Saturday, July 28, 2007

Περι Πονοκεφαλου Και Αλλων Δαιμονιων

Αυτη η ναρκοληψια μου χαλαει τη διαθεση τοσο πολυ που θελω να με χαστουκισω. Ανοιγω μισο ματι με τη σαπια σιγουρια οτι ειναι παλι εννια το βραδυ και μολις εκλεισα τρεις ωρες ξαπλωμενη μεσα σε ενα γιγαντιο λεξοτανιλ. Ειμαι με τα ρουχα του εργαστηριου και ενα ποτηρι γεματο φραουλες στο πατωμα διπλα στο κρεβατι. Εχω ενα ολοκληρο μισαλεπτο να αναρωτηθω γιατι εβαλα τις φραουλες στο ποτηρι, και με χτυπαει η πρωτη σφυρια πανω απο το αριστερο μου φρυδι. Ο πονος με αιφνιδιαζει σε βαθμο που κλεινω τα ματια μου και λεω πονοκεφαλος, το λεω κανονικα απεξω μου και πιεζω το κεφαλι μου πανω στο εξωφυλλο του βιβλιου μου. Το ματι μου δακρυζει, με πιανει η κοιλια μου με την αυτοματη ναυτια που ερχεται παντα με τα μεγαλα σωματικα στρεσαρισματα. Ανασκελιαζομαι και προσπαθω να σκεφτω κατι μεγαλο και ηρεμο στο μεγεθος του ουρανου και ο πονος ειναι τετοιος που καταληγω να σκεφτομαι τον ιδιο τον ουρανο με το χερι στην κοιλια μου γιατι η μαμα μου λεει οτι η ενεργεια του σωματος ηρεμει τις εξαρσεις, η η ενεργεια του χεριου αντισταθμιζει την ενεργεια της κοιλιας η κατι με ενεργειες που χορευουν ενα ησυχο τανγκο πονου και τετανικης ακινησιας. Ο πονος δε φευγει. Λυγιζω τα ποδια μου για να τσεκαρω οτι μπορω να τα φερω στο στομαχι μου, πιεζω την κοιλια μου και παιρνω μικρες παιδικες ανασες. Ο πονος δε φευγει. Σηκωνομαι, καθομαι στην ακρη του κρεβατιου και κουναω τα δαχτυλα των ποδιων μου που ειναι βαμμενα ροζ φωσφοριζε. Ο πονος δε φευγει, βλεπω μια μικρη κλωστη απο την καλτσα μου αναμεσα στο μικρο και το παραμικρο μου δαχτυλο, σκυβω να τη μαζεψω, ο πονος σπαει σε απειρα μικρα μανιταρια και φυτευεται σε ολο μου το κεφαλι. Ξαναπεφτω στο μαξιλαρι, σουταρω το κινητο μου στην αλλη ακρη του δωματιου γιατι το πρασινο φωτακι στην οθονη του κανει τον πονο να βαραει σαν κουδουνι μετα τα Θρησκευτικα, και βριζω το ταβανι με ενα μακροσυρτο μουρμουρητο. Αυτη τη στιγμη εχω μια πεντακαθαρη εικονα του εαυτου μου στο κρεβατι στη μεση αυτου του δωματιου, τρεις οροφους πανω απο πλατανοδεντρα και πετρες, ο πονος κανει τους τοιχους διαφανους και το κρεβατι μου πλεει καρφωμενο στον αερα αναμεσα στους γλαρους και τα μωρα τους που κανουν τον ιδιο ηχο με τα νεογεννητα γυπακια. Η παραισθηση ειναι τοσο καθαρη και σιγουρη που νιωθω ενα ρευμα στο μετωπο μου και τα σεντονια μου μυριζουν λασπονερο και κοκακολα. Ξανακαθομαι. Ο πονος αλλαζει και γινεται εκατομμυρια μικρα ποδαρακια ακριδων. Στηριζω το κεφαλι μου στα χερια μου και μου ερχεται η αφισα που εχουν βαλει αυτοι οι αρρωστοι μαλακες πανω απο τα πλυντηρια στο πανεπιστημιο. Εχει μια θολη φωτογραφια ενος τυπου με το κεφαλι στα χερια οπως εγω, και τη φοβερη πνευματικη αναζητηση Flu…Hangover…OR MENINGITIS. Επικαλουμαι στα γρηγορα τους Αγιους Αναργυρους που μου φαινονται η πιο λογικη επιλογη αγιων ντοκτορς. Μετα σκεφτομαι την πικρα του να φορας ταμπελακι «Δρ. Αγιος Αναργυρος» σε διεθνες συνεδριο γενικης παθολογιας στο Βολο. Ο πονος ακουμπαει επιπεδα ηλεκτροσοκ και σηκωνομαι οπως οπως, με τον αφελη σκοπο να γδυθω και να κανω μπανιο.

Και πραγματικα, καταφερνω να βγαλω τα ρουχα μου, να τα διπλωσω και να τα τακτοποιησω μεγεθικα στη ντουλαπα μου. Εχει ηδη αρχισει το παραμιλητο που με πιανει σε καταστασεις απελπιστικου πονου, λυπης η φοβου, και οπως μιλαω στο ραφι της ντουλαπας καταλαβαινω οτι εδω εχουμε και τα τρια μαζι. Περπαταω πανω κατω στο δωματιο με περιοδικα και σαμπουαν στα χερια, με το βρακι μου και το βερνικι στα νυχια μου. Βλεπω το εργαστηριο μεσα στη ντουλαπα, περπαταω αναμεσα στα ρουχα μου ετσι ξεβρακωτη και βγαινω απο την αλλη μερια πανω απο το ψυγειο με το βρωμιουχο αιθιδιο, το μεταλλαξιγονο-φονια με το κρανιακι στο μπουκαλι. Βαζω τα μωβ γαντια μου, το πιανω προσεκτικα και το κολλαω στο ματι μου και κοιταζω μεσα απο το σκουρο γυαλι. Μεσα στο αιθιδιο βλεπω τον ανδρα μου, ο ερωτας της ζωης μου κολυμπαει μπρουμυτα με ενα μικρο αναπνευστηρακι μεσα στα νερα της κολασης. Σηκωνει το κεφαλι του και με βλεπει να τον παρατηρω απεξω, γελαει και ερχεται μεχρι την ακρη του μπουκαλιου. Με κοιταζει διασκεδασμενος και με ενα μικρο μαρκαδορακι γραφει μεσα απο το μπουκαλι του: Εισαι πανεμορφη οταν εχεις πονοκεφαλο. Με πιανει μια λυσσα να τον βγαλω απο εκει μεσα, σκιζω τα γαντια μου και ξεβιδωνω το μπουκαλι με γυμνα δαχτυλα, και βλεπω τον Αντριου να τρεχει απο την αλλη ακρη του εργαστηριου ουρλιαζοντας να μην κανω ουτε ενα βημα παραπερα, και φοραει ενα κιτρινο κοντομανικο που γραφει Θινκ Ποζιτιβ πανω. Το αιθιδιο γλυστραει και ανοιγει στον αερα, το αιθιδιο εχει χρωμα σαν παλιο αιμα, το αιθιδιο πεφτει πανω στο δερμα μου και νιωθω τα ωαρια μου να αλλαζουν σχημα και να βγαζουν μικρα πλοκαμακια βαθια μεσα στην κοιλια μου. Οταν καταπινεις τις μπιγκ μπαμπολ ριζωνουν μεσα σου και γινονται δεντρα, και απο αυτα τα δεντρα κρεμονται οι κορες και τα αγορια μου με τα τεσσερα χερια και τα ελεφαντινα αυτακια τους. Το αιθιδιο ξεβραζει τον Πριγκηπα και τον πεταει στη ζυγαρια για το αγαρ και η γοργονα του μπαμπα του Λυσιμαχου ορμαει να τον σωσει, βουταει απο το μπρατσο στα πλευρα μου, γραπωνεται στον αφαλο μου σαν αστακος και του απλωνει τα χερια της που εχουν πανω πρασινες αλγες και κρυσταλλακια απο ασβεστιο. Ο καλος μου ειναι αναισθητος και βλεπω ενα μικρο στρατο απο συριγγες χωρις βελονες να χοροπηδανε γυρω του σαν πλαστικοι ιθαγενεις. Φερνω τα αιθιδιασμενα μου δαχτυλα στο στομα μου και ετοιμαζομαι να πεθανω διπλα σου μοναδικη μου αγαπη, χωρις λουλουδια και φιλαρμονικες, χωρις οπλα και ματωμενες καρδουλες, και εσυ σηκωνεις τα ματια σου και κανεις μια κινηση σαν να κοβεις τον αερα με τα χερια σου και με πετας εξω απο τη ντουλαπα μου. Ο πονος δε φευγει.

Μεσα στα κλαματα που με εχουν πιασει απο το κακο μου, ο πονος ακουγεται σα χορωδια απο καμπανες. Λυνω τα μαλλια μου και σερνομαι στον καθρεφτη να ξεβαφτω και για μια στιγμη οι δυο Μαριλιζες κλειδωνονται να κοιτιουνται και οι φωνες μου κοβονται στη μεση ενος κλαμενου λοξυγγα. Κοιτιομαστε χωρις τον παραμικρο ηχο, εγω και η ηλικια μου, εγω και το σωμα μου που ειναι σχεδον γκριζο απο την ενταση και το σφιξιμο, και εκεινη τη στιγμη ειμαστε τα μοναδικα κοριτσια απο την αρχη του κοσμου. Με κοιταζω σαν να με ειδα τελευταια φορα οταν ημουν πεντε, τα χερια μου πιανονται στη βρυση για να μην τα περασω μεσα απο τον καθρεφτη, ερωτευομαι και ντρεπομαι μαζι. Τα μαλλια μου φτανουν στη μεση μου, αυτο δεν το ηξερα. Ο Ναρκισσος και το νερο απο κατω του κοιτιουνται μεσα στα νουφαρα. Τα μαλλια μου ακουμπανε το νερο, ακουγεται ξανα η φωνη μου που μετραει αποικιες βακτηριοφαγων, και ο πονος βγαινει απο το νερο σαν το Χερι του Θεου με μπουκλακια του Μαραντονα κατω απο τα νυχια, και με τραβαει μαζι του. Να παρω τηλεφωνο καποιον. Πρεπει να πω σε καποιον τι συμβαινει, παυση, ποσες ωρες θα κανουν να καταλαβουν οτι πεθανα, παυση, τη μαμα μου. Σκεφτομαι τη μαμα μου να με βλεπει στον υπνο της, με αυτη τη φοβερη της ικανοτητα να ξερει ποτε υποφερω, με βλεπω κουλουριασμενη σα σαυρα με το βρακι μου μεσα στο κεφαλι της μαμας μου και τρεχω στο μπανιο. Περιμενω ακουμπισμενη στον τοιχο μεχρι που το νερο τρεχει στους ενενηντακατι βαθμους. Μ’αρεσει το πουλοβεεεεεερ του μπαμπααααααα, το παιρνω το φοραωωωωω στα κρυφααααααα. Το νερο με μουδιαζει και ο πονος πισωπαταει εκνευρισμενος. Σε περιμενω απεξω, χαμογελαει σα φιδι. Ε, λοιπον θα μεινω εδω μεσα για παντα, να μαθεις.

Κλαις μεσα στο μπανιο, ψευτρα? Αφου το καυτο νερο ξεραινει τα δακρυα. Α, μπα?

Χρειαζομαι βοηθεια και μου’ρχεται μια φαεινη ιδεα. Το μπανιο εχει μικρες τρυπιτσες για να φευγει το νερο και ενα σημειωμα να μην ξεχναμε να καθαριζουμε τα μαλλια που πεφτουν εκει για να μη βουλωνει. Εκει λοιπον, κατω απο τις τρυπιτσες, εκει ειναι στοιβαγμενες ολες οι βρεγμενες γυναικες που λουστηκαν εδω πριν απο μενα. Μολις τις σκεφτομαι ακουω απειρα υγρα χαχανητα γυρω μου και η κουρτινα τρεμουλιαζει καθως μια κορδελα απο μουσκεμενα μαλλια βγαινει σαν σερπαντινα απο τις τρυπιτσες και τυλιγεται στα ποδια μου με μικρους αναστεναγμους ανακουφισης. Τα μαλλια περνανε πανω απο την κοιλια μου και η ναυτια εξαφανιζεται, χαιδευουν την πλατη μου και τα κοκκαλα μου λυνονται και χαλαρωνουν, το νερο ακουγεται σαν σμαραγδενιος καταρρακτης απο ζαχαρη, ενα ματσο κοριτσια με αγκαλιαζουν για να με ηρεμησουν και σταματαω να παραμιλαω. Ενα δροσερο χερακι ακουμπαει το μετωπο μου και μια φωνη μεσα στο αυτι μου ψιθυριζει οτι εχω πυρετο. Τα κοριτσια που δε μπορω να δω φτιαχνουν ενα τοιχο απο ζεστο δερμα αναμεσα σε μενα και το πλαστικο της ντουσιερας και με τραβανε πανω τους και πλεκουν τα μαλλια μου μεσα στα απειρα δικα τους. Ενα ροζ ζωγραφισμενο πλακακι σκαει εκεινη τη στιγμη στα ποδια μου και με ξαναπιανουν κλαματα για ολους μου τους πυρετους μεσα στο μπανιο που εμειναν απαρηγορητοι. Αυτο ειναι μεγαλο λαθος, γιατι η κουρτινα σκιζεται σε λωριδες, τα κοριτσια φευγουν με το νερο απο τις τρυπιτσες και ο πονος με αρπαζει απο τη μεση με τετοια μανια που νομιζω οτι με πυροβολησαν. Για μερικα δευτερολεπτα δε βλεπω τιποτα, μετα συνερχομαι και αποφασιζω οτι πρεπει να καταφερω να παω στο κρεβατι μου.

...Και ενα ιπταμενο κρουασαν να σε παει στον Κρονο.

Φαντασου να ερχοταν να με σωσει ο Ευγενιος Τριβιζας. Αυτο θα ηταν μεγαλη κορυφωση της υπαρξης, να μην πω ψεματα. Θα ερχοταν λεει ο Τριβιζας, θα με μαζευε απο το πατωμα του μπανιου και θα πηγαιναμε στο Νησι των Πυροτεχνηματων. Εχω μια ενοχλητικη υποψια οτι το Νησι των Πυροτεχνηματων οριζεται ως υπαρκτο μερος. Κυριε Τριβιζα, ξερετε οτι ημουν ο Τιτιβουε οταν πηγαινα δημοτικο και επαιξα στο Ονειρο του Σκιαχτρου? Κυριε Τριβιζα, ηθελα να σας πω οτι ο Τιτιβουε ειναι α. μεγαλη ρολαρα και β. υπο μια εννοια αντιστοιχος του Πουκ στο Ονειρο Καλοκαιρινης Νυχτας. Παραλιγο να παιξω και τον Πουκ, γιαυτο σας το λεω, ειχα μελετησει το ρολο. Εκει λοιπον που ο Τιτιβουε ειναι ηδη ψοφιος και σκαει σα φαντασμα στο Σκιαχτρο για να το παρηγορησει στη φυλακη, εκει εκανα ενα δραματικο μονολογο στη μεση του θεατρου της Ρεματιας, με ενα μοναδικο προβολεα στη μουρη μου μεσα στο σκοταδι γιατι ημουν φαντασμα και επρεπε να ειμαι υπερφυσικα λαμπερη, εκει που εβγαζα την ψυχη μου στο σανιδι (πλακες ειχε) κυριε Τριβιζα, εκει μεσα στην συγκινημενη νεκρικη ησυχια που ειχε προκαλεσει η προεφηβικη ερμηνεια μου, ακουω τη φωνη της γιαγιας μου της Ελισαβετ να λεει, δε σας κοροιδευω, ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ, ΜΑΡΙΛΙΖΑ! Και δε με θυμαμαι καν να ενοχλουμαι, απλα κατακοκκινησα, ανεβασα βολιουμ και συνεχισα να μονολογω. Τοσο πολυ σας αγαπαω. Και δε μιλαω για τα Ντολμαδακια, εγω σας ειμαι πιστη απο το λησταρχο Καραμπουμ και βαλε. Ησασταν εσεις και η σειρα «Η αδερφη μου η Κλαρα», τα γκανιαν μου απο οταν εμαθα να διαβαζω. Περασα μια κριση λατρειας με το Μικε, κυριως λογω του τιτλου «Ο Μικες μες τη Σουπιερα», το καταλαβαινετε αυτο, αλλα εσεις ειστε η Μαριλιζα-παιδακι, παει και τερμα. Χωρις να σας λεω Μαριλιζα περ σε.

Οπου φτανουμε στο Νησι των Πυροτεχνηματων, ο Ευγενιος Τριβιζας μου λεει τη λυση για να κερδισω το ρουμπινενιο μπουζουκι και περναω την υπολοιπη ζωη μου να γραφω σηκουελακια για τη Φρουτοπια. Εντωμεταξυ ερχομαι στο δωματιο μου και το οραμα του Νησιου ειναι τοσο δυνατο που βαζω την πυτζαμα μου χωρις να το καταλαβω, ειναι λες και με ντυνουν δυο τεραστια χερια, δυο χερια τοσο μεγαλα που ο πονος χτυπιεται εξω απο τις παλαμες τους αλλα δε μπορει να με φτασει μεσα, και απλωνει τα βρωμερα πρασινα μπρατσακια του και μου κανει κωλοδαχτυλα με μισος. Ειμαι τοσο εξαντλημενη που δε ζηταω καληνυχτοφιλακια, κρεβατιαζομαι και ξαναβαζω το χερι στην κοιλια μου προληπτικα, μπας και παθω αναρροφηση στον υπνο μου. Κλεινω το φως και μεσα στο σκοταδι βλεπω μικρα κομματια απο πλασμιδια να χορευουν στο υπεριωδες λες και παιζουν στη Φαντασια. Παραληρημα, ονειρο, Ή ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ τελικα, ας μου πει καποιος γιατι αρχιζω να φοβαμαι.

8 comments:

Anonymous said...

μπλόγκερ.

The Gardener said...

exeis ena point edw, de mporw na pw.

The Gardener said...

oxi, pame pali.

auto to mplogker itan epithetikos prosdiorismos? oxi vevaia, etsi? itan ena neuma anagnwrisis, mia epivevaiwsi tou Blogger ws MEROUS rather than xaraktirismou. miso giati mou epese i piesi apo to typing kai prepei na vrw zaxari.

Anonymous said...

itan epithetikos kai malista polu epithetikos. nun.

The Gardener said...

aw, xruso mou kai su. ola eseis ta xrusa mou kapoia stigmi kanete to lathos na nomizete oti i agapi mou gia sas sas kanei aneggixtous.

ti afeleia. kai oxi to kouafour kind of.

Anonymous said...

Κάτω τα χέρια από τη Μαριλίζα. Ρε ουστ που θα την πείτε και μπλόγκερ. Το πλάσμα αυτό είναι αλλού γι' αλλού, γι' αυτό και την αγαπάμε! Κοριτσάρα, πάρε με μέσα στο σύννεφο, εκεί μαζί με τους αγαπημένους σου κι ας μη με γνωρίζεις καλά, πήγαινέ μας μια βόλτα γύρω και πάνω από τον πλανήτη, δείξε μας εικόνες, χρώματα, αισθήματα, σκέψεις. Μη σταματάς, θα σου δείξω κι εγώ, ας κάνουμε μια πανδαισία, εσύ μπορείς. Πόσοι νομίζεις ότι έχετε αυτή τη δυνατότητα;
Λίγοι είστε και πολύτιμοι. Γι' αυτό, κάτω τα χέρια νερντ, αυτό το πάρτι δεν είναι δικό σου.
John

The Gardener said...

pw, ekana enan fovero ixo mpoukwmenou xamster.

epitelous kapoios pou:

a. katalavainei tin prosvoli tou na se poun mplogker

b. katalavainei poso mporw na ekneuristw apo to tipota

c. katalavainei poso goiteutiko einai na uperaspizetai tin timi mias kurias

d. xrisimopoiei ti frasi "as kanoume mia pandaisia", pou molis mpike sto top 5 megalwn stigmwn gia mpouzoukia, mazi me to "sikwste ta foustanakia sas na kanoume mia omorfia" kai to "na imoun grippi na se riksw sto krevati". kai auto to lew ws GIGANTIO komplimento, na eksigoumaste. further reading: O Kavalaris Twn FM Stereo.


sas euxaristw, w Gianni, an kai o nernt einai diko mas paidi kai megali adunamia kathoti kai manoulaki kai katapliktikos fwtografos.

Anonymous said...

/Η Anonymous είπε...
Κάτω τα χέρια από τη Μαριλίζα. Ρε ουστ που θα την πείτε και μπλόγκερ. Το πλάσμα αυτό είναι αλλού γι' αλλού, γι' αυτό και την αγαπάμε! Κοριτσάρα, πάρε με μέσα στο σύννεφο, εκεί μαζί με τους αγαπημένους σου κι ας μη με γνωρίζεις καλά, πήγαινέ μας μια βόλτα γύρω και πάνω από τον πλανήτη, δείξε μας εικόνες, χρώματα, αισθήματα, σκέψεις. Μη σταματάς, θα σου δείξω κι εγώ, ας κάνουμε μια πανδαισία, εσύ μπορείς. Πόσοι νομίζεις ότι έχετε αυτή τη δυνατότητα;
Λίγοι είστε και πολύτιμοι. Γι' αυτό, κάτω τα χέρια νερντ, αυτό το πάρτι δεν είναι δικό σου.
John
/

pesta megale...