Thursday, May 31, 2007

Τραγουδακια Για Τους Βραδυνους Εξερευνητες

Κοιταξε την. Κοιταξε την πλατη της και τα μαλλια της. Κοιμαται με μουδιασμενα ποδια, δε γαργαλιεται. Κατι δε μου παει καλα. Ελα να κατσουμε μαζι διπλα της, ξαπλωσε στο μαξιλαρι της και κοιταξε την μεχρι να βγαλει ξανα νοημα. Να της μιλησουμε λες; Φοβαμαι μην την ξυπνησω και ξανατρομαξει. Σου εχω πει οτι αν ενωσεις ολα τα σημαδια στο σωμα των ανθρωπων φτιαχνεις χαρτες; Αληθεια σου λεω, ετσι εχω παει στα καλυτερα μερη. Ξεκινας απο το πισω μερος του λαιμου τους και κατεβαινεις με τα δαχτυλα σου μεχρι τα ποδια τους και στο τελος εχεις χαρτες σαν των ναυτικων, και αν τους διαβασεις σωστα σου λενε πως να πας εκει που θελει αυτος ο ανθρωπος. Παμε μαζι, βαλε το δαχτυλο σου εδω που τελειωνουν τα μαλλια της. Τρια στην πλατη της, δεκαεξι απο τους ωμους της μεχρι τις παλαμες, εννια απο το στηθος της μεχρι τα ποδια και αλλα εντεκα μεχρι τους αστραγαλους. Σιγα, μην την πιεζεις και ξυπνησει σου λεω. Κοιταξε την παλι. Αυτο εννοω, βλεπεις τι σχηματιζεται πανω της; Εκει πρεπει να πας αν θες να σε αγαπησει. Ο χαρτης αλλαζει, να την ψαχνεις συχνα για να μη χασεις το δρομο. Βλεπεις πως σε μερικα σημεια καιει και αλλου ειναι παγωμενη; Ειναι οι χαρουμενες και οι ασχημες μερες. Ειναι οι ανοιχτες θαλασσες και οι παγιδες στο δασος. Εκεινη σε κατευθυνει για να μη χαθεις. Βλεπεις πως σε μερικα σημεια η ανασα της γινεται γρηγορη και αλλου ηρεμει; Ειναι οι αγαπες της και οι πονοι. Οχι, σωστα σου τα εξηγω. Στον πονο ησυχαζει το σωμα, ετσι δενονται πανω του οι μαυρες σημαιες για να δειχνουν τη λυπη. Οι γραμμες της στεναχωριας κατεβαινουν στα ποδια της σαν σαλιγκαρομονοπατακια, πηγαινε κοντα να τις δεις γιατι ειναι μεσα απο το δερμα. Διαβασε τι λενε. Παντα να τις διαβαζεις γιατι εκει κρυβουν ολοι τα σημαντικα πραγματα. Κανεις δεν αγαπιεται πραγματικα αν δεν εχει διαβαστει. Και αν δε στα λενε απο μονοι τους εσυ να τα διαβαζεις κρυφα, αυτο θα σου συγχωρεθει οταν ερθει η ωρα.

Κοιτα ποσα λυπημενα σαλιγκαρια κοιμουνται στις πατουσες της. Σπανια τα βλεπεις τοσα πολλα μαζι. Θα τα μαζεψουμε και θα τα βαλουμε μεσα στο παπουτσι της για να μην τα ζουπηξει οσο κοιμαται. Αχ, αυτο κοιτα, ροχαλιζει κιολας, με ξετρελαινουν αυτα τα μικρακια. Κουνησε το απαλα διπλα στο αυτι σου, ειναι γεματο κλαματονερο, ακους που κανει γκλουπ γκλουπ; Αν σπασει κατα λαθος το σαλιγκαρακι θα δεις μεσα μισοπνιγμενους αυτους που της εκαναν κακο, να σου φωναζουν με τα ρουχα που φορουσαν τοτε, και αυτους που πληγωσε εκεινη, με τα μαλλια τους να σταζουν και τα ιδια σοβαρα βλεμματα που ειχαν οταν τους ειδε. Ολα τα σαλιγκαρια εχουν μεσα ανθρωπους, εκτος απο αυτα τα διαφανα, οριστε κοιτα. Αυτα εχουν μεσα τους θανατους. Εδω εχει πυργακια απο ασπρη αμμο και σκουριασμενα επιπλα κηπου. Μη χασουμε κανενα, θα την ψαχνουν το πρωι και δεν πρεπει να τα πατησει οταν σηκωθει. Πιασε και εκεινο που κατρακυλαει στην κουβερτα, ε το χαζο. Σε στεναχωρησαν και σενα, θα σου πω αλλα πραγματα τωρα.

Οι μεγαλοι θυμοι. Σηκωσε τα χερια της και μυρισε την απο τη μεση των μπρατσων της μεχρι τους καρπους. Λιωμενο πλαστικο και βενζινη. Απο τα νευρα και τα μουτρα. Λεβαντα στο μεσα μερος του αγκωνα γιατι αυτο την ηρεμει. Αυτη η τριτη μυρωδια δεν ειναι ιδια σε ολους, μερικοι μυριζουν βρεγμενα φυλλα και αλλοι κανελες και μαλακτικο ρουχων. Πολλες τριτες μυρωδιες. Εδω εχεις λεβαντα γιατι ειδε τα λιονταρια να κυλιουνται σε ενα υφασμα ποτισμενο με λεβαντα σαν μεγαλοι γατουληδες. «Αν πιανει με τα λιονταρια», σκεφτηκε. Οι θυμοι μενουν και στα κοκκαλα, καθονται πανω τους σαν αλατα. Πιασε τα πλευρα της, νιωθεις πως ειναι τραχεια και ανισα; Οσο μεγαλωνουν οι ανθρωποι που ειναι συνεχεια θυμωμενοι, τα κοκκαλα τους γινονται σαν ξυλακια με μαλλι της γριας, στο τελος τα πνευμονια τους σκανε και πεθαινουν αφηνοντας μια φανταστικη μυρωδια ζεστης ζαχαρης. Ωραιοι τυποι τα θυμωμενα ζαχαρωτα.

Τωρα θα σου μαθω τους φοβους και τις ανασφαλειες. Αυτο ειναι πιο δυσκολο γιατι δεν αφηνουν σημαδια απεξω. Βαλε το αυτι σου στη μεση της πλατης της. Ακους που κανει ενα μικρο βομβο; Εκει μεσα καθονται, κοντα στο στομαχι. Στις ακτινογραφιες φαινονται σα χνουδωτα συννεφακια του Μαγκριτ. Στις ησυχες μερες εχουν ενα απαλο γκρι χρωμα και διαλυονται αναμεσα στις αρτηριες γιατι τους αρεσει αυτο το κοκκινο. Οταν κατι μας τρομαζει τα συννεφακια πυκνωνουν και μαυριζουν, και αρχιζουν να βρεχουν μελισσες. Τοτε ακους το βουητο χωρις να πας κοντα. Γεμιζει το σωμα και γινεται ακαμπτο, ολο καπνους και γυρη. Φοβομαστε και φτυνουμε φτερουγες υμενοπτερων. Σου αρεσε αυτο, γι’αυτο στο εξηγω ετσι. Αν δε με πιστευεις φτυσε μεσα στην παλαμη σου και κοιτα. Τα ενοχλησα επειδη μιλησα για αυτα. Να το θυμασαι οταν ξαναφοβηθεις, Σκεψου τα μωρα μελισσες να περπατανε προσεκτικα πανω στη σπονδυλικη σου στηλη και μην τα αγριεψεις. Κανε κατι, οτι να’ναι, κατι να σε ξεφοβιζει. Κοιτα τι την ξεφοβιζει για να παρεις μια ιδεα. Αν πασπατεψω τις μελισσες στην πλατη της, ακου.

«Σαν το Μανι το Μαμουθ, σαν το Μανι το Μαμουυυυθ, σαντοΜανιτοΜαμουθ». Τραγουδακι παιδι μου, κανε ενα τραγουδακι για την ξεφοβισια. Γελας βρε βουρλο. Πλακα εχει που γελας. Θα σου πω για την αγαπη.

Εδω δε χρειαζεσαι βοηθεια. Στην κοιλια της, οι γραμμες φτιαχνουν ενα ματι στην κοιλια της. Το βλεπεις που ειναι κλειστο; Οταν μας ξεχναει η αγαπη, το ματι κλεινει για να φυλαξει τα μεσα μας. Το ματι ειναι γιατι οταν μας αγαπανε νιωθουμε προστατευμενοι. Πηγαινε απο πανω της και δωστου ενα φιλακι στην ακρη του βλεφαρου. Ωραια, κανε πισω τωρα και προσεξε το. Χα, με σκοτωνει καθε φορα που γινεται αυτο. Το βλεπεις πως ανοιγει σαν αυτα τα νουφαρολουλουδα στην Κερκινη; Κανε οτι ειμαστε οι ερωδιοι στις φωλιες τους στη μεση της λιμνης. Σε ψαχνει το ματι, ψαχνει αυτον που το ξυπνησε. Κοιτα πως σε παρατηρει, καταλαβαινει οτι εισαι εσυ και οχι εγω. Οι ερωτευμενοι εχουν κατι ματια πανω τους να! μεγαλα και ορθανοιχτα σαν ιπταμενους δισκους. Οι μονοι τους εχουν αυτα τα κοιμισμενα. Οι γυναικες εχουν γατισια ματια σα μαχαιριες, και οι ανδρες εχουν ματια λυκων. Αλλα ολα αυτα τα ματια ειναι φυτεμενα εκει για να ψαχνουν και να ρωτανε. Ακομα και κλειστα κουνιουνται στον υπνο τους και ανοιγουν αμεσως, σαν αυτο το καημενο, κοιτανε μηπως χασουν αυτον που πρεπει να βρουν. Αν τα ξυπνησεις και τα κοροιδεψεις πλακωνονται στο κλαμα, και τα δακρυα τρεχουν πανω στην κοιλια μας και ξανακρυβονται στο σωμα απο τον αφαλο, γιατι αυτα τα δακρυα δεν ειναι για κανεναν αλλο, με πιανεις. Οχι ματι, δε λεω για σενα, γενικα μιλαμε. Δε σε ξυπνησαμε για να σε κοροιδεψουμε. Εισαι το πιο πανεμορφο κοιμισμενο ματι ολων των εποχων, εισαι ο Βασιλιας-Ματι, θελαμε μονο να σε θαυμασουμε, Υπερματιαστικο Ματι. Πες και συ κατι, δεν το βλεπεις που ειναι ετοιμο να στεναχωρηθει; Να, ξανακλεινει. Παλι καλα που δεν το αναστατωσαμε. Αρκετα ενοχλησαμε το ματι, αρκετα την ενοχλησαμε ολοκληρη μου φαινεται.

Ξημερωνει και πρεπει να σε διωξω, καταλαβαινεις. Θα ξυπνησει και δε γινεται να εισαι εδω, το βιβλιο μου λεει οτι δε θα σε γνωρισει ακομα. Την επομενη φορα που θα τη δεις εκεινη δε θα σε ξερει οπως την ξερεις τωρα εσυ, γι’αυτο να προσεχεις, μην προδοθεις και την τρομαξεις. Κανε οτι τη μαθαινεις σιγα σιγα οπως θα σε γυροφερνει και εκεινη, αλλα εσυ θα θυμασαι οσα σου εδειξα, θα εχεις το χαρτη της που ειναι σαν τους παλιους αστρονομικους χαρτες με τις αρκουδες και τους τοξοτες. Δε θα εισαι μονος σου. Το ματι δεν ξεχναει.

Saturday, May 19, 2007

Ομως Το'χω Για Σιγουρο Οτι Θα Κολυμπησουμε Καποτε

Να προσεχεις πανω απο ολα τους πληγωμενους ανθρωπους.

Κανεις δεν ειναι σαν τους πληγωμενους ανθρωπους. Οι κακοι, οι υπουλοι, οι ψευτες και οι δειλοι ειναι αλλο πραγμα, στεκονται σε σκαλοπατια αθωοτητας, δεν ειναι σαν τους πληγωμενους. Οι πληγωμενοι στεκονται σε αυτο το υψος χωρις βοηθεια. Οι αλλοι θα κανουν πισω καποια στιγμη, θα γελασουν και θα συγχωρησουν, οι πληγωμενοι ομως ειναι σκυλια σου λεω, υαινες. Δεν προκειται να σ’αφησουν σε ησυχια. Δεν ξεχνανε ποτε, ειναι σκετος τρομος το θεμα. Οι πληγωμενοι σε σκεφτονται συνεχεια. Συνεχεια, ειναι εντυπωσιακο, και σε σκεφτονται τοσο εντονα που σε πιανει συγκρυο εκει που καθεσαι και δεν ξερεις γιατι. Σε φερνουν στο μυαλο τους στην πιο πηχτη και καθαρη σου μορφη, και μολις σε ξεμοναχιασουν εκει μεσα, σε βουτανε και σε γονατιζουν αναμεσα σε ολα τα γλοιωδη υγρα και σε δενουν με αγγειακια και νευρωνες. Σε κρατανε και σε περιεργαζονται απο ολες τις γωνιες σου, σε αφηνουν να τρεφεσαι απο το αιμα και τις εγκεφαλικες τους μυξες, ειναι τερατα οι πληγωμενοι. Σε ξερουν πολυ καλα για να σε ξεχασουν, δεν υπαρχει περιπτωση να σε ξεχασουν, να σε αφησουν να ηρεμησεις. Σε κατηγορουν, να το ξερεις. Αν το εχεις προκαλεσει εσυ, σε κατηγορουν σαν να μην υπαρχει αυριο. Αν δεν το εχεις προκαλεσει εσυ, σε κατηγορουν για την ανικανοτητα σου να τους κανεις καλα, δε γλυτωνεις με τιποτα, απο οπου και να το δεις. Οι πληγωμενοι ειναι πιο εκδικητικοι και απο τυφλο κροκοδειλο. Σε παρακολουθουν μερα και νυχτα γιατι ξερουν οτι καποτε θα παραιτηθεις και θα τους ζητησεις πισω, και τοτε, τοτε θα σε φανε ζωντανο. Ειστε δεμενοι μαζι, εσυ και αυτοι, οσο υποφερουν υποφερεις, γιατι ακομα και εσυ μεσα στη λαμψη σου υπακους στους παλιους κανονες της πληγωμαρας που σας πετανε στα δυο κουπακια της ιδιας ζυγαριας. Αν ζουσατε σε μια μυρμηγκοφωλια, οι πληγωμενοι θα σου εχτιζαν τα τουνελ και θα ξαπλωναν στα χωματα, για να περνας περπατωντας απο πανω τους και να σου κοβουν ενα ποδαρακι τη φορα. Αναρωτιεσαι και συ και εγω ποσα ποδαρακια εχεις για φαγωμα. Ας μην το κανουμε πιο μακαβριο απο οτι ειναι, θα σου πω τι να κανεις, πως να τους αναγνωριζεις και πως να φυλαγεσαι.


Οι πληγωμενοι ανθρωποι εχουν μερικες φοβερες ικανοτητες. Μπορουν να κατσουν ησυχοι για τοσες πολλες ωρες, που καταληγει αποκρουστικο. Τα προσωπα τους μενουν παγωμενα στις πιο πρωτογονα αθωες εκφρασεις για να μην καταλαβαινει κανεις τι γινεται απο μεσα. Τους βλεπεις στο μετρο ηρεμους σαν αγγελους, χωρις να κρατανε περιοδικα και βιβλια, γιατι τους δυσκολευουν να συγκεντρωθουν στη σκεψη σου. Κοιτανε τα παραθυρα, και ας ειναι σκοταδι απεξω, για αυτους τα παραθυρα ειναι σαν δεκατεσσαρες οθονες, σε βλεπουν να κανεις ποδηλατο και να κοιμασαι, και αν πας κοντα τους, σε βλεπεις να καθρεφτιζεσαι στα ματια τους σε ολες σου τις ηλικιες απο τοτε που σε ξερουν. Γι’αυτο ενοχλουνται οταν εχει πολυ κοσμο στα μερη που πανε, τους μπερδευει ο πολυς κοσμος και τους το σκας. Οι πληγωμενοι ανθρωποι ντυνονται παντα πιο ομορφα και πιο συμμετρικα απο τους αλλους, αυτο γινεται γιατι καθε πρωι σε βλεπουν στον καθρεφτη τους και τους απορροφας τοσο πολυ που περνανε απειρη ωρα να στρωνουν πουκαμισα και φουστες που ειναι ηδη τελεια σιδερωμενα και ολοισια. Τους τραβανε οι ωραιες μυρωδιες και στριμωχνονται διπλα σε οποιον φοραει ασυνηθιστο αρωμα, γιατι εχουν τετοια εμμονη με τη δικη σου μυρωδια που ειναι μεσα τους σαν εξισωση, και σπανε ολες τις υπολοιπες σε κομματια ολο και πιο απλα και βασικα, μεχρι να τη βρουν εκει μεσα. Κοιτανε το λαιμο που κουβαλαει αυτη την καινουρια σελιδα με τα νουμερα και σε βρισκουν σε μια γωνια του, ιδρωμενο επειδη ετρεχες, με τη μυρωδια σου φτιαγμενη απο μοναδες και μηδενικα, και αυτη η μικρη αλληλουχια ειναι το κλειδι που σπαει ολο τον κωδικα αυτου του ξενου που μυριζουν. Μολις σε βρουν ησυχαζουν και ξαναμαζευονται. Να παρατηρεις τα χερια τους. Θα ειναι γεματα μικρες πληγες, μελανιες, γρατζουνιες και καψιματακια, και καθε ενα απο αυτα τα σημαδια ειναι μια φορα που σε σκεφτοντουσαν παρα πολυ για να προσεχουν. Καθε βραδυ ψαχνουν ολο τους το σωμα για καινουρια χτυπηματα και μετα διασκεδαζουν οσο προσπαθουν να θυμηθουν τι απο σενα τους ειχε χαζεψει και ποτε, για να βρουν ποτε χτυπησαν. Οσο κοιμουνται μαζευουν κλαματα και δερμα για την επομενη μερα, και μολις σηκωθουν τα τακτοποιουν στις τσαντες τους και ξαναντυνονται.

Αν ποτε τους γνωρισεις οταν εχεις βγει και βρεθεις να γυριζεις σπιτι μαζι τους, κοιμησου με το ενα ματι ανοιχτο, σα δελφινι. Μην τους γυρισεις την πλατη σου και μεινε να τους παρατηρεις. Αν σε παρει ο υπνος θα σκυψουν απο πανω σου και θα μετρησουν ολα οσα εκανες ποτε και μετανιωσες, γιατι με αυτα θα σε σπασουν οταν το αποφασισουν. Και δεν εχεις ιδεα τι μπορουν να σου κανουν τοτε. Οταν μαλωνεις με εναν φυσιολογικο ανθρωπο θα σου φωναξει στα μουτρα ολα οσα περιμενεις, θα σου παραπονεθει για οτι του εχεις κανει και θα βαλθει να κλαιει μεχρι να ξεστεναχωρηθει ο καημενος. Οι πληγωμενοι ομως θα σου πουν πραγματα που δε θα πιστευεις οτι μπορει να φτυσει κανεις. Ξερουν, καταλαβες; Θα σε κολλησουν σε μια γωνια και εκει θα σε κρατησουν μεχρι να σε δουν να γερνας και να μαραζωνεις ακινητος, με τη φρικη της κακιας τους, σαν υπνωτιστες. Δεν ξερεις ποσο δε μπορουν να σταματησουν. Δεν εισαι καν εσυ το θεμα εκεινη τη στιγμη, εσυ εισαι πολυ μικρουλακι για να χωρας ολη τους τη λυσσα, σου λεω το ξερουν το θεμα. Οι πληγωμενοι ανθρωποι ζουν για να σπανε τους αλλους. Ειναι η ουσια τους και ο σκοπος του πονου τους. Ειναι οι ασπρες σαλαμανδρες χωρις ματια μεσα στις σπηλιες που περπατας, και σε εκδικουνται για ολα σου τα χρωματα. Κανεις δεν ξερει γιατι το κανουν αυτο, αν γεννιουνται ετσι τελικα η αν ειναι το μεγεθος της λυπης τους τετοιο, γι’ αυτο καλυτερα να φυλαχτεις απο την αρχη. Μην τραβας την προσοχη τους. Αν αρχισεις να τους ενδιαφερεις κατι εκανες λαθος. Οι παραξενοι και οι γοητευτικοι ανθρωποι τους τραβανε οπως ο αρνητικος πολος τα ιοντα χαλκου. Αν μιλας ωραια, αν τους φερεσαι προστατευτικα, αν δουν κατι σε εσενα που τους κανει να σε κοιταξουν δευτερη φορα, οι πληγωμενοι ανθρωποι σε βαζουν στο κεντρο του οριζοντα και αρχιζεις να ζεις με ενα μεγαλο στοχο στην πλατη σου. Εισαι η πιθανοτητα. Τοτε να προσεξεις διπλα, θα γινουν ακομα πιο ησυχοι για να σε μαθουν. Θα δουν ολες τις λεπτομερειες που σε κανουν εσενα, θα σημειωσουν εκεινο το δισταγμο οταν μιλησες για καποιον που αγαπουσες και τον τροπο που κουνησες τα χερια σου για να τον διωξεις. Απο αυτη την κινηση θα τον ζωντανεψουν για να στον φερουν γυμνο και δεμενο για να σε κανουν να μαρτυρησεις. Θα δεις την αγαπη σου να λιποθυμαει στα χερια τους και θα σκεφτεις οτι ποτε δε θα φυγει αυτη η στιγμη απο πανω σου. Και εχεις και δικιο.

Το κακο που μπορουν να σου κανουν αυτοι οι πληγωμενοι δε θα σου φυγει. Θα ερθουν καινουριοι ανθρωποι και θα προσπαθησεις να τους κολλησεις λιγο απο αυτο για να ανασανεις, και θα τους δεις να πισωπατανε και να τρεχουν γιατι θα εισαι εσυ πια ο πληγωμενος ανθρωπος που πρεπει να προσεχουν. Αυτο που φερνεις μαζι σου ειναι μεταδοτικο και γρουσουζικο, και αν οι αλλοι ξερουν οσα σου λεω θα ξερουν να σε ξεχωρισουν απο μακρια. Ετσι επιβιωνουν οι πληγωμενοι ανθρωποι και ετσι αγαπανε, μοιραζονται τη ντροπη που κουβαλανε και ελπιζουν να σε κρατησουν οταν δε θα εχεις που να πας πια. Να τους φοβασαι λεμε. Να περπατας με τους χαρουμενους ανθρωπους, να μη μενεις μονος σου στα σκοταδια, δεν ξερεις τι πλασμα μπορει να καθεται εκει και σκεφτεται τον ανθρωπο που το πληγωσε. Αλλα ακομα και αν ειναι αργα, αν οντως σου ορμηξαν οι πληγωμενοι, ακου, συγκεντρωσου και ξεχασε τους. Ειναι ο μονος τροπος να τους κερδισεις. Μην σκεφτεσαι τι εγινε, μην αναρωτιεσαι. Οσο τους σκεφτεσαι θα γυρνας πισω, γιατι παντα σε αφηνουν να φυγεις δεμενο με ενα λουρι τετοιου ακριβως μηκους που τελειωνει τη στιγμη που ρωτας γιατι σου το εκαναν αυτο. Μολις απορησεις γιατι να σου συμβει εσενα κατι τετοιο, το λουρι σου φτανει στο τελος του και σε τραβανε πισω στα ποδια τους. Περπατα και καθε φορα που πας να το πεις, σκεψου κατι χαρουμενο, και αν εξασκηθεις πολυ σε αυτο, μια μερα θα εισαι αρκετα μακρια για να σταματησεις να φοβασαι. Αυτο δε θα τους αρεσει καθολου, γιατι πολυ λιγοι καταφερνουν να συγχωρησουν τον εαυτο τους που πιαστηκαν, οι πιο πολλοι βασανιζονται για πολυ μαυρο καιρο και ετσι οι πληγωμενοι εχουν παντα κατι να ασχολουνται οσο περιμενουν.

Α ναι, περιμενουν. Περιμενουν αυτον που τους εκανε ετσι η αυτον που θα τους ξεκανει. Διαβαζουν μεγαλα βιβλια για να υπολογισουν τις αποστασεις και τους χρονους. Οι πληγωμενοι σκεπαζουν τη λεια τους καθε βραδυ για να μην κρυολογησει, γιατι και αυτη την αγαπανε, και ας μην τους φαινεται. Γραφουν στεναχωρητικα τραγουδια. Σε οσους πολεμους και αν με πας θα σε νικησω, αγαπησε με αν τοσο θες να ξεψυχησω. Και ολο κλαις που δεν πεθαινω. Μονο αυτοι ξερουν ποσο αληθεια λενε οταν το λενε αυτο. Δεν τους υπερασπιζομαι, ειναι καθαρματα. Ποτε δεν καταφερνουν να γινουν καλοι, γι’αυτο περνανε μια ζωη μεσα στην ταξη και την ηρεμια, για να μην κινουν υποψιες. Οι πρωτοι πληγωμενοι κατεληξαν στο συμπερασμα οτι οι υπολοιποι ανθρωποι καθησυχαζονται τοσο πολυ απο την καθαριοτητα και την ησυχια, που γινονται εξαιρετικα συνεργασιμοι και σταθερα ανυποψιαστοι. Και οσο περνανε τα χρονια αρχιζουν πραγματικα να σεβονται αυτη τη ζωη και να περνανε ωρες και ωρες να ξεμπερδευουν κλαδιακια σε γλαστρες με θυμαρι και να κολλανε λουλουδια μεσα στις ντουλαπες τους. Οι πληγωμενοι ειναι παππουδες απο μικροι. Το χειροτερο ομως ειναι οτι ξερουν τι τους συμβαινει. Ξερουν οτι ποτε δε θα ξαναειναι εικοσι χρονων και δε θα ξαναβρεθουν σε τετοια σωματα που τρεμουλιαζουν και παρακαλανε, ολες μα ολες τις νυχτες. Τριζουν τα σαγονια τους οταν τους πιανει πανικος και μουρμουριζουν και ζητανε μια παραταση, να μπορεσουν και αυτοι να ζησουν τα χαρουμενα εικοσι τους αντι να μετρανε και να σκεφτονται. Κοιταζουν αυτους που τους ξεφυγαν με μια φαγουριστικη μανια μαζι με ανακουφιση, και μετα κοιταζουν αλλου. Ειναι τερατα οι πληγωμενοι, αλλα λυπητερα τερατα. Γι’αυτο σου λεω. Να προσεχεις πανω απο ολα τους πληγωμενους ανθρωπους, να τους προσεχεις και να τους αγαπας περισσοτερο απο τους αλλους, γιατι το πιθανοτερο ειναι οτι δεν εχουν κανεναν αλλο να θελει να το κανει αυτο.

Wednesday, May 16, 2007

Ο Satie και η Alina στη Χειμαρρα με τους Χειμωνανθους

Απο ολες τις ιστοριες που εχω σκεφτει ποτε, εσυ εισαι η αγαπημενη μου. Εσενα φτιαχνω στο μπανιο και στο κρεβατι μου και στο εργαστηριο οταν ξεπλενω τους πιο μικρουτσικους ογκομετρικους κυλινδρους. Μερικες μερες δεν ερχεσαι, σε χανω και δε μπορω να θυμηθω που σε αφησα. Αλλες μερες με τυλιγεις τοσο τρομερα που ξεφυσαω μικρα σου κομματια και ιδρωνω λεπτομερειες που μενουν πανω στα σεντονια μου και τις βρισκω το πρωι. Εδω ειναι που με εκανες να κλαιω, εδω σταματησα και σκεφτηκα πως θα ηθελα να γινει, εδω ειδα ενα λαθος και ηταν πολυ αργα για να το ξεκανω. Απο εσενα ερχονται ολες οι μικρες ιστοριες που μου πεφτουν δεξια και αριστερα και οι μεγαλυτερες που κραταω για οταν με πιανουν οι κακες μου. Εσυ με βρηκες οταν ημουν ακομα μικρη και με επιασες να καθομαι στο κουτι και να ψαχνω κατι να με κρατησει εκει μεσα. Εσυ με κρατησες. Και απο τοτε μονο εσυ εισαι συνεχεια εκει, και μονο εσυ μπορεις να με παρηγορησεις για ολη τη βρωμια που πρεπει να περναω μεσα στο γενικο σχεδιο του μεγαλωματος. Σου εξηγω παλι και παλι οτι εγω δε μπορω να το κανω αυτο. Στο λεω απο την πρωτη δημοτικου με τα φεγγαρακια και τους Πεντοζαληδες. Και τοτε ηταν και πολυ πιο ευκολα. Μετα χειροτερεψαν ολα, ειναι αδικο μονο και μονο επειδη ειμαι εγω. Οι αλλοι μπορουν να τα περνανε αυτα. Ειναι μια βασικη διαφορα. Προσεξε, εχει νοημα. Ζουν ολη τους τη ζωη ετσι, οχι αστεια. Χωρις αυτο το μεγαλο αουτς. Να περνανε και τις βρωμιες εκεινοι, οχι εγω. Θα λεγες οτι καποιος που ειναι τοσο αφοσιωμενος στη μετριοτητα του ειναι και πιο ανθεκτικος στην ομελετα αηδιας που μπορει να του σκασει στη μουρη απο τον πρωτο οροφο. Δεν καταλαβαινεις, δε φοβουνται, γιατι δεν ξερουν τι να φοβηθουν, βλεπουν ταινιες και δεν κλαινε, ερωτευονται και δε χρειαζονται ασθενοφορα και χειρουργεια. Αγαπανε οπως αγαπησαν οι φιλοι και οι γονεις τους. Διαλεχτηκαν αναμεσα σε ολους τους πεθαμενους και ολα τα αγεννητα μωρα που περιμενουν τα καημενα με χαρτακια με νουμερα, και τι κανουν. Τι κανουν ρε ιστορια, δωσε μου ενα καλο λογο που ειναι εδω. Πες μου για ολες τις ξανθιες και ολους τους καθηγητες. Οι ξανθιες ειναι κουκλαρες με σκουρο μακιγιαζ. Οι καθηγητες περνανε εννιακοσια χρονια να μοιραζουν σημειωσεις για τη μια αυτη στιγμη που θα βρεθω να καθομαι απο κατω εγω. Ειναι απλη εξισωσοθεωρια. Ειναι η στιγμη που τα μωρα πετανε τα χαρτακια τους και σκανε χαιφαιβ και σφυριγματα. Αυτα τα μωρα με σκοτωνουν, στο ορκιζομαι. Τα βλεπω με μωβ χειλακια και ομφαλιους λωρους να αιωρουνται πανω απο τα κεφαλακια τους σαν μπαλονια και αυτο με σηκωνει απο το κρεβατι τοσο αποτελεσματικα που πεφτω στην πορτα μετωπικα και εχω ενα καρουμπαλο τη μερα. Ειναι δυνατον να μην τα βλεπει κανεις αλλος; Ειναι απιστευτα αδικο αυτο. Κανεις δεν εχει κρατησει το χαρτακι του απο τον καιρο του στην ουρα; Ρητορικο μονολογικο αποσπασμα.

Ειναι ενταξει να γκρινιαζεις μονο οσο το κρατας μεσα στο κεφαλι σου. Μετα δεν ειναι ενταξει. Γι’αυτο τα λεω σε σενα αυτα, για να μην αρχισω τα τηλεφωνα μεσα στη νυχτα να τα λεω σε ξενους. Ο παππους μου λιγο καιρο πριν πεθανει ειχε αρχισει να παιρνει τηλεφωνα παλιους του συναδερφους απο το Σαρακακη και φιλους του και να τους ρωταει ενα ματσο πραγματα που δε θυμοταν. Αυτο ηταν το πιο γοητευτικο πραγμα που εχω δει να κανει μεγαλος ανθρωπος. Καθομουν στην πορτα της κρεβατοκαμαρας και εβλεπα τον παππου μου να λυνει τα ρεμπους που του ερχοντουσαν, με εικονες αλλα χωρις ισως ονοματα και λεξεις, χωρις πια να ντρεπεται και να το παρασκεφτεται, οπως κανεις οταν εισαι μικρος. Γι’αυτο δεν πολεμαμε για τιποτα και δε μαθαινουμε και τιποτα, ειναι που δε μπορουμε να σηκωσουμε αυτο το τηλεφωνο και να ρωτησουμε ολα αυτα που δεν ξερουμε. Εγω θα σταματησω να ρωταω και να παραμπουρουμπουριαζω μονο αν πεσω σε κωμα. Αν δεν πεσω σε κωμα, και μου φαινεται οτι υπαρχουν αρκετες πιθανοτητες να μη συμβει αυτο (αν και νομιζω οτι μια μαθηματικη θεωρηση της καταστασης θα αποκαλυπτε ενα σοκαριστικο 50-50), θα ρωταω λες και αν μου εξηγησουν τι σημαινει αυτοανοσο νοσημα θα πλατσουρισω μεσα στα βατραχια απο το Magnolia μεχρι το γονατο.

Τους λεω και τους ξαναλεω οτι η ζωη δεν ειναι προβα για την κανονικη ζωη. Με πανικοβαλλουν και τους κουναω δεξια και αριστερα και μετα τους αναποδογυριζω και τους το φωναζω μεσα στο αυτι. Μετα σηκωνονται απο το πατωμα και τρομαζω ακομα περισσοτερο επειδη συνεχιζουν να με κοιτανε με το ιδιο βλεμμα κρακχοριασμενης αγελαδας. «Δε μπορει» σκεφτομαι, «Κανεις δεν ειναι τοσο ηλιθιος, μεχρι και τα παραμετσιουμ εχουν ενα αλφα επιπεδο διαυγειας οταν τα καθοδηγεις με ενα μικρο φωτακι προς το φαι τους». Τα μωρα κουνανε τα κεφαλια τους ολα μαζι και μου θυμιζουν οτι δεν εκβιαζεις τον κοσμο για να σκεφτει οπως σκεφτεσαι, με μικρα δαχτυλακια μπροστα στη μυτη μου. Τους εξηγω οτι ο μονος λογος που χτενιζω το καταιφι της παρανοιας ειναι το ποσο φριχτα ασχημα περναω εγω απο μονη μου. Μου απαντανε οτι και εγω αρνηθηκα να δω το λαθος, οταν μου το εδειχνε καθε δυνατη και αδυνατη Μαριλιζα, κατω απο τα σκεπασματα, μπουκωμενη με πεννες και κετσαπ, τυλιγμενη με μια πετσετα, προφυλαγμενη απο τον εμετο του διπλανου στο πουλμαν απο την Πατρα. Σοκαρομαι και γουρλωνω τα ματια μου για να το δειξω. Ποτε δεν πιστευα οτι τα μωρα θα το χρησιμοποιουσαν αυτο. Νομιζα οτι με υποστηριζαν, με ολη μου την υπεροχη ειλικρινεια και τον αυθορμητο αυθορμητισμο που με κανει τοσο γοησσα και δινει στη ζωη μου εναν αναλαφρο αερα αλαζονικης περιπετειας. Μου δειχνουν κατι πισω μου, και βλεπω την καταρα του Καζαντζακη την ιδια, το διαβολο, την ενοχη, την ηλιθιοτητα και το Μπραντ Πιτ με το σκατενιο Se7en κοντομανικο του, και αυτο το πραγμα με χαιρεταει και σηκωνει ενα κοκκινο τουβλο με λεξεις πανω και το ανεμιζει σαν σημαια. Αυτο περπαταει πισω μου, αυτο μου κανει σκια οταν δενω τα κορδονια μου, αυτο το βρωμερο πραγμα μου κανει παρεα και οταν περναω Σαββατοκυριακα στο εργαστηριο, νομιζω. «Δε μπορει να λες και συ το ιδιο» του φωναζω και παω καταπανω του απειλητικα. «Ειμασταν συμφωνοι για το ποσο σωστο ειναι να μην κοροιδευεις καποιον οταν θες κατι αλλο». Το πραγμα σκυβει πανω απο το τουβλο και γραφει κατι. Μου το δειχνει. ΕΣΥ ΟΜΩΣ ΗΘΕΛΕΣ ΑΠΛΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ ΕΝΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ, ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ. Το κοιταω με ανοιχτο το στομα και το χαστουκιζω πριν προλαβω να κρατηθω. Εχω ενα βιαιο ντεζαβου με το Πλασμα Στον Υπογειο, απο εκεινο το βιβλιο, που κρατουσε το μεγαλο διαβητη και ετρεχε μεσα στο τουνελ του μετρο. Ωστε ετσι ειναι οταν κανεις λαθος.

Καθομαι διπλα σου ιστορια, και σκεφτομαι ποσο λαθος εκανα για το τι λαθος εκανα. Το ποσες φορες επαναλαμβανεται η λεξη λαθος με διασκεδαζει για λιγο και αφαιρουμαι. Μετα ξανασυγκεντρωνομαι και συζηταω λιγο με τον εαυτο μου. «Ειναι δυνατον να ειμαι ενα τοσο κακομοιρικο κλισε απο ταινια με τη Μεγκ Ραιαν?» αναρωτιεμαι. «Ειναι δυνατον να εχω εγκεφαλικο ριπιτ το What Goes Around Comes Around, λες και εχει την παραμικρη σχεση με το οτι επαθα οτι εκανα και εγω?» Στην ταινια η Μεγκ θα αναρωτηθει *πολυ αργα* αν αξιζε ολος ο κακος χαμος. Καθεται στο θαλαμο διπλα στην Αψιδα του Θριαμβου και για πρωτη φορα σκεφτεται τα σημαντικα πραγματα. Βλεπει μια κιθαρα με αυτοκολλητα και την εικονα με τα νυχια που τρεχουν καθετα πισω απο την πορτα. Βλεπει ενα μπλε φορεμα με ασπρες βουλες στην οδο Δασους και ενα μικρο μπουκλακι γεματο λυπη. Ενα κιτρινο παπακι στο χορταρι και ντονατς μαζι με φαντες με το Not Another Teen Movie. Νομιζει οτι ξερει που εφταιξε και τι θα εκανε διαφορετικα, αλλα τωρα βλεπει οτι ισως μαλλον μπορει να επρεπε να ειχε παρει και εισητηριο Ιντερσιτι μαζι με την καρτα για το κινητο σου. Μετα ξαναγινομαι εγω και οχι η Μεγκ, και σοβαρευομαι.

Ιστορια, γραφε.

Συγνωμη για πρωτη φορα με νοημα. Συγνωμη επειδη ξερω για τι ζηταω συγνωμη. Συγνωμη για εφτα ζωες πριν και αλλες εφτα της Σουκι που εμεινε μονο μισο βραδυ. Συγνωμη για την περιπτωση που θα το διαβασεις αυτο, ειναι ενας τυπος με μπλογκ που ολο μιλαει στην κοπελα που ακομα αγαπαει, και της λεει κατι τετοια αλητηρια που πολυ μου αρεσουν. «Ξερω οτι με διαβαζεις, Μαρα» και τετοια. Οσο γκει και να ακουστει, δε θα το κανα ετσι αν ηξερα τι παιζει απο την αλλη, γιατι δεν το σκεφτηκα και καθολου. Νομιζα οτι ειναι τοσο ευκολο να σου συμβαινει οσο και να το προκαλεις, θεμα διαλογου καθαρα και αποκλειστικα, ενας το λεει, ο αλλος το ακουει, και με τους επομενους αλλαζει. Συγνωμη αν δεν εφυγα αρκετα γρηγορα και σε εκανα να νομιζεις πραγματα, γιατι αυτο ειναι μεγαλη βρωμια, στο λεω τωρα που μπορω. Ξερω οτι αυτο αλλαζει shit οπως πολυ σωστα θα παρατηρουσε και η Στεφανια, αλλα το λεω μωρε, το λεω για να μην ειμαι και εγω ενας απο αυτους τους ανθρωπους-πτωματα με τα λυπημενα απολογητικα χαμογελα. Δε ζηταω συγνωμη για αυτα που νομιζεις, σιγα και μη ζητησω αλλα συγνωμη σε αυτη τη ζωη, αρκετα, αλλα συγνωμιαζω εσενα και μαζι συγχωρω εμενα για ολο τον πονο μου και τα κλαματα μου. Σου ζηταω συγνωμη για οτι περασα εγω, με πιανεις? Ιστορια, ελπιζω να γραφεις, το καλο που σου θελω να γραφεις, θελω να υπαρχουν αυτα στο ιδιο κουτι με εμενα, θελω να κρατησω τις ντροπες και τις μαυριλες μου διπλα στη ΝΑΣΑ και τις φρεζες.

Βλεπεις γιατι εισαι η αγαπημενη μου. Καμια απο τις αλλες ιστοριες δεν εχει τοσο ανελεητο πινγκ πονγκ κακιας και καλοσυνης. Δε χωρανε παντου οι συγνωμες και τα σπρωξιματα. Μερικες ιστοριες εχουν το ολο επικο «Στ’αγρια τα καστρα πολεμαω, και ετσι τους χρονους μου μετρω» εμβατηριο και αλλες ειναι σαν το fur Alina, ενα πιανακι και πολυ μα πολυ κλαμα. Αναρωτιεμαι αν κλαινε ετσι μονο οι γυναικες, η οι γυναικες που πονεσαν, η ολοι οσοι πονεσαν, η κανενας ποτε στον κοσμο. Αναρωτιεμαι αν το κλαμα ειναι το λεμονοζουμι που κανει το μελανι σου να εμφανιζεται, ιστορια. Αναρωτιεμαι αν η Αλινα ειναι η ηταν οντως οπως η μουσικη της, γιατι αν ισχυει αυτο θα ηταν πολυ φανταστικο κοριτσι. Αναρωτιεμαι ποσο μακρια εξω απο το χαρτη πρεπει να βγεις μεχρι να απλωθει το χερακι που θα σε φερει πισω στον κοσμο των χαρουμενων, ποσα μιλια κλαμα κολυμπαμε με τα μωρα απο πανω να τσιριζουν και να κουνανε πονπονακια απο εφημεριδοσκισματα. Και τελικα αναρωτιεμαι τι χερακι ειναι αυτο που σε βουταει, σε βγαζει εξω με προσοχη για να μη σπασει τα πλευρα σου που ειναι σαν μωρου ιπποποταμου απο το τοσο αλατι, και σε ξαναμαθαινει να μη φοβασαι και να κλαις μονο με ταινιες με τη Μεγκ Ραιαν. Κατσε μαζι μου ιστορια, μεινε σημερα, σε λιγο θα με παρει ο υπνος και θα σταματησω να ρωταω.