Sunday, July 01, 2007

Στις Χαραυγες Ξεχνιεμαι

Ναι, αλλα δε νυχτωνει σου λεω. Ειναι συνεχεια μερα και μπερδευομαι. Αυτα τα τρια πραγματα ειναι το Αμπερντιν, μερα, αερας και γλαροι. Ολο γλαροι. Εσυ με κοκκινα μελανια στα δαχτυλα και εκεινος να κοιταει τη βροχη απο την κορυφη ενος σκαληνου τριγωνου. Εμεις ξερουμε μονο τι σημαινει ο Πητερ Ραμπιτ μεσα στις τσουκνιδες και τα μωβ φυλλα. Ο ηχος απο τις ρακετες που σκανε πανω στη μπαλα με το πουφ! Απο τον τοιχο της πιλοτης της γιαγιας Ε. βραδυ το καλοκαιρι και πιπεριες γεμιστες, μα την παναγια. Που ειναι η δυναμη σου. Ακουμε το ψυγειο στον υπνο μας, πανω στο τραπεζι της κουζινας τρεις οροφους πανω απο τα χωματα. Να βουλιαζεις σε κρυο πηλο απο λασπη και φτερα γλαρων και η Αθηνα να καιγεται. Πρεπει να μαθω να γραφω για τη λεξη πυρκαγια, εχει μια αδικια να λεει για μενα και εγω να μη μπορω να γραψω για αυτη. Τρεμει το χερι μου και το γονατο μου γεμιζει και αδειαζει υγρο. Κοριτσακι, που πας μεσα στη βροχη, μεινε στο κρεβατι σημερα. Ανθρωποι γελανε τωρα η γλαροι? Ανθρωποι, η γλαροι? Σημερα με ηρεμη φωνη σαν να γυριζεις απο ταξιδι. Θα βραχουν τα κοκκαλα μου απο τη βροχη μαζι με τα δικα σας, αλλα μονο τα δικα μου θα στεγνωσουν στον ηλιο. Τελικα, σε ρωταω, ποιος πεθαινει περισσοτερες φορες, οι γενναιοι η οι δειλοι. Με κοιταζεις σαν να με θυμασαι αποτομα και λεμε μαζι «οι γενναιοι» και γυριζουμε πλατη με πλατη.

Πριγκηπα, σου μιλαω τοσα χρονια και ακομα να ερθεις. Λες και δε μου αξιζεις. Εχω μαθει να χαιρομαι για σενα στα ξενα ζευγαρια και στα χωραφια που αναπνεουν μεσα στην ανοιξη, αλλα σε θελω το ιδιο τρελαμενα. Ποσο να σου γραψω πριν ερθεις να με γνωρισεις. Ξερω πως οτι σου γραφω το μαθαινεις απο τους γλαρους, ερχονται τα ξημερωματα και τα διαβαζουν για να σου τα πουν. Σου λενε τα πραγματικα γραμμενα η ειναι και αυτοι δεμενοι στην ησυχια οπως η μικρη αδερφη των κυκνων? Πρεπει να σου τα πουν, ξερεις. Οι γλαροι που φορανε μαυρες στολες και κρυβονται αναμεσα στους πλατανους. Πολυ ματαιο εμποδιο, να ξερεις καποιον και να μην τον εχεις γνωρισει ακομα. Σε βαραινουν οι μερες. Ακομα και ο Ταξιαρχης κλεινει τα ματια του και κλαιει οσο κανω μπανιο. Αλλη μια μερα. Η εικονα του στο μοναστηρι μενει αδεια γιατι σε ψαχνει για χαρη μου. Το μονο που ξερουμε για σενα ειναι οτι εχεις γεννηθει ηδη, οτι υπαρχεις. Τα βραδυα μασουλαμε νεκταρινια και μου δειχνει στην υδρογειο που σε εψαχνε ολη μερα. Δεν ξερεις τι φιλους εχω, ναι. Σε ψαχνουν οι καλυτεροι τυποι αυτου του κοσμου, και μαζι σε ψαχνει και ενα ρημαδι αυγο. Ρημαδιασμενε και εσυ, με τις μερες σου.

Εχει την ησυχια απο την κολαση.

Σε ενα σωστο κοσμο, θα κουκουλωθω και θα σε βρω κατω απο τα σκεπασματα με ενα φακο και μπισκοτακια στα μαλλια σου. Ακου τωρα, να ψοφας για καποιον που δεν ξερεις ακομα. Και αν εισαι κακος? Θα σ’αγαπαω το ιδιο. Και αν λες ψεματα? Θα το καταλαβαινω και θα σου ριχνω πιπερι στο γαλα σου. Και αν εισαι φοβιτσιαρης και με κρατας ξυπνια για να μη σκεφτεσαι κακα πραγματα? Θα σου φτιαχνω ιστοριες με γυαλινα φρουτα που κανουν πατιναζ. Για μενα θα εχεις νοημα ετσι και αλλιως. Επικινδυνες μαγειρικες. Μακαρι να ηταν κανονικο βραδενιο βραδυ για λιγο να ηρεμησει η καρδια μου. Αυτη η μυστηρια μονιμη μερα ειναι πιο εξαντλητικη και απο τη φορα που μας βαλανε να τρεχουμε γυρω γυρω το προαυλιο και κρυφτηκα πισω απο ενα δεντρο και στον τελικο γυρο εκανα την ιδρωμενη θριαμβευτρια. Ξερεις τι ειναι να κοιμασαι και να’χει μερα? Εξοντωτικο. Το βραδυ οι γλαροι κοιμουνται κατω απο τα δεντρα και ξυπνανε οι ναυτες του βυθου, ετσι ακουσα τη νυχτα που φτυαριζα καρβουνο στο τανκερ. Α, το κεφαλι μου τα σπαει. Και αν εισαι μανιακος με τη μερα και θες να ζησουμε καπου που να μη νυχτωνει ποτε? Καλα, το συζηταμε. Και αν με αγαπας μονο οσο ειμαι καπου που δε με βλεπεις? Θα ταξιδευω συνεχεια για να σου στελνω καρτες με φωτογραφιες με παραλιες. Δε σου λειπει ενα κοριτσι να καθεστε μαζι Σαββατο πρωι και να ακουτε μπιμπισι σκοτλαντ οσο προσπαθειτε να συναρμολογησετε μια φτηνιαρικη βιβλιοθηκη απο το ικεα? Δε θελεις να εχουμε απλωμενα ολα τα προγραμματα για οργανωμενα τουρς στην Ιταλια για μεσαιωνικη ιστορια και στην Ανταρκτικη με το παγοθραυστικο καραβακι? Θα κατεβω την ανεμοσκαλα με ενα σφυρι και θα χτυπαω μικρες τρυπες στον παγο στη σειρα και μετα θα ξανανεβω τρεχοντας και θα κοιταζουμε το καραβι να ανοιγει μια τελεια γραμμη σαν κεραυνο και τους χοντρους πιγκουινουληδες να χτυπανε παλαμακια. Γινονται ολα αυτα, αν θες να ξερεις.

Αν ειχα μια φυσιολογικη ευχη. Να ημουν σε ενα νησι σημερα το βραδυ. Να φοραω ενα φορεμα, οχι και καλα φορεμα με τζην απο μεσα, φορεμα, και γυφτικες σαγιοναρες με φοινικες. Να καθομαι σε μια βρεμενη ξαπλωστρα στην αμμο και να ακουω το Αμαντο Μιο απο μακρια. Να μυριζω πανω μου μανγκο και καρυδα και να καπνιζω με μικρουτσικα γκλουπ γκλουπ αμιτας. Να μη γραφω σε αυτο το ουσταποδω γκριζιασμενο φως, εντεκα τη νυχτα. Εκει που βγαινουν τα ψαρακια και οι μεδουσες και σου φιλανε τους αστραγαλους, καταλαβες που λεω. Ο Κηφεας να ειναι εκει που τον αφησες χτες και να αφηνω το κεφαλι μου να τρεχει και να απλωνεται σαν τραχανας. Οι γλαροι θα κοιμουνται ανασκελα στα ποδια μου και να σε ακουσω να ερχεσαι με τη ζακετα μου. Θα σου κανω χωρο, ειμαι τοσο καλη. Να αγκαλιασεις τα ποδια μου και να μου μιλας στο αυτι, απο τη μια εσυ ζεστος και απο την αλλη η βρεγμενη αμμος. Καταλαβαινεις ποσο συγκλονιστικη σκεψη ειναι αυτη? Ανατριχιασαμε μαζι, πιασε κοκκινο.
«Θελω να σε φιλησω μεχρι να ξυπνησουν οι γλαροι»
Αλατισμενη καρδια μου με καβουρακια και μικρες ξεραμενες ντοματες. Βλεπεις ε. Πολυ ασχημα. Να τρωμε ροδακινα και αθερινακια μαζι και να μας πιανει αναγουλα. Οταν ξαναβραδιαζει βγαζω τα γυαλια μου και παιζουμε κρυφτο μεσα στα καλαμια στην Αντιπαρο. Μην κρυβεσαι και πολυ καλα, εδω στην ευχη μου νυχτωνει κανονικα. Πωπω ποσο λυπαμαι. Μικρο Χωριο, μικρουλι Μικρο Χωριο στην Τηλο. Να καθομαι πανω σου βρωμικα μεσα στο γκρεμισμενο σπιτι με τα πρασινα φωτακια. Ηθελα να σε φερω εδω στην ευχη μου. Ησυχη, καλη Μαριλιζα με πρασινο δερμα και σκισμενο φορεμα. Οι τοιχοι ξανασηκωνονται γυρω μας για να ξαναπεσουν, κρατησου απο τη μεση μου. Θα γραφουμε λεει σκατιασμενα ποιηματακια στα ποδια της Μαρουλας στον Κοτσινα οσο περιμενουμε την πιτσα μας.

Αν μ’αγαπας και αυριο, αποψε να το δειξεις
Γιατι μπορει και να μη ζω, τα διχτυα σου σαν ριξεις.

Να χοροπηδαμε με τις κοκκινες κατσαριδες και τα σαμιαμιδια. Ενα σαμιαμιδι για καθε φορα που σε φερνω στην ευχη μου, αγαπη μου. Διαφανενια σαμιαμιδια με κοκκινα ματια σε κοιταζουν να πλησιαζεις μεσα απο τα πεδιλα μου. Μετα στο κρεβατι μας, να μου φορας ενα μακρυ νυχτικο και να μπλεκεσαι μεσα και εσυ. Ετσι να κοιμομαστε, μεσα σε ασπρα βαμβακερα φυκια και να εχει δροσια στο δωματιο γιατι αφησες το παραθυρο ανοιχτο να μην ιδρωσω. Αμεσως πριν κοιμηθω θα διαλεγουμε ενα οτιναναι θεμα για να δουμε αν μπορουμε να το αναλυσουμε στον υπνο μας. Πως να ζητησω να ξημερωνουν τετοια πραγματα. Αυτο ειναι σκετη ηλιθιοτητα, να μεινει βραδυ λεω. Να ξυπναμε αν θες ομως. Να μαθουμε να τα λεμε αλλιως. Ενα φιλακι για καλημερα, δυο φιλακια για διπλη καλημερα. Καλημερα στον καθρεφτη του μπανιου απο σοκολατιασμενα δαχτυλα, με χελιδονια οπως στις παλιες ζωγραφιες. Να θυμηθω να δεσω τα μαλλια μου στα χερια σου το πρωι. Να σιγουρευτω οτι δε θα ξεχασεις οτι παλι ησουν εδω. Οι γλαροι τουμπαρουν στον αερα και στριγγλιζουν, μου στελνουν μηνυματα στο κινητο μου για να μου πουν οτι δεν ηρθες ακομα. Ναι ξερεις, παντα οι γλαροι.

Η τελευταια σελιδα απο ενα λευκωμα εξηντα χρονων, κατω κατω κατω. «Οποιος σ’αγαπαει περισσοτερο απο μενα, ας γραψει απο κατω». Εσυ τυλιγμενος σε ενα μεγαλο χαρτη του κοσμου για να στεγνωσεις. Τρεχω και πεφτω πανω σου για να σε ριξω κατω και να γελασω αλλα εσυ μας κρατας και τους δυο και μου βαζεις αντηλιακο στη μυτη. Ανοιγεις το χαρτη και με βαζεις και εμενα μεσα και καθομαστε ταχα μου να δουμε κανενα δελφινι. Δε βγαινουν τοσο εξω τα δελφινια μικρο μου βλακακι! Ελα να περπατησουμε τυλιγμενοι σα μεγαλο χοτντογκ ολη την παραλια πανω κατω. Φυγε απο μπροστα μας παιδακι, θα σε πατησουμε, εχουμε ενα γιγαντιο ποδι μονο. Εδω ειναι παλι Λημνος, αυτο θα ειναι το νησι μας αν θες και εσυ. Να σε παω να γνωρισεις το Λαμπρο το φιλο του μπαμπα μου που ειναι πανεμορφος σαν αγγελακι χιπης. Μετα μπουκωμα με γαριδες και να βρουμε τη Χριστινα και το Σταθη για τουρνουα χαρτιων, θα σου πω στο δρομο για τη Μυρινα. Να παρουμε και αρχαια σχολικα πραγματακια απο δω να τα’χουμε το χειμωνα. Να, εισαι παλι τοσο πραγματικα εδω που μου φαινεται οτι νυχτωνει λιγο.

Αν δεν ερθεις, λοιπον. Αν δεν ερθεις θα μεινω εδω μεχρι να με φανε οι γλαροι. Ξερω οτι δε σου βγαζει νοημα αλλα με βαση τους υπολογισμους μας οτι υπαρχεις και εισαι για μενα, πρεπει, πρεπει να αρχισεις να ερχεσαι. Τωρα να εισαι καπου μισοκοιμισμενος και να καπνιζεις και εγω εδω να σχεδιαζω κυκλους στο παραθυρο. Αν ειχα μια νυχτερινη ευχη. Να υπαρχεις στ’αληθινα. Να μην περιμενω κατι τοσο ανυπαρκτο οσο το βραδυ στο Αμπερντιν. «Οποιος σ’αγαπαει περισσοτερο απο μενα, αργοπορημενε καλε μου, ας γραψει κατω απο τα φτερα των γλαρων».
Το Μικρο Χωριο αναβει τα φωτα του ενω εδω ειναι ακομα μερα.

3 comments:

Anonymous said...

Υπάρχει, μην το βάλεις ποτέ κάτω. Το ξέρεις κι εσύ, άλλωστε, έστω κι αν όταν σου έρθει μπορεί να μην είναι αυτό ακριβώς που φαντάζεσαι. Μπορεί χειρότερο, αν είναι όμως καλύτερο; Τι είδους πάρτι θα' ναι αυτό;
Το σίγουρο είναι πως ο άνδρας αυτός είναι τυχερός. Το ίδιο κι εγώ, που σε ανακάλυψα τυχαία, σκέψουν μόνον πως η Αμπερντίν είναι η αγαπημένη μου σκωτσέζικη ομάδα, νοητά έχω πάει εκεί κι έχω δει τους γλάρους να φτερουγίζουν ξαφνιασμένοι την ώρα που οι lads φώναζαν goal...
Συγνώμη Μαριλίζα. Δεν είχα δυνατότητα τις τελευταίες μέρες να σε δω. Τώρα γύρισα και είμαι πάλι γοητευμένος. Γύρισα από ταξίδι κι εσύ με ταξίδεψες πάλι. Μαγεία είναι αυτή, μη γελιέσαι.
Magic is on blogόσφαιρα, on this particular blog...
Γιάννης

The Gardener said...

na me sugxwrisete gia ta gkriklis alla to pc tou panepistimiou den exei kamia prothesi na me afisei na grapsw ellinika. oxi oti exw tipota kosmoistoriko na pw alla einai i deuteri fora pou akouw gia tin omada tou Aberdeen mesa se 12 wres ekei pou den iksera kan oti to Aberdeen exei omada gia to otidipote. pou enisxuei ti thewria mou oti oi andres einai apla pio koul onta gia na tous milas apo tis gunaikes. einai aksioperiergo, viologika astirikto kai 500% goiteutiko.

Anonymous said...

Αρκεί να μην έχεις μείνει εκεί μέχρι να σε φάνε οι γλάροι. Ανησυχητική η αποχή σου από εδώ Μαριλιζάκι.
Γιατί, δηλαδή, Κοίταξες κάτω από τα φτερά των γλάρων και δεν είδες τίποτα;

Γιάννης