Saturday, November 17, 2007

Μπηκαν Στα Ψηλα Τα Καστρα Και Την Κλεψανε

Παληκαρια, βαρεθηκα να γραφω για λυπητερα. Να πω για τα αγρια.

Γεμιζει λοιπον το κεφαλι με Διαολο και δεν τον κουναει τιποτα. Κλαματα και φουστες και βιβλια σωριαζονται στο πατωμα και ο Διαολος τους σκαει μια κλωτσια και τα πεταει στη γωνια που ειναι γονατισμενος ο ξενος και προσευχεται για τη σωτηρια μου. Και ποιος σταδγιαλα σου δινει το δικαιωμα να ενοχλεις το Διαολο οσο μου μιλαει χριστιανε μου (λιτεραλι). Αυτο ειναι το προβλημα, κανενας σεβασμος στο Διαβολο. Που αν το δουμε επιστημονικα το θεμα, παληκαρος και αυτος. Σαν και σας εννοω, οχι σαν το Θεο, αυτος με εχει βιδωσει τωρα στον Τελευταιο Πειρασμο. Αυτος κραταει το χερι του Καζαντζακη και γραφει, αυτος ντυνει τον Ιουδα ολο με φωτιες και τσεκουρια, ασε δηλαδη τι κανει στο κοριτσαγορι το Χριστο. Μεχρι και εγω τον λυπαμαι. Το Χριστο, οχι το Θεο. Μεγαλη καταπιεση το ατομο. Κοιταζεις ψηλα, που ειναι ο Οριωνας? λιγο πιο αριστερα ,και μουρμουριζεις Σε Ποιον Τα Πουλας Αυτα Ρε Ανυπαρκτε? Και η φυλαγμενη βρισια παιρνει αλλον αερα, γινεται φοινικας διπλα στη θαλασσα που ειναι πρασινη και γυψινο αγαλμα του Διονυσου σε συντριβανι στο Μιλανο. Ετσι, ησυχα και πολιτισμενα σε περιφρονω και εκνευριζεσαι. Στελνει λεει ο Θεος τον Ιουδα κατω να με πεισει, λεει. Ποιος τωρα, ο Ιουδας. Ο Ιουδας και ο ξενος. Ο Θεος φοραει παιδικα γαντια του μποξ και ξαπλωνει κατω απο το φοινικα διπλα στη θαλασσα. Αλλα και εκει σε περιμενω, εννοια σου, και η θαλασσα αγριευει και γεμιζει κυματα απο ιδρωτες και κλαματα. Ξαφνιαζεται ο Ψηλος και φωναζει τα αγγελακια του. Του τα στελνω ντυμενα μουλεν ρουζ. Εκει να δειτε γελια. Εγω γελαω, ο Ψηλος στραβωνει. “Δεν ανησυχεις για την ψυχη σου?”, με ρωτησε μια φορα. “Γιατι, αυτη ανησυχει για μενα?”, απαντησα. Εξυπνακιας απο μικρο. Μου στειλε μια αμυγδαλιτιδα απο την κολαση μετα απο αυτο, ειναι λιγο μανιαμουνιας.

Αγριευω, παληκαρια. Αγριευει το σωμα. Ζηταει δικαιοσυνη για τις αδειες μερες, ζηταει σπιτι. Εκει ζει ο Διαολος και με πιλατευει. Βλεπω στον υπνο μου φιλια και τα ψαχνω τη μερα. Βλεπω τον κοσμο να αγαπιεται και να χωριζει και εγω καθομαι στην ακρη με ενα μεγαλο κομπιουτερακι και ολο μετραω. Πως μετριεται η αγαπη στις καρδιες των αγριεμενων ανθρωπων. Με μοναξιες, ετσι τη μετραμε. Πως ηταν οι Ζηλωτες οι τρελαρες, που τρεχανε με μαχαιρια και σφαζανε Ρωμαιους και προδοτες μεσα στη νυχτα? Στερεισαι τη δικη σου ζωη για να δωσεις ζωη στο λαο, λεγανε. Ετσι ενα πραγμα, ετσι αφιλητοι και μουτρωμενοι κυνηγαμε την αγαπη, με μαχαιρια αναμεσα στα δοντια. Εγω ειμαι απο τους φλωρους Ζηλωτες, ακομα χαχανιζω και κανω γλυκες. Αλλα το σωμα ρωταει, τι να λεμε τωρα, αυτο ειναι που πρεπει να σε αγαπησει για να ησυχασεις. Ελα πια με τα ρομαντικα σου. Ελα πια που πιστευεις ακομα στον παλιο κοσμο. Ναι, αλλα ετσι ειναι. Στον παλιο κοσμο λοιπον, ολα ηταν ομορφα. Μεχρι και το σωμα ηταν ευγενικο, μονο για αλλα σωματα αγριευε. Αυτο παω να εξηγησω σε οποιον μ'αγαπαει, “για σενα θα λυσσαξει το σωμα μου, εσενα θα ζητησει να φαει πριν να κοιμηθει”. Εχω μια ατελειωτη αγαπη για τα ρομαντικα. Το προβλημα δεν το εχω εγω, η επιστημη το εχει στην ουσια. Οταν εισαι εγω, αντι να σε μοιραζονται Θεοι και Διαολοι, σε μοιραζεται το ρομαντιλικι και το εργαστηριο. Γελαμε, βλεπω. Το εργαστηριο δεν ειναι μικρο πραγμα ομως. Εκει μεσα φτιαχνονται και πεθαινουν οι Μεγαλοι απο πανω. Εκει μεσα σε χανει το σωμα και βρισκεις την ευκαιρια να ανασανεις. Του κλεινω την πορτα στα μουτρα και γραφω τα γραμματα μου στον Αρη με την ησυχια μου. “Ακουσε να δεις”, του λεω, “θα σου στειλω ενα κουμπακι. Αν ζεις πατησε το, αν δε ζεις λιγο δυσκολο να το πατησεις”. Και ο Αρης ακουει σαν παιδακι στο νηπιαγωγειο. Τον σκεφτομαι να μας βλεπει απο μακρια και να περιμενει, εκει με πιανει φοβερη ανησυχια και βιαζομαι, συνεχεια βιαζομαι και κανω λαθη. Παληκαρια, εγω θα δειξω οτι υπαρχει ζωη στον Αρη. Ενα πρωι που θα βουηξουν τα ραδιοφωνα και οι τηλεορασεις, εγω θα ειμαι απο πισω. Ειναι θεμα τιμης, ειναι θεμα μοναξιας, ειναι μεγαλο θεμα αθεοσυνης. Φτιαχνουμε ενα πειραμα, το πειραμα θα μιλησει.

Και αν δεν υπαρχει τιποτα στον Αρη?

Θα υπαρχει στην Ευρωπη, θα μενει στον Τιτανα, θα σβουριζεται στα συννεφα του Οορτ, που στανταρ βρωμοπεισμωσε να τα πατενταρει γιατι οταν ηταν μικρο το κοροιδευαν για το επιθετο του. Και η παρανοικη σκεψη της νυχτας μας, μια ευγενικη προσφορα του οικου κοσμηματων και μαργαριταριων Τζει Εντ Πι: και πουθενα να μην υπαρχεις γυρω απο τον Ηλιο, τα παιδια μου θα σε βρουν. Γιατι φυσικα δεν εχω παρατησει τη ζωη μου για να παραιτηθω αν με πιασει τελικα ο Ψηλος και μου κανει τα μουτρα κιμα. Τα παιδια μου θα σε κυνηγανε στον αιωνα τον απαντα. Και καθε καινουριο Μαριλιζακι θα κουβαλαει ολα τα παλιοτερα, που θα καθονται πανω του και θα του φωναζουν να τρεξει, θα το συμβουλευουν, θα το προσεχουν να μην κανει τα λαθη μου. Και που θα μας πας, ενα απο ολα θα σε πιασει στο χερακι του και εσυ δε θα κρατηθεις και θα βγαλεις ενα μικρουτσικο Μπου! και το παιδακι μου θα σε δειξει σε ολο τον κοσμο, σε ολους οσους ειναι καταμονοι και τρομαγμενοι σημερα το βραδυ και χιλια βραδια απο σημερα. Τα κοριτσια ρωτανε τι θα αλλαξει αν δειξουμε οτι δεν ειμαστε μονοι μας στον κοσμο. Γυναικες, γαμωτο, γι'αυτο γραφω για τους ανδρες εγω. Καθεται τωρα ο Ιουδας στο βραχο του πανω απο τον Ιορδανη και προσπαθει να ακουσει τι λεει ο Χριστος με το Βαπτιστη. Ο χρονος δεν αλλαζει το γεγονος, ο Ιουδας ακομα καθεται και στηνει αυτι. Και θυμωνει γιατι ξερει οτι εκει μεσα βρισκεται μια σωτηρια, ενα κατι ρε παιδι μου, ενα απεριτιφ. Καποιος πρεπει να τον λυπηθει και τον Ιουδα στην τελικη, ρε κοριτσια. Καποιος πρεπει να του πει τι λενε. Και επειδη ειναι γνωστη η μηδενικη μου επιστημονικη ηθικη, μην ιδρωνετε, θα του πω εγω τι λενε. Και θα νιωσει λιγοτερο μονος του και λιγοτερο τσαντισμενος με το Συμπαν. Το οποιο, στην περιπτωση που δε σας ηρθε το μεμο, ουδεποτε συνομωτησε για την παρτη σας. Το πολυ να συνομωτησε για το ποιος θα φυγει απο το Φειμ Στορι, και ευτυχως θεε μου που εφυγε η Ασπα γιατι μου την εσπαγε το πηγουνι της.

Παρατηρουμε ολοι τα κεφια της Μαριλιζας ελπιζω.

Το γιατι εχει καθησει πανω μου αυτη η τρελη κομπλεξα ανωτεροτητας ειναι αγνωστο. Ειναι που ειναι το μονο πραγμα που δε μου φυγε ποτε, ετσι θελω και λεω. “Εικοσπεντε χρονια στα πριονια, κατι θα ξερω”. Εισαι μικρο, εισαι βουρλο, δεν πιστευεις στο Θεο απο τα ποτε σου (εκτος απο τη μεγαλη Παρασκευη που με πιανει ενα τρελο παραπονο και κλαιω μονη μου), δεν εχεις φιλους να σου περαδωθιασουν το κεφαλι να συνελθεις, πολυ θελει να τη δεις Γιος του Θεου? Για να ρωτησουμε και τον Ιησου:

-Μωρο Ιησου, απο ποτε καταλαβες οτι πακετο τα παντα, τουλαχιστον ομως εισαι ο γιος του Θεου?
-Απο τοτε που με ειπε μικροτσουτσουνο η Μαγδαληνη.

Λιτος και απεριττος. Ετσι ειναι ομως. Δεν πειθεστε κοριτσια? Εκζιμπιτ Μπι:

Η νιοτη ζηταει αθανασια,δεν τη βρισκει, συμβιβασμο δεν καταδεχεται, και απο περφανια αρνιεται τα παντα. Οχι καθε νιοτη, η νιοτη η λαβωμενη απο την αληθεια.

Παλι Καζαντζακης, ειναι προφανες ποιος ειναι ο τριτος ανεμος σημερα. Σε χτυπαει η πραγματικοτητα αυτου του κοσμου στη μουρη και σου σαλευει. Ψαχνεις αλλου, μακρια απο την καρδια των ανθρωπων, αυτη δεν ειναι να την εμπιστευεσαι. Αρχιζεις να κανεις μικρα βηματακια προς τα αδεια μερη. Εκει δεν εχει ουτε ανθρωπους ουτε μεγαλα δεντρα ουτε ανατομικα στρωματα ουτε τιποτα. Εκει καθεσαι και σκεφτεσαι μεχρι να λιποθυμησεις, και τοτε γυρνας για λιγο σπιτι σου για να μασουλησεις κατι. Στα αδεια μερη κυκλοφορουν κατι μυστηριοι τυποι. Φορανε ψευτικα μουστακια και τετραγωνα γυαλια ηλιου, και καθονται και σου μιλανε για να σε παρηγορησουν. Εσυ στην αρχη εισαι λιγο μισοπαραλυμενος απο τη στεναχωρια και τη βαρεμαρα, και αυτοι καπνιζουν μαζι σου και σου λενε κατι ιστοριες απιθανες, για μικροβια που αυτοκτονουν μολις καταλαβουν οτι το φαι δε φτανει για ολη την αποικια, και τους μικρουληδες ιους που ταμπουρωνονται μεσα στα κυτταρα σα νιντζες και βγαινουν μερικες γενιες μετα και χαλανε τον κοσμο. “Πρωτη μουρη στο Καβουρι ο ιος”, λενε και γελανε μονοι τους. Σου λενε οτι δεν ειναι αναγκη να πεθαινουμε, φταιει η τελομεραση και κατι τετοια ανωμαλα, σου δειχνουν ορχιδεες που μοιαζουν και μυριζουν με ανοιγμενα πτωματα για να ζαλιζονται τα νεκροφιλα εντομα και να τις γονιμοποιουν. Οπως εισαι λοιπον και εσυ μισοζαλισμενη σαν αλογομυγα-βαμπιρ απο τα αιματα και τα μεταθετονια, πετανε οι τυποι τα μουστακια και απο κατω ειναι κατι φανταστικες γυναικαρες που σε αγκαλιαζουν απο τους ωμους, κολλανε πανω σου και τοτε την εβαψες. Κοιτας γυρω σου και το αδειο μερος δεν ειναι πια αδειο μερος αλλα μια τεραστια φατνη, ετσι σου φαινεται, και εκειμεσα γεννιεσαι εσυ που θα σωσεις τον κοσμο. Οχι με τυφλους που ξαναβλεπουν και βλακειες, εσυ θα σωσεις τον κοσμο στα πραγματικα, με λαβαρα στον Αρη και ξεβρακωτους ιους της γριππης. Ο Διαολος παιδι μου, ο Διαολος εχει κατσει πανω σου και σε πλακωνει. Ετσι λεει ο ξενος, ο Διαολος ερχεται γλυκα και υπουλα, και σε γεμιζει με βρωμιες και λιωμενη ζαχαρη. Το προβλημα του υπερθεουσου ξενου ειναι το εξης: φοβαται σε βαθμο που καταληγει σαν τον τρελο γιαπωνεζο στο Ρινγκ 2 που κουβαλαει μια οθονη και βουταει στην πισινα. Γιατι ενταξει, ερχεται ο Θεος και σε γλυτωνει απο το φοβο του θανατου, σου παιρνει τη μαυριλα, σου δινει ενα τρειλερ, να, οριστε, αυτο γινεται μετα και καλωσηρθες και μπραβο που δε χουφτωσες ξενη γυναικα. Αλλα ο Θεος παιρνει μαζι και ολο το υπολοιπο θαρρος σου σε τοκους, ειναι ψιλοκωτσοβολος η κατασταση. Την ηρεμια της αθανασιας την πληρωνεις με ολη την υπολοιπη ζωη σου, που δενεται απο νομους και φοβιες που δε μας αξιζουν, το λεω και το λεω και το λεω, δε μας αξιζει να φοβομαστε τοσο πια. Ενω ερχεται στην τελικη ο Διαολος και σου λεει “κοιτα εδω, μπακστειτζ για τον Παραδεισο ξεχνα το προφανως, αλλα ζησε λιγο μονος σου ρε παιδι μου, παρε μιση ευθυνη για να δεις πως ειναι”. Μεγαλος πρεζεμπορας ευθυνης. Παιρνεις την ευθυνη εσυ το Κηφισιωτακι, την κοιτας απο δω, την κοιτας απο κει, ο Θεος στο σπιτι εχει αρχισει να φρικαρει και να παιρνει σβαρνα τα Επειγοντα, μασουλας εσυ την ευθυνη, μερικοι ξερνανε και τρεχουν σπιτι για χαμομηλι, μερικοι ειναι ανδρες και το σηκωνουν το αθλημα. Και τοτε ανταλλαζεις το φοβο του θανατου για ολους τους υπολοιπους φοβους, τον κρατας για να μην κρατησεις τα υπολοιπα.

“ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ, ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΡΙΜΟΤΗΤΑ ΣΟΥ”, ο Θεος σε κλειδωνει μεσα και κατεβαινει τις σκαλες σαν αρκουδα με πατινια. “ΚΑΙ ΔΕ ΘΑ ΒΓΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, ΠΟΥ ΟΤΑΝ ΤΟ ΛΕΩ ΕΓΩ ΕΧΕΙ ΑΛΛΟ ΝΟΗΜΑ ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ” τσιριζει και τα βηματα του απομακρυνονται.


Ναι, το σωμα και η επιστημη, χιλια χρονια και αλλα τοσα μεσα απο αυτη την κλειδωμενη πορτα. Εγω φταιω και το ξερω, γιατι τα κραταω και τα δυο. Πως να δωσεις ετσι το ονειρο, και φυσικα, φυσικα πως να προδωσεις ετσι το σωμα. Μονολογεις και νυχτωσε. Κουραστηκαν και ο Θεος και ο Διαολος και καθησαν και αυτοι στην κουζινα με κλειστο το φως.

-Μεταξυ μας τωρα, δε σου φυγε το αχτι σου να γυρισεις στον Κηπο να τελειωνουμε? Το χανει σιγα σιγα η μικρη και ειναι κριμα.

-Θυμασαι οταν ηταν πιτσιρικι που επαιρνε μουρη σιχασιας οταν κοινωνουσε γιατι δε μπορουσε που κοινωνουσαν ολοι απο το ιδιο κουταλι? Σιγα μην την αφησω.

-Απο μικρος μαυρο χτικιο ειχες, και ησουν στο τσακ να γινεις γιατρος, που να παρει.

-Δε μας χεζεις ρε Πατερα και συ και οι φιλοδοξιες σου για ολους.

-Χαμομηλακι για τα νευρα?

-Σκαστο, ηταν χαλασμενη και η ευθυνη και ανακατευομαι.

Sunday, November 11, 2007

Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον ἠδὲ λιπαυγῆ

μουσικη στον κηπο.


Θα πω για την ωρα του μυστικου.

Οριστε πως συμβαινει. Η Αννα με αφηνει εξω απο την αυλη μας και φευγει. Εγω περπαταω ενα μικρο ημικυκλιο γυρω απο το αυτοκινητο της και φτανω στην πορτα της αυλης και την κλεινω πισω μου. Μολις ανεβω τα τρια σκαλια μεχρι την πορτα της σκαλας, η ωρα του μυστικου. Η πορτα της σκαλας εχει τζαμι και βλεπω πισω μου το δρομο οσο ψαχνω τα κλειδια μου. Τοτε ερχονται. Μεσα στη νυχτα σηκωνονται απο τις ριζες των δεντρων στο ρεμα και τους βλεπω να πιανονται απο τα κλαδια για να βρουν την ισορροπια τους. Στεκονται εξω απο την αυλη και κοιταζομαστε μεσα απο το τζαμι της πορτας και τα προσωπα τους ειναι φωτισμενα απο το φως του δρομου που δεν ειναι κιτρινο αλλα λευκο, ειναι σαν φως νοσοκομειου, αλλα μεσα στα δεντρα δε φοβαμαι καμια αρρωστια, πραγματικη η ψευτικη. Κανουμε ολοι ησυχια, τους βασανιζω μεχρι να βρω τα κλειδια μου, τους κραταω μεσα απο το τζαμι γιατι δε μπορουν να κοιταξουν αλλου. Ακουω τα ποδια τους να δινουν μικρες κλωτσιες στην πορτα, σιγανες για να μην ξυπνησει ο παππους μου. Εκνευριζονται οσο περιμενουν. Πιανω το ξυλινο αλογακι που κρεμεται στα κλειδια μου, τα τραβαω εξω και τοτε μονο εχουν δικαιωμα να ρωτησουν. Ετσι ειναι η συμφωνια. Την ωρα που ανοιγω την πορτα ζητανε να πω ενα μυστικο. Ενα μυστικο απο το βραδυ που περασα. Ολα τα υπεροχα αγορια της ζωης μου, οι καταπληκτικοι και οι αγριοι και οι παρατημενοι, ολοι στεκονται μεσα στο τζαμι και περιμενουν το μυστικο. Το μυστικο πρεπει να μοιραστει την ωρα που μπαινω στο διαδρομο για τη σκαλα, και πριν, σιγουρα πριν κλεισει η πορτα πισω μου. Αλλιως το μυστικο πιανεται στην πορτα και διαλυεται. Ειναι θεσπεσια στιγμη, το μυστικο τιναζεται σαν σαντιγυ και γινεται πολλα μικρα πεταλουδακια, τα ασπρα πεταλουδακια του ρυζιου.

Σημερα το βραδυ γνωρισα καποιον που θα ξερω μεχρι να πεθανω

Σημερα το βραδυ δοκιμασα για νιοστη φορα να πιω λιγο απο το ποτο της Αννας και ανακατευτηκα

Σημερα το βραδυ οδηγησαμε απο την Αγια Παρασκευη στα Γλυκα Νερα, στο Κορωπι, στην Παιανια, στη Βαρη, στη Γλυφαδα, σημερα το βραδυ ημουν παλι μικρο και τα χειλια του Καραμανλη κουνιοντουσαν στις αφισες του και οι βρωμικοι ανδρες στο δρομο μου φανηκαν πανεμορφοι

Σημερα το βραδυ ειδα το κοριτσι με τα πιο ομορφα μαλλια του κοσμου

Σημερα το βραδυ ακυρωθηκε η συναυλια του Χαρουλη και στεναχωρηθηκα, μεχρι που ειδα το πιο τεραστιο ηλεκτρονικο ρολοι σε ενα μεγαλο δρομο που μαλλον ηταν η Συγγρου

Σημερα το βραδυ ξαναφορεσα ενα λουλουδι στα μαλλια μου που νομιζα οτι το ειχα χασει

Σημερα το βραδυ με επιασε μια βρωμικη σκεψη για το μπαρμαν στο Χοξτον επειδη κολαστηκα απο τα τατουαζ του

Σημερα το βραδυ τρομαξα τοσο πολυ που θελω να πεθανω αυτη τη στιγμη και να σταματησω να το σκεφτομαι

Σημερα το βραδυ μου λειπει ο Λυσιμαχος και ο Στελιος

Σημερα το βραδυ ολοι ξαναηταν ηλιθιοτατοι και μπασκλασαριες

Σημερα το βραδυ η Αθηνα ειναι το πιο υπεροχο μερος στη γη και ανακαλυψα οτι ξαναγινα κανονικη

Σημερα το βραδυ εδιωξα το ψαρι


Τα αγορια δε διακρινουν τα καλα απο τα κακα μυστικα. Δεν τους ενδιαφερει το μεγεθος και το βαρος του μυστικου. Το αρπαζουν στο αερα και υποκλινονται πριν πισωπατησουν μεσα στα σκοταδια. Τα αγορια ειναι δεμενα απο το Νερο και δεν τα νοιαζουν και πολλα πραγματα. Τους κοιταζω παντα καλα καλα αν και εχω βρει το αλογακι και το κραταω μεσα στην τσαντα μου. Ειναι πολυ διαφορετικοι απο οταν τους ηξερα. Κανεις τους δεν εχει μουτρωμενο η χαρουμενο προσωπο, σημαδι οτι το Νερο επιασε. Με περιμενουν ηρεμοι, μερικοι καπνιζουν και βλεπω χρυσαφενια κυκλακια μεσα στα ματια τους. Μολις πιανουν το μυστικο, την ωρα που ακουω την πορτα να κλεινει, το εσωτερικο της παλαμης τους φωτιζεται για λιγουλακι, εκει ακριβως που βολευεται το μυστικο πριν το κρυψουν κατω απο τα ρουχα τους. Ειναι μαγικα αυτα τα αγορια, σα συμμορια μονοκερων η αλλων απιθανων πλασματων. Και τα βλεπω μονο εκει, κατω απο το σπιτι μου στον πεζοδρομο, την ωρα που ολοι οι ανθρωποι του κοσμου κοιμουνται. Στην αρχη δεν ειχα καταλαβει τι συνεβαινε με τα αγορια, τα βλεπω απο πολυ μικρη, απο την εποχη του Αγγελου δηλαδη που ηταν και ο πρωτος που την πατησα. Ο Αγγελος ηταν κρυμμενος στο φραχτη με το γιασεμι της γιαγιας του που ενωνει τις αυλες μας, εκει στη μακρινη Βερονα. Το γιασεμι εχει νεκταρ στο μισχακι του και ο Αγγελος ηταν συνεχεια με ενα γιασεμι στο στομα και με δαιμονιζε να σκεφτομαι τι γευση θα ειχε αν φιλιομασταν. Γιασεμια και παρθενικοι επιταφιοι στη Ριζαρειο, ναι καλα. Επαιζε μπασκετακι στην πισω αυλη του και ακομα και οταν ιδρωνε μυριζε γιασεμι. Και να σε λενε και Αγγελο δηλαδη. Η γιαγια του Αγγελου με ελεγε Μαιριλιζ οταν σηκωνοταν απο το γιασεμενιο της κρεβατι. Και εδω σταματας Αγγελε, και ας εισαι ο πρωτος μονοκερος. Εδω εισαι μαζι με τους αλλους, εισαι μικρουλι με καρε μαλλι και μπιεμεξ και εισαι ντυμενος στα μαυρα. Σας καταλαβα, σας εχω καταλαβει καιρο αλλα φοβομουν. Τωρα θα δειτε.

Σημερα το βραδυ το αποφασισα

Η Αννα με αφηνει εξω απο το σπιτι μου οπως παντα. Κλεινω την πορτα της αυλης και γελαω μονη μου για αυτο που θα κανω σημερα. Ανεβαινω τα σκαλια και ψαχουλευω ενω τους ακουω μεσα στα φυλλα. Στεκονται εξω απο την αυλη και περιμενουμε ολοι μαζι μεσα απο το τζαμι. Βγαζω τα κλειδια μου και ανοιγω την πορτα, περναω στο διαδρομο και παιρνω μια ανασα σαν να προκειται να πω το μυστικο. Σηκωνουν τα χερια τους σα ρακετες και ετοιμαζονται και τοτε, τοτε κλεινω την πορτα στα μουτρα μου, μενω εξω και φωναζω μεσα στο κεφαλι μου

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΕΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ

Και τρεχω καταπανω τους. Βλεπω τα προσωπα τους να αλλαζουν, βλεπω μυστηρια χαμογελα στα προσωπα των αγοριων μου και τα χερια τους απλωνονται παλι, αλλα αυτη τη φορα προς εμενα, μου ανοιγουν την πορτα της αυλης και με οδηγουν ολοι μαζι προς τα δεντρα. Η συμφωνια κρατηθηκε, φευγουν με τη Μαριλιζα κλεισμενη στα νυχια τους. Φτανουμε στα δεντρα και τους βλεπω να σκαρφαλωνουν στους κορμους και να χανονται μεσα στα φυλλα, και τοτε ο Αγγελος που εχει μεινει τελευταιος με κοιταζει, λυνει τη μικρη αγοριστικη ζωνη του και δενει τον καρπο μου και τον καρπο του. Και με ανεβαζει. Μεσα στα φυλλα, διπλα σε κοιμισμενα περιστερακια και απορημενα κοκκινα μυρμηγκια, και περα απο τα φυλλα δεν ειναι ο ουρανος οπως νομιζα, αλλα οι ριζες, τα δεντρα κλεινουν σε κυκλους απο ρετσινι και ξυλο, και εμεις κολυμπαμε κατω απο τη γη, και ο Αγγελος βυθιζεται σε υπογεια νερα με ασπρα σκουληκια με ανθρωπινα ματια.

“Ο κοσμος ετουτος, καμωμενος απο πετρες και χωμα και κρεας, αραιωσε, γινηκε διαφανος, και φανηκε απο πισω του ο αλλος, καμωμενος απο φλογες και αγγελους.”

Εκει φτανουμε, στο διαφανο κοσμο που περιγραφεις κυριε Νικο. Δε φοβαμαι, δε φοβαμαι, δεν κανει να φοβηθω και τους αγριεψω, αλλα νατα, τα μαυρα νερα των πεντε ποταμων, νατοι οι σπασμενοι κεδροι και οι τριανταφυλλιες, να το Σκυλι και να οι ανθρωποι που δεν ειναι εδω κρυφα σαν εμενα αλλα δικαια, διαφανοι σαν πεπλα, και μυριζουν πατημενα γαρυφαλλα και βρεμενο μαρμαρο. Τα αγορια με κρυβουν αναμεσα τους και περπαταμε μεσα στην Αποκαλυψη του Ιωαννη την ιδια, και η Αποκαλυψη λεει ειναι πιο ησυχη και απο την ησυχια. Το μονο που ακουγεται ειναι ο ηχος του νερου μεσα στα βραχια και το θροισμα των ρουχων χιλιαδων ανθρωπων που γονατιζουν στις οχθες με μισοκλειστα ματια, αγκαλιαζουν μικρα διαφανα παιδακια και καμπουριασμενους διαφανους παππουδες και περιμενουν. Περπαταμε με γρηγορα βηματα και οι διαφανοι ξεμακραινουν. Αναρωτιεμαι ποσο αντεχει το μυαλο τον τοσο θανατο. Φοβαμαι οτι μολις καταλαβει το κεφαλι μου που το εφερα θα κλειδωθει για τα καλα και θα με εγκαταλειψει, και μετα αντε να βρω τον τροπο να γυρισω. Γι'αυτο του μιλαω με ηρεμη φωνη και το γεμιζω με τις ομορφες σκεψεις που μαζεψα ειδικα για σημερα το βραδυ. Η οχθη στενευει κατω απο τα ποδια μου και περπαταμε στην πλατη ενος αμμουδερου φιδιου και η ουρα του χανεται σε ενα σκισιμο στο βραχο. Τα αγορια γλιστρανε μεσα στο ανοιγμα και μολις φτανει η σειρα μου να περασω, το σωμα μου παγωνει και τα δαχτυλα μου γινονται μικρα πετρινα ψωμακια, κρατιεμαι απο τους βραχους για να μη σωριαστω και βουλιαξω στα θολα νερα.

Τα λευκα αδεια ματια του Ομηρου στρεφονται καταπανω μου και εκατομμυρια ασφοδελοι ανοιγουν τα πεταλα τους και μας παρατηρουν να στεκομαστε στο ανοιγμα του βραχου. Λιβαδια, λιβαδια κατω απο τη γη, οι ριζες τρυπανε το μαυρο γρανιτη και φτανουν στο νερο της Στυγας. Ακομα και στους γκρεμους και τις χαραδρες πανω απο το κεφαλι μου, ειναι λες και ειμαι κατω απο τη θαλασσα, στεκομαστε στην ακρη ενος υπογειου υφαλου και περιμενω να δω φουσκοψαρα και δρακαινες. Τα αγορια γονατιζουν και κοβουν μικρα ανθακια για τα μαλλια μου, το αρωμα των ασφοδελων ξεγελαει τους φυλακες και σε αφηνουν να περνας. Τα λουλουδια μπερδευονται στις πλεξουδες μου, χωνονται μεχρι το δερμα του κεφαλιου μου, και ειναι αυτα που με μυριζουν, εχουν καταλαβει τον ηχο των αιματων και αναστατωνονται. Ο υφαλος ειναι ζωντανος Μαριλιζα, οι ανεμωνες δεν ειναι φυτα, μα τι λετε, και ομως, δεν ειναι φυτα. Νατο, το κεφαλι μου αρχισε να μπαινει στο νοημα. Συγκεντρωνομαι στους ασφοδελους της μαμας της Σαντιμπελ για να το μπερδεψω, πιανει, ξαναρχιζουμε να περπαταμε. Προσπαθω να μην παταω τα λουλουδια, ξερω οτι μας παρακολουθουν, τι κολαση μας περιμενει τελικα οταν πεθαινουμε. Μολις φτανουμε στην αλλη ακρη, τα αγορια σταματανε και μυριζουν τον αερα σα λυκοι. Κανω και εγω το ιδιο, οχι οτι περιμενω να πιασω κατι, αλλα ποτε δεν ξερεις. Και ακουω βηματα μεσα στους ασφοδελους, κατι μας ακολουθει. Κρυβομαι πισω απο τον Αγγελο και τον κραταω απο τους ωμους. Το Σκυλι εμφανιζεται και μας κοιταζει θυμωμενο. Αυτο εχει τελειως αλλο νοημα οταν εχεις τρια κεφαλια, λεει το δικο μου ενα κεφαλι. Παραμεριζει τον Αγγελο και στεκεται μπροστα μου. “Μεγαλη σου ανοησια, κοριτσακι”, λεει το Σκυλι χωρις να βγαλει τον παραμικρο ηχο. “Εμενα μου λες”, σκεφτομαι μισομετανιωμενη, αλλα δεν παιρνω τα ματια μου απο πανω του. “Τιποτα δε σου μαθε ο Ταξιαρχης”, ξαναλεει εκεινο, αλλα παρατηρω οτι οι τρεις μυτες του ειναι γοητευμενες απο τη μυρωδια των ρουχων μου. “Πολλη ζωη για να περπαταει μεσα στη θανατιλα” ακουγεται η φωνη του στεναχωρημενη, “ελα κοντα μου”. Το πλησιαζω επισημα κλασμενη απο το φοβο μου και αυτο βαζει τη μια του κεφαλα κατω απο το χερι μου. “Θα σε παω εγω”, λεει. Τα αγορια μου δινουν μικρα φιλακια και ξαναδιασχιζουν το λιβαδι, ο Αγγελος γυριζει για μια στιγμη πριν χαθει μεσα στα λουλουδια και λεει κατι που δεν ακουω, αλλα το διαβαζω στα χειλια του: Ξανασκεψου το.

Το Σκυλι μας οδηγει μεσα στα σκοταδια. Εχω το χερι μου στην πλατη του γιατι δε βλεπω σχεδον τιποτα, το κεφαλι μου ανησυχει οτι τυφλωνομαστε. “Μπα” λεει το Σκυλι, “ετσι νομιζε και ο Ορφεας”. Καπου στο βαθος εμφανιζεται ενα μικρουτσικο κοκκινο φως, σαν κυματακι κατω απο το ηλιοβασιλεμα. Οι φλογες του νερου, ξερω που φτασαμε. Το Σκυλι αφηνει το κεφαλι μου να θαυμασει αυτο που κοιταζουμε, ειναι λες και αντι για νερο αυτο το ποταμι εχει πετρελαιο, ο Φλεγεθωνας κυλαει διπλα στα ποδια μας και ξερω οτι ειμαστε πια κοντα. “Ζεσταινομαι”, παραπονιεμαι αφηρημενα, και το Σκυλι ριχνει μια βουτια και χανεται μεσα στα φλογονερα. “Αποκλειεται” φωναζω και κανω τρια βηματα πισω, “Αποκλειεται ομως”. Σκεφτομαι την ειρωνεια του να πεθανεις στα εγκατα του Αδη. Ειναι καν επισημος θανατος αυτο, η πλεονασμος? “Η ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ?” ξαναφωναζω και ακολουθω το Σκυλι. “Ανοιξε τα ματια σου” ακουω τη φωνη του Σκυλιου, και κανω οτι μου λεει. Ειναι λες και ειμαστε πισω απο εναν κοκκινο κατταρακτη, ετσι το φανταζομουν παντα οταν το εβλεπα στις ταινιες. Οι φωτιες του ποταμου πεφτουν γυρω μας χωρις να μας ακουμπανε, σα Χριστουγεννιατικες βροχες απο λαβα. Με πιανει νευρικο γελιο απο το δεος. “Γιατι δεν καιγομαι?”, ρωταω το Σκυλι. “Ο Φλεγεθωνας δεν υποκλινεται στους ζωντανους”, απανταει εκεινο περηφανα και μας βγαζει εξω στην απεναντι οχθη. Συνεχιζουμε να περπαταμε. Ξαφνικα καταλαβαινω οτι γυρω μας περπατανε διαφανοι, αλλα ολοι τους πηγαινουν στην αντιθετη κατευθυνση απο μας. Προσπαθω να τους ξεχωρισω μεσα στο σκοταδι, και βλεπω τα προσωπα τους ηρεμα και κουρασμενα, το Νερο παλι, το Νερο ειναι κοντα. “Κατσε λιγο ρε Παλαμα”, σκεφτομαι τσαντισμενη, “τι ζορι τραβουσες εσυ με το Νερο δηλαδη? Τι ηθελες να κανει το δυοσμο σου εδωμεσα στο Κολαστηριο του Δαντη, να σε θυμαται και να σου γραφει τα νεα του?”. Ειμαι σιγουρη οτι μολις κατεβηκε και εκεινος, ο Παλαμας εριξε μια ματια γυρω του, γαμοσταυρισε και ευχηθηκε να μην ειχε γραψει οτι εγραψε. “Δε ντρεπεσαι λιγο?” λεει το Σκυλι και γυμνωνει τα δοντια του. Συνεχιζουμε να περπαταμε.

Το Νερο με καταλαβαινει πριν το καταλαβω εγω. Οι ασφοδελοι μιλανε στη Στυγα για το κοριτσι που κατεβηκε να το ψαξει και η Στυγα του το λεει, το Νερο αγριευει και ημερωνει, περιμενει στα σκοτεινα.


Η Ληθη ειναι διαφορετικη απο τους αλλους τεσσερεις ποταμους. Τα νερα εχουν ενα χρυσαφενιο χρωμα και ειναι ζεστα, σαν ποταμι απο χαμομηλι. Το Σκυλι σταματαει και ξαπλωνει στην αμμο. “Τι μπορει να θελει να ξεχασει ενα παιδακι σαν και σενα?”, ρωταει κοιμισμενο, “τι θανατικο μπορει να σε χτυπησε τοσο μικρο και δε μπορεις να το σηκωνεις αλλο?”. Ξαφνικα νιωθω και εγω εξαντλημενη, ξαπλωνω διπλα στο Σκυλι και κλεινω τα ματια μου. “Δε θελω να θυμαμαι αλλο αυτα που εγιναν”, λεω σχεδον στον υπνο μου, “θελω να ξεκουραστω λιγο απο αυτα που με ψαχνουνε”. Το Σκυλι ανακαθεται. “Ε, το καταραμενο το ψαρι”, μουρμουριζει, “τι σου δειχνει εσενα λοιπον?”. Το κεφαλι μου γεμιζει παλι με ασφοδελους και βραχια, το ματι του Ορφεα χοροπηδαει σαν τρελομπαλο, το χερι μου γινεται σα σταυρολεξο απο τα παλια κοψιματα και η μαμα μου γονατιζει διπλα στο κρεβατι μου κλαμενη. “Μου δειχνει κακα πραγματα, Σκυλι” απανταω με σφιγμενα δοντια, “πρεπει να φυγουν απο πανω μου να παρω ανασα”. “Εσυ να τα διωξεις, οχι το Νερο. Αυτο παιρνει μαζι του και αλλα κρυφα μνημονικα” λεει το Σκυλι, “απο τα ευτυχισμενα και τα σπανια. Το Νερο ζηταει πληρωμη για τη μαυριλα που ξεπλενει”. “Θα του τα δωσω, χαρισμα του αν παρει τη σιχασια”. “Κοιταξε τα νερα” ακουγεται παλι το Σκυλι, “και μετα κανε οτι ηρθες να κανεις”. Ανοιγω τα ματια μου και στην αλλη ακρη του ποταμου στεκονται οι παππουδες μου και ο ξαδερφος του μπαμπα μου ο Χρηστος. “Ελα τωρα”, λεω πριν μου κοπει η ανασα, το αιμα και δεκα ζωες μαζι. Ο παππους μου ο Γιαννης κραταει τη γιαγια μου τη Μαρια απο το μπρατσο, εκεινη κλαιει και με δειχνει, φοραει το ροζ νυχτικο γαμωτοκερατο. Ο Χρηστος ειναι καταχλωμος, τυλιγμενος σε μια κουβερτα με ρομβους και θυμαμαι που καθοταν στο μπαλκονι οταν γυρισαμε απο τη συναυλια του Πασχαλη στη Ρεματια, και θυμαμαι τη φωνη της γιαγιας μου της Ελισαβετ στο τηλεφωνο οταν μου το ειπε. “Με βρωμιες κραταει ο Αδης το πολυτιμο Νερο του?” λεω λυσσασμενη στο Σκυλι. Μετα σηκωνομαι, τρεχω μεχρι που βρισκομαι ακριβως απεναντι απο τους ανθρωπους μου και τους στελνω φιλια και τους χαμογελαω ενω κλαιω μαυρο, αλλα μαυρο, δακρυ. “Με βλεπουν?” φωναζω στο Σκυλι. “Ελα τωρα” απανταει και εκεινο με τη σειρα του, “ξερεις τι σου δειχνουμε”. Ο παππους μου και η γιαγια μου γονατιζουν και γεμιζουν τα χερια τους με νερο και το φερνουν στα στοματα τους. Η γιαγια μου σταματαει να κλαιει και ο παππους μου δεν τρεμει πια. Ο Χρηστος δισταζει, κλεινει για λιγο τα ματια του και αγκαλιαζει το σωμα του μεσα στην κουβερτα. Μετα γονατιζει και αυτος και πινει μεσα απο τα δαχτυλα του. Βλεπω το δερμα του να αλλαζει και να γινεται διαφανο, τα μαλλια του που ηταν ανακατεμενα, λαμπουν απο τις αντανακλασεις του νερου. Με ξανακοιταζουν και οι τρεις, αλλα αυτη τη φορα κοιτιομαστε με το Νερο, οχι με τους ανθρωπους που οριζει, και τρομαζω μεχρι εκει που δε φτανει το κεφαλι μου για να τρομαξει. Τοτε μονο καταλαβαινω τη δυναμη του. Οι αγαπημενοι μου χανονται απο την οχθη και μενω να κοιταζω τα κλαμενα μου μουτρα μεσα στο νερο. “Απορω πως εβαλες και το Χρηστο να εμφανιστει”, λεω στο Σκυλι. “Εσυ τον εβαλες, μικρο” απανταει εκεινο, “και τωρα κανε οτι ηρθες να κανεις”.



“Φυσικα και θα το κανω”, λεω, και πραγματικα το Νερο εχει γευση ακριβως σα χαμομηλι.