Thursday, May 31, 2007

Τραγουδακια Για Τους Βραδυνους Εξερευνητες

Κοιταξε την. Κοιταξε την πλατη της και τα μαλλια της. Κοιμαται με μουδιασμενα ποδια, δε γαργαλιεται. Κατι δε μου παει καλα. Ελα να κατσουμε μαζι διπλα της, ξαπλωσε στο μαξιλαρι της και κοιταξε την μεχρι να βγαλει ξανα νοημα. Να της μιλησουμε λες; Φοβαμαι μην την ξυπνησω και ξανατρομαξει. Σου εχω πει οτι αν ενωσεις ολα τα σημαδια στο σωμα των ανθρωπων φτιαχνεις χαρτες; Αληθεια σου λεω, ετσι εχω παει στα καλυτερα μερη. Ξεκινας απο το πισω μερος του λαιμου τους και κατεβαινεις με τα δαχτυλα σου μεχρι τα ποδια τους και στο τελος εχεις χαρτες σαν των ναυτικων, και αν τους διαβασεις σωστα σου λενε πως να πας εκει που θελει αυτος ο ανθρωπος. Παμε μαζι, βαλε το δαχτυλο σου εδω που τελειωνουν τα μαλλια της. Τρια στην πλατη της, δεκαεξι απο τους ωμους της μεχρι τις παλαμες, εννια απο το στηθος της μεχρι τα ποδια και αλλα εντεκα μεχρι τους αστραγαλους. Σιγα, μην την πιεζεις και ξυπνησει σου λεω. Κοιταξε την παλι. Αυτο εννοω, βλεπεις τι σχηματιζεται πανω της; Εκει πρεπει να πας αν θες να σε αγαπησει. Ο χαρτης αλλαζει, να την ψαχνεις συχνα για να μη χασεις το δρομο. Βλεπεις πως σε μερικα σημεια καιει και αλλου ειναι παγωμενη; Ειναι οι χαρουμενες και οι ασχημες μερες. Ειναι οι ανοιχτες θαλασσες και οι παγιδες στο δασος. Εκεινη σε κατευθυνει για να μη χαθεις. Βλεπεις πως σε μερικα σημεια η ανασα της γινεται γρηγορη και αλλου ηρεμει; Ειναι οι αγαπες της και οι πονοι. Οχι, σωστα σου τα εξηγω. Στον πονο ησυχαζει το σωμα, ετσι δενονται πανω του οι μαυρες σημαιες για να δειχνουν τη λυπη. Οι γραμμες της στεναχωριας κατεβαινουν στα ποδια της σαν σαλιγκαρομονοπατακια, πηγαινε κοντα να τις δεις γιατι ειναι μεσα απο το δερμα. Διαβασε τι λενε. Παντα να τις διαβαζεις γιατι εκει κρυβουν ολοι τα σημαντικα πραγματα. Κανεις δεν αγαπιεται πραγματικα αν δεν εχει διαβαστει. Και αν δε στα λενε απο μονοι τους εσυ να τα διαβαζεις κρυφα, αυτο θα σου συγχωρεθει οταν ερθει η ωρα.

Κοιτα ποσα λυπημενα σαλιγκαρια κοιμουνται στις πατουσες της. Σπανια τα βλεπεις τοσα πολλα μαζι. Θα τα μαζεψουμε και θα τα βαλουμε μεσα στο παπουτσι της για να μην τα ζουπηξει οσο κοιμαται. Αχ, αυτο κοιτα, ροχαλιζει κιολας, με ξετρελαινουν αυτα τα μικρακια. Κουνησε το απαλα διπλα στο αυτι σου, ειναι γεματο κλαματονερο, ακους που κανει γκλουπ γκλουπ; Αν σπασει κατα λαθος το σαλιγκαρακι θα δεις μεσα μισοπνιγμενους αυτους που της εκαναν κακο, να σου φωναζουν με τα ρουχα που φορουσαν τοτε, και αυτους που πληγωσε εκεινη, με τα μαλλια τους να σταζουν και τα ιδια σοβαρα βλεμματα που ειχαν οταν τους ειδε. Ολα τα σαλιγκαρια εχουν μεσα ανθρωπους, εκτος απο αυτα τα διαφανα, οριστε κοιτα. Αυτα εχουν μεσα τους θανατους. Εδω εχει πυργακια απο ασπρη αμμο και σκουριασμενα επιπλα κηπου. Μη χασουμε κανενα, θα την ψαχνουν το πρωι και δεν πρεπει να τα πατησει οταν σηκωθει. Πιασε και εκεινο που κατρακυλαει στην κουβερτα, ε το χαζο. Σε στεναχωρησαν και σενα, θα σου πω αλλα πραγματα τωρα.

Οι μεγαλοι θυμοι. Σηκωσε τα χερια της και μυρισε την απο τη μεση των μπρατσων της μεχρι τους καρπους. Λιωμενο πλαστικο και βενζινη. Απο τα νευρα και τα μουτρα. Λεβαντα στο μεσα μερος του αγκωνα γιατι αυτο την ηρεμει. Αυτη η τριτη μυρωδια δεν ειναι ιδια σε ολους, μερικοι μυριζουν βρεγμενα φυλλα και αλλοι κανελες και μαλακτικο ρουχων. Πολλες τριτες μυρωδιες. Εδω εχεις λεβαντα γιατι ειδε τα λιονταρια να κυλιουνται σε ενα υφασμα ποτισμενο με λεβαντα σαν μεγαλοι γατουληδες. «Αν πιανει με τα λιονταρια», σκεφτηκε. Οι θυμοι μενουν και στα κοκκαλα, καθονται πανω τους σαν αλατα. Πιασε τα πλευρα της, νιωθεις πως ειναι τραχεια και ανισα; Οσο μεγαλωνουν οι ανθρωποι που ειναι συνεχεια θυμωμενοι, τα κοκκαλα τους γινονται σαν ξυλακια με μαλλι της γριας, στο τελος τα πνευμονια τους σκανε και πεθαινουν αφηνοντας μια φανταστικη μυρωδια ζεστης ζαχαρης. Ωραιοι τυποι τα θυμωμενα ζαχαρωτα.

Τωρα θα σου μαθω τους φοβους και τις ανασφαλειες. Αυτο ειναι πιο δυσκολο γιατι δεν αφηνουν σημαδια απεξω. Βαλε το αυτι σου στη μεση της πλατης της. Ακους που κανει ενα μικρο βομβο; Εκει μεσα καθονται, κοντα στο στομαχι. Στις ακτινογραφιες φαινονται σα χνουδωτα συννεφακια του Μαγκριτ. Στις ησυχες μερες εχουν ενα απαλο γκρι χρωμα και διαλυονται αναμεσα στις αρτηριες γιατι τους αρεσει αυτο το κοκκινο. Οταν κατι μας τρομαζει τα συννεφακια πυκνωνουν και μαυριζουν, και αρχιζουν να βρεχουν μελισσες. Τοτε ακους το βουητο χωρις να πας κοντα. Γεμιζει το σωμα και γινεται ακαμπτο, ολο καπνους και γυρη. Φοβομαστε και φτυνουμε φτερουγες υμενοπτερων. Σου αρεσε αυτο, γι’αυτο στο εξηγω ετσι. Αν δε με πιστευεις φτυσε μεσα στην παλαμη σου και κοιτα. Τα ενοχλησα επειδη μιλησα για αυτα. Να το θυμασαι οταν ξαναφοβηθεις, Σκεψου τα μωρα μελισσες να περπατανε προσεκτικα πανω στη σπονδυλικη σου στηλη και μην τα αγριεψεις. Κανε κατι, οτι να’ναι, κατι να σε ξεφοβιζει. Κοιτα τι την ξεφοβιζει για να παρεις μια ιδεα. Αν πασπατεψω τις μελισσες στην πλατη της, ακου.

«Σαν το Μανι το Μαμουθ, σαν το Μανι το Μαμουυυυθ, σαντοΜανιτοΜαμουθ». Τραγουδακι παιδι μου, κανε ενα τραγουδακι για την ξεφοβισια. Γελας βρε βουρλο. Πλακα εχει που γελας. Θα σου πω για την αγαπη.

Εδω δε χρειαζεσαι βοηθεια. Στην κοιλια της, οι γραμμες φτιαχνουν ενα ματι στην κοιλια της. Το βλεπεις που ειναι κλειστο; Οταν μας ξεχναει η αγαπη, το ματι κλεινει για να φυλαξει τα μεσα μας. Το ματι ειναι γιατι οταν μας αγαπανε νιωθουμε προστατευμενοι. Πηγαινε απο πανω της και δωστου ενα φιλακι στην ακρη του βλεφαρου. Ωραια, κανε πισω τωρα και προσεξε το. Χα, με σκοτωνει καθε φορα που γινεται αυτο. Το βλεπεις πως ανοιγει σαν αυτα τα νουφαρολουλουδα στην Κερκινη; Κανε οτι ειμαστε οι ερωδιοι στις φωλιες τους στη μεση της λιμνης. Σε ψαχνει το ματι, ψαχνει αυτον που το ξυπνησε. Κοιτα πως σε παρατηρει, καταλαβαινει οτι εισαι εσυ και οχι εγω. Οι ερωτευμενοι εχουν κατι ματια πανω τους να! μεγαλα και ορθανοιχτα σαν ιπταμενους δισκους. Οι μονοι τους εχουν αυτα τα κοιμισμενα. Οι γυναικες εχουν γατισια ματια σα μαχαιριες, και οι ανδρες εχουν ματια λυκων. Αλλα ολα αυτα τα ματια ειναι φυτεμενα εκει για να ψαχνουν και να ρωτανε. Ακομα και κλειστα κουνιουνται στον υπνο τους και ανοιγουν αμεσως, σαν αυτο το καημενο, κοιτανε μηπως χασουν αυτον που πρεπει να βρουν. Αν τα ξυπνησεις και τα κοροιδεψεις πλακωνονται στο κλαμα, και τα δακρυα τρεχουν πανω στην κοιλια μας και ξανακρυβονται στο σωμα απο τον αφαλο, γιατι αυτα τα δακρυα δεν ειναι για κανεναν αλλο, με πιανεις. Οχι ματι, δε λεω για σενα, γενικα μιλαμε. Δε σε ξυπνησαμε για να σε κοροιδεψουμε. Εισαι το πιο πανεμορφο κοιμισμενο ματι ολων των εποχων, εισαι ο Βασιλιας-Ματι, θελαμε μονο να σε θαυμασουμε, Υπερματιαστικο Ματι. Πες και συ κατι, δεν το βλεπεις που ειναι ετοιμο να στεναχωρηθει; Να, ξανακλεινει. Παλι καλα που δεν το αναστατωσαμε. Αρκετα ενοχλησαμε το ματι, αρκετα την ενοχλησαμε ολοκληρη μου φαινεται.

Ξημερωνει και πρεπει να σε διωξω, καταλαβαινεις. Θα ξυπνησει και δε γινεται να εισαι εδω, το βιβλιο μου λεει οτι δε θα σε γνωρισει ακομα. Την επομενη φορα που θα τη δεις εκεινη δε θα σε ξερει οπως την ξερεις τωρα εσυ, γι’αυτο να προσεχεις, μην προδοθεις και την τρομαξεις. Κανε οτι τη μαθαινεις σιγα σιγα οπως θα σε γυροφερνει και εκεινη, αλλα εσυ θα θυμασαι οσα σου εδειξα, θα εχεις το χαρτη της που ειναι σαν τους παλιους αστρονομικους χαρτες με τις αρκουδες και τους τοξοτες. Δε θα εισαι μονος σου. Το ματι δεν ξεχναει.

1 comment:

lennuu said...

υπνωτικό :)