Tuesday, July 17, 2007

Ματ Στα Σαββατοβραδα

Ο Γελαστος ξυπναει τη Τζελλα στη μεση της νυχτας και της φοραει με το ζορι το πιο προστυχο της φορεμα και μαυρα βελουδινα στιλετα. Εκεινη δε μιλαει, τον αφηνει να τη ντυσει και τον ακολουθει στο μπαλκονι τους με τους πλαστικους φοινικες και τα μπαμπου επιπλα. Ο Γελαστος της δειχνει δυο γιγαντιες πολυθρονες με λαμε μαξιλαρια. Οι πολυθρονες κοιτιουνται πανω απο μια μαυρη μαρμαρινη σκακιερα. Η Τζελλα καθεται πισω απο τη μαυρη βασιλισσα και σταυρωνει τα ποδια της αργα και βρωμικα για να του δωσει καιρο να την παρατηρησει. Ο Γελαστος φερνει δυο ποτηρια σαμπανιας και σερβιρει σμουδι φραουλα-μπανανα. Καθεται πισω απο το λευκο βασιλια και αναβουν μαζι τσιγαρο.

-Αρχιζει λοιπον.
-Αρχιζει.
-Και αν κερδισω?
-Τοσο το καλυτερο για εκεινη.
-Αν κερδισεις εσυ?
-Τοσο το καλυτερο για εκεινη.
-Παντα κυριος. Δικο σου.

Ο Γελαστος κουναει το πρωτο του λευκο πιονι και ο Λυσιμαχος βγαινει απο το λεωφορειο και περιμενει στο πεζοδρομιο. Η Τζελλα ακουμπαει το πρωτο μαυρο πιονι και η Μαριλιζα τον βλεπει και τρεχει καταπανω του. Οσο τα μικρα γλιστρανε μεχρι τη μεση της σκακιερας, η Μαριλιζα και ο Λυσιμαχος ντυνονται και πανε στα Tunnels αρκετα αργα για να μη δουν τους Βιβιανς, η Τζελλα κερδιζει δυο πιονακια και η Μαριλιζα συμπαθει το Σκοτουλο και τον Αντρικο και γλυτωνει το γλωσσοφιλο του Δαμωνακου. Βγαινουν τα αλογα και ειναι Σαββατο στην κουζινα με τις μαρεγκες και τα τσιγαρα. Ο Γελαστος ριχνει μια χριστοπαναγια και ο αξιωματικος του ορμαει στο μαυρο αλογο. Πες μου για τη γυναικα, Λυσιμαχε. Πες μου και θα την παρω απο πανω σου, θα σε ακουσω μεχρι να ματωσουν τα αυτια μου γιατι μιλας σαν μεγαλος και σαν αγορακι και μ’αρεσει. Η Τζελλα χανει το αλογο της και η Μαριλιζα παραλιγο να πνιγει απο τη μαρεγκα της ενω ο Λυσιμαχος μιλαει στο μελλον του και του ζηταει να μην ειναι μια επαναληψη του τωρα. Αρ γιου φορεν? Αι ουιλ τρανσλειτ δις φορ γιου. Ο μαυρος πυργος βγαινει πισω απο τα πιονια και ξαναγινεται 2001 και τα μαλλια του Λυσιμαχου μακραινουν πανω απο το τραπεζι της κουζινας και η Μαριλιζα δενει σειρες και σειρες βραχιολια στους καρπους της και βαφει πρασινες τουφες. Ααααα φορας μπλουζα Madrugada, Λυσιμαχε. Κρυβονται μεσα στα ντουλαπια και τραγουδανε Peaches γιατι η Μαριλιζα δε βγαινει στον ηλιο.

-Κοιτα τα, ειναι παλι μικρα.
-Ελα τωρα που συγκινηθηκες.
-Μια ζωη καθικι, τι περιμενω και εγω.
-Να σου θυμισω, ειχε παλιοκαιρο.
-Αντε ψοφα. Σειρα σου.

Ο Γελαστος χαλαρωνει τη γραβατα του και χτυπαει ενα ροκε. Ο χρονος που κερδιζεται και κρυβεται μεχρι να σε ξαναδω Λυσιμαχουλενιε μου. Μα καλα, οχτω η ωρα ποιος πανκης κανει λαιβ? Και παει η Gilson και το μονακριβο αντισωμα. Η Τζελλα χαιδευει τον ωμο της και κανει εναν ηχο σαν λυπημενη γατα. Μη φοβασαι να ερθεις. Μπες στο γαμημενο το τραινο σαν να εισαι η Μαριλιζα που της εκρυψα την τσαντα στην Αντιπαρο. Το μαυρο πιονι μπροστα απο τη βασιλισσα σκοτωνει το λευκο στα διαγωνια και η Μαριλιζα ερωτευεται το σπιτι του Λυσιμαχου. Μεχρι και το μπανιο. Τι ειναι αυτο? Ποιοι ειναι αυτοι? Καφεδακι? Μα κοιτα αυτο το κρεβατι.

-Λυσιμαχε μας παιζουν σκακι.
-Δεν καταλαβες οτι μπορεις να ξαπλωσεις και οριζοντια και καθετα?
-Λυσιμαχε.
-Τα σεντονια παραλιγο να ταιριαζουν.
-Γιατι σε ξεχασα τοσα χρονια Λυσιμαχε?
-Ειμασταν κρυμμενοι στα ντουλαπια ρε Μπραντον.

Ο Γελαστος εχει πεσει πανω απο τη σκακιερα και μετραει. Θα την παει παντου, θα τη γνωρισει σε ολους. Η Τζελλα τον κοιταζει κουρασμενα. Η Μαριλιζα δεν ειναι για αυτον τον κοσμο, μισοκοιμαται σαν παππους στην τηλεοραση. Ο Γελαστος πεταει το ποτηρι του απο το μπαλκονι και της κανει νοημα να το βουλωσει. Λυσιμαχε, μου ζητησαν συγνωμη σε πανκ συναυλια! Α ρε μανα μου ροκενρολ. Οι Κουτσομπολιο δεν ειναι αυτοι? Ο Πητ Ντοχερτι και μια φαντασιακη εγκυος τυλιγμενη σε χρυσες παγιετες. Ψευτικος καπνος, φουσκαλιτσες και σφραγιδιασμενες παλαμες. Ντιβαιντεντ ουι σταντ νιανιανιαααααα. Μα υπαρχει κανεις που δεν ξερεις? Μα υπαρχει κανεις που να σε μισει? Ναι! Ενας! Τι να την κανω μια μειλινγκλιστ με οχτω χιλιαδες γκοθια ρε μεγαλε? Μηλα πετιουνται απο τα μπαλκονια και ολοι προσεχονται μεσα στις κρεβατοκαμαρες. Ειδες που δεν την αφηνει μονη της? Ειδες πως την προσεχει απο το α ρε μανα μου ροκενρολ? Καπνιζουμε πανω απο μια κατσαρολα με μια χοντρη πανω στο τραπεζι της κουζινας. Τον βλεπεις αυτον? Τη βλεπεις αυτη? Ωραιο το Βερολινο, που ειναι ομως. Μαλακες χασαμε το Βερολινο, μεγαλη υποθεση. Αχ Γκρικ, χαου εκσοτικ. Γκρικ Γκρικ, θα σου λεγα τωρα, αλλα εχε χαρη που εισαι πιο μικρη και απο την ξαδερφη μου την Ελλη τη μπαλαρινα στη Λαρισα. Πιο πιεσμενος ποζερας απο το μπαμπα του αορατου μικρουλη δεν υπαρχει εδω μεσα. Ψεματα, ακροφυσιασμενο μου παντελονι. Ο Μιχαλακης παει να κοιμηθει 22 χρονων και ξυπναει 28 και στεναχωρημενος. Η Τζελλα σωζει τον αξιωματικο της τελευταια στιγμη και η μερα αλλαζει.

-Προσεχε τι θα κανεις.
-Εσυ φταις, κοιτα που ειναι ο βασιλιας σου.
-Προσεχε, αυτο σου λεω μονο.

Μεχρι να κουνηθει η μαυρη βασιλισσα, η Μαριλιζα εχει δει το Λυσιμαχο να ξεκεφαλιαζει μια κοιμισμενη μυγα σε 40 δευτερολεπτα. Εχει βρεξει και περπατανε κατω απο ενα σπασμενο δαχτυλο και ενα μικρο μαφιν σοκολατα.

Η Τζελλα κουναει τη βασιλισσα.

-Ωστε απο το Λυσιμαχο θα το μαθει τελειωτικα. Μεγαλη η αγαπη για τις αδερφες σου, Μαγδαληνη.
-Της το χρωσταμε, γαμωτοκερατο μου. Δε λυπασαι τιποτα τοσους μηνες πια?
-Εγω να λυπηθω αγαπη μου? Κοιτα τι εκανες.
-Θα την κρατησει, θα δεις. Κοιταξε τον, ακουει. Ακουει.

Λυσιμαχε ακους. Ακους ενω το ταβανι του δωματιου σου κατεβαινει πανω μου. Λυσιμαχε, το ταβανι. Μην κουνηθεις απο δω. Εσυ, απο ολους τους ανθρωπους, φτανεις να εισαι εσυ μαζι μου κατω απο το ταβανι. Πρεπει να μεινεις μαζι μου για λιγο, θελω να σου εξηγησω. Η μαυρη βασιλισσα παγιδευεται αναμεσα στους πυργους και ο Λυσιμαχος περπαταει μεσα στα χαλασματα ξυπολυτος. Βρισκει καμμενα ρουχα και βρωμερα παιχνιδακια, βρισκει βιβλια πατημενα στη λασπη και λαγουδακια χωρις ματια. Μακαρι να μην το εβλεπες αυτο. Λυσιμαχε, αφου ηρθες πρεπει να καταλαβεις. Ο Λυσιμαχος γονατιζει και ενα απο τα λαγουδακια σηκωνει μια σπασμενη πιπεττα και τον χριζει φιλο μου μεχρι το τελος του κοσμου. Και αυτο μου γινεται εμμονη και θελω να σε ακουμπησω για να το καταλαβεις στο δερμα σου και σαραντα δερματα πιο κατω, εκει που κοιμαται το ρεβιθι της πριγκηπισσας μεσα σε μωβ παπλωματα, ο Γελαστος κρυβει το προσωπο του στο μαυρο του μανικι και διωχνει τον πυργο. Τι ειπες?

Ο Λυσιμαχος την πιστεψε. Η Τζελλα κοιταζει τη σκακιερα και κλαιει. Δε μιλας σοβαρα, με καταλαβες? Σε ακολουθω κατω απο ντισκομπαλες και πρασινους προβολεις και βροχη και τον Αντι που ειναι μεγαλη μορφη αλλα δεν τον ξερω. Κανεναν δεν ξερω και σκασιλα σου. Γαλαζια και κοκκινα γυαλια για να πειστω οτι καποιος με ακουσε κανονικα χωρις να φοβαται. Πες μου τα, πες τα πενηντα φορες μεχρι να μη σε στεναχωρουν πια. Και υπαρχουν πολλα, υπαρχουν πολλα μαριλιζοσπιτα. Μα τι λες. Οχι συνεχισε, πρεπει να μαθω. Βαλτο στη θεση του και αστο ησυχο. Ετσι μου λενε οσοι με αγαπανε. Καλα σου λενε. Εγω ξερω οτι σε χτυπησε η φιλοσοφια και οχι η ιστορια. Επιτελους. Επιτελους. Αρα ειμαστε καλα. Ο Γελαστος και η Τζελλα κοιταζουν ενα αεροπλανο που περναει σαν βραδυνο τραινακι και βλεπουν ενα μαυρο πουκαμισο να πεφτει απο τον πεμπτο οροφο στα χωματα και να το παιρνει ο αερας. Ο Λυσιμαχος το βρισκει και το φοραει, και την κραταει κατω απο γεφυρες και μεσα απο στενα. Το Διαμαντενιο Χταποδι κλεινει τα ματια του και σιγα μην περιμενουμε στην ουρα, εχουμε ραντεβου με τι Drew. Ξερεις μεχρι και πως ετοιμαζω το πρωινο μου.

Μαριλιζακι? Καληνυχτα.

Η Τζελλα σηκωνεται και περπαταει μεχρι το καγκελο του μπαλκονιου με το τσιγαρο της. Ο Γελαστος βαζει στις τσεπες του ενα ενα οσα πιονια εχουν μεινει στη σκακιερα. Πηγαινει διπλα της και τα μοιραζονται. Μετα αρχιζουν να τα πετανε μεσα στα σκοτεινα, αυτος τα δικα του και εκεινη τα μαυρα.

-Που πανε οταν τα πεταμε?
-Που να ξερω.
-Εχουν ροκενρολ λαισενς ομως.
-Γιου νοου ιτ.
-Και να σου πω, πως τελειωνει η παρτιδα?
-Καλα, εχει μελλον ακομα. Θα σου πω το εξης ομως, Αυγουστος, πενηνταενα κερακια, λιβαδια στη Νοτια Αγγλια.
-Καταλαβα, τα ποσα κλεινω ειπαμε?

Γελαμε και κανενα σαρανταπενταλεπτο πριν ξανακοιμηθουμε.

6 comments:

UberJugend said...

Ετσι ειναι Τζελλάκι. Χανεις πράγματα, βρισκεις πράγματα. Δεν αλλάζει η αξία τους. Αλλοι χάνουν τον μπούσουλα και το Βερολίνο απο τον χάρτη. Αλλοι δεν έμαθαν ποτέ που είναι (ναν οφ δε αμποβ).

:)

Anonymous said...

Too many sad days
Too many Tuesday mornings
I thought of you today
I wished it was yesterday morning
I thought of you today
And I dreamt you were dressed in mourning

But I knew that you
With your heart beating
And your eyes shining
Would be dreaming of me
Lying with you
On a Tuesday morning

I fell through the window
And I found that I was still breathing
I thought of tomorrow
And the fear that you might leave me
I thought of tomorrow
And I wished it was Monday evening

But I knew that you
With your heart beating
And your eyes shining
Would be dreaming of me
Lying with you
On a Tuesday morning

Turn your face from me
I will cover myself with sorrow
Bring Hell down upon me
I will surrender my heart to sorrow
Bring Hell down upon me
And I will say goodbye tomorrow

'Cause I know that you
With your heart beating
And your eyes shining
Would be dreaming of me
Lying with you
On a Tuesday morning

Yeah, I know that you
With your heart beating
And your eyes shining
Would be dreaming of me
Lying with you
On a Tuesday morning

The Gardener said...

auto itan megalo stixourgiko kalimeriasma. ti wraia ti kala gkiouloumouri traxana, oloi mou oi agapimenoi mazeuontai stous kipous.

Anonymous said...

Ante re Stib... Me fagan ta aerodromia...

The Gardener said...

re malaka mpranton, sou pa na pareis tin korvet na pas opou thes, mia zwi mikrotsoutsounos esu. ante twra sti mpaxa gia serf me to ntilan kai ti frantza tou.

Anonymous said...

no paralia kai safestata no antihliako.
spiti...me prison break...

xerw.
tragiko.
akomh xwris thl.