμου πεφτουν γυρω μας χωρις να μας ακουμπανε, σα Χριστουγεννιατικες βροχες απο λαβα. Με πιανει νευρικο γελιο απο το δεος. “Γιατι δεν καιγομαι?”, ρωταω το Σκυλι. “Ο Φλεγεθωνας δεν υποκλινεται στους ζωντανους”, απανταει εκεινο περηφανα και μας βγαζει εξω στην απεναντι οχθη. Συνεχιζουμε να περπαταμε. Ξαφνικα καταλαβαινω οτι γυρω μας περπατανε διαφανοι, αλλα ολοι τους πηγαινουν στην αντιθετη κατευθυνση απο μας. Προσπαθω να τους ξεχωρισω μεσα στο σκοταδι, και βλεπω τα προσωπα τους ηρεμα και κουρασμενα, το Νερο παλι, το Νερο ειναι κοντα. “Κατσε λιγο ρε Παλαμα”, σκεφτομαι τσαντισμενη, “τι ζορι τραβουσες εσυ με το Νερο δηλαδη? Τι ηθελες να κανει το δυοσμο σου εδωμεσα στο Κολαστηριο του Δαντη, να σε θυμαται και να σου γραφει τα νεα του?”. Ειμαι σιγουρη οτι μολις κατεβηκε και εκεινος, ο Παλαμας εριξε μια ματια γυρω του, γαμοσταυρισε και ευχηθηκε να μην ειχε γραψει οτι εγραψε. “Δε ντρεπεσαι λιγο?” λεει το Σκυλι και γυμνωνει τα δοντια του. Συνεχιζουμε να περπαταμε.

Το Νερο με καταλαβαινει πριν το καταλαβω εγω. Οι ασφοδελοι μιλανε στη Στυγα για το κοριτσι που κατεβηκε να το ψαξει και η Στυγα του το λεει, το Νερο αγριευει και ημερωνει, περιμενει στα σκοτεινα.


Η Ληθη ειναι διαφορετικη απο τους αλλους τεσσερεις ποταμους. Τα νερα εχουν ενα χρυσαφενιο χρωμα και ειναι ζεστα, σαν ποταμι απο χαμομηλι. Το Σκυλι σταματαει και ξαπλωνει στην αμμο. “Τι μπορει να θελει να ξεχασει ενα παιδακι σαν και σενα?”, ρωταει κοιμισμενο, “τι θανατικο μπορει να σε χτυπησε τοσο μικρο και δε μπορεις να το σηκωνεις αλλο?”. Ξαφνικα νιωθω και εγω εξαντλημενη, ξαπλωνω διπλα στο Σκυλι και κλεινω τα ματια μου. “Δε θελω να θυμαμαι αλλο αυτα που εγιναν”, λεω σχεδον στον υπνο μου, “θελω να ξεκουραστω λιγο απο αυτα που με ψαχνουνε”. Το Σκυλι ανακαθεται. “Ε, το καταραμενο το ψαρι”, μουρμουριζει, “τι σου δειχνει εσενα λοιπον?”. Το κεφαλι μου γεμιζει παλι με ασφοδελους και βραχια, το ματι του Ορφεα χοροπηδαει σαν τρελομπαλο, το χερι μου γινεται σα σταυρολεξο απο τα παλια κοψιματα και η μαμα μου γονατιζει διπλα στο κρεβατι μου κλαμενη. “Μου δειχνει κακα πραγματα, Σκυλι” απανταω με σφιγμενα δοντια, “πρεπει να φυγουν απο πανω μου να παρω ανασα”. “Εσυ να τα διωξεις, οχι το Νερο. Αυτο παιρνει μαζι του και αλλα κρυφα μνημονικα” λεει το Σκυλι, “απο τα ευτυχισμενα και τα σπανια. Το Νερο ζηταει πληρωμη για τη μαυριλα που ξεπλενει”. “Θα του τα δωσω, χαρισμα του αν παρει τη σιχασια”. “Κοιταξε τα νερα” ακουγεται παλι το Σκυλι, “και μετα κανε οτι ηρθες να κανεις”. Ανοιγω τα ματια μου και στην αλλη ακρη του ποταμου στεκονται οι παππουδες μου και ο ξαδερφος του μπαμπα μου ο Χρηστος. “Ελα τωρα”, λεω πριν μου κοπει η ανασα, το αιμα και δεκα ζωες μαζι. Ο παππους μου ο Γιαννης κραταει τη γιαγια μου τη Μαρια απο το μπρατσο, εκεινη κλαιει και με δειχνει, φοραει το ροζ νυχτικο γαμωτοκερατο. Ο Χρηστος ειναι καταχλωμος, τυλιγμενος σε μια κουβερτα με ρομβους και θυμαμαι που καθοταν στο μπαλκονι οταν γυρισαμε απο τη συναυλια του Πασχαλη στη Ρεματια, και θυμαμαι τη φωνη της γιαγιας μου της Ελισαβετ στο τηλεφωνο οταν μου το ειπε. “Με βρωμιες κραταει ο Αδης το πολυτιμο Νερο του?” λεω λυσσασμενη στο Σκυλι. Μετα σηκωνομαι, τρεχω μεχρι που βρισκομαι ακριβως απεναντι απο τους ανθρωπους μου και τους στελνω φιλια και τους χαμογελαω ενω κλαιω μαυρο, αλλα μαυρο, δακρυ. “Με βλεπουν?” φωναζω στο Σκυλι. “Ελα τωρα” απανταει και εκεινο με τη σειρα του, “ξερεις τι σου δειχνουμε”. Ο παππους μου και η γιαγια μου γονατιζουν και γεμιζουν τα χερια τους με νερο και το φερνουν στα στοματα τους. Η γιαγια μου σταματαει να κλαιει και ο παππους μου δεν τρεμει πια. Ο Χρηστος δισταζει, κλεινει για λιγο τα ματια του και αγκαλιαζει το σωμα του μεσα στην κουβερτα. Μετα γονατιζει και αυτος και πινει μεσα απο τα δαχτυλα του. Βλεπω το δερμα του να αλλαζει και να γινεται διαφανο, τα μαλλια του που ηταν ανακατεμενα, λαμπουν απο τις αντανακλασεις του νερου. Με ξανακοιταζουν και οι τρεις, αλλα αυτη τη φορα κοιτιομαστε με το Νερο, οχι με τους ανθρωπους που οριζει, και τρομαζω μεχρι εκει που δε φτανει το κεφαλι μου για να τρομαξει. Τοτε μονο καταλαβαινω τη δυναμη του. Οι αγαπημενοι μου χανονται απο την οχθη και μενω να κοιταζω τα κλαμενα μου μουτρα μεσα στο νερο. “Απορω πως εβαλες και το Χρηστο να εμφανιστει”, λεω στο Σκυλι. “Εσυ τον εβαλες, μικρο” απανταει εκεινο, “και τωρα κανε οτι ηρθες να κανεις”.



“Φυσικα και θα το κανω”, λεω, και πραγματικα το Νερο εχει γευση ακριβως σα χαμομηλι.

No comments: