Το μωρο-νταβατζης συνανταει το Μαλκο στην παιδικη χαρα πισω απο το Μπλου. Τον βρισκει να καθεται κατω απο ενα δεντρο-γλυπτο απο αλατα ουρικου οξεος, γιατι εχει πλακα να μιλας επιστημονικα. «Παλι εσυ, ετσι?» «Παλι εγω, μωρε.» Παλι σκαλες στο Μομπετερ και στο Μαντ, παλι IRC και Πολυδροσο. Ο Μαλκο του λεει για κορδονια, αρκουδες στο σκοταδι και την ορχηστρα που παιζει Χατζηγιαννη. Το μωρο ξεκαρδιζεται στα γελια και σοβαρευει πολλες φορες. «Ποσα χρονια σε ξερω, ε» με μια διασκεδασμενη παραιτηση στα μουτρα και ενα χαλασμενο φερμουαρ. Παλιοκατασταση, αν θελω να ξερω. «Ακου» σκεφτεται το μωρο, «ακου τι πρεπει να κανεις».
Θα ερθεις κατω απο το σπιτι μου μολις κοιμηθουν ολοι, μεχρι και η Χριστινα που κοιμαται αργα. Θα με παρεις τηλεφωνο και θα μιλαμε ψιθυριστα και οι δυο και θα μου πεις να βγω στο μπαλκονι και θα βγω. Θα μου πεις «κατεβα γιατι φευγουμε» την ωρα που ο γατος θα ανεβαινει την κληματαρια. Θα σε σκυλοβρισω, ψιθυριστα παντα, και θα σου λεω να φυγεις, και με το ενα χερι θα κραταω το τηλεφωνο και με το αλλο θα πεταω πραγματα στο σακο μου. Εσυ εκεινη την ωρα πρεπει να κανεις ειρωνικα ναι ναι και να μου ανεμιζεις με θρασος μια Μαρς και ο γατος θα με κοιταξει παραιτημενα και θα κατεβω ησυχα ησυχα ολες τις σκαλες. Θα βουτηξουμε το Saxo του θειου μου και θα κανουμε μερικες χειροφρενιες στον πεζοδρομο. Μετα θα φυγουμε στα σοβαρα. «Για που ακριβως» θα αναρωτηθω για λιγουλακι, και μετα θα κοιμηθω γιατι θα ειναι και αργα. Θα ξυπνησω καπου στη Λαμια. Θα μπουκωθουμε πρωινο στο Olympus plaza, που ποτε δεν εμαθα ακριβως που τοποθετειται, και μετα θα ξαναπιασουμε το οδηγημα. Θελω να μου λες ιστοριες ομως, αλλιως θα κοιμαμαι συνεχεια. Θα εχουμε μονο ραδιοφωνο στο αμαξι και θα κανω μανιακο ζαπινγκ μεχρι που θα πιανουμε φορτηγατζηδες και ραδιοταξι. Χωραφια ρε φιλε, κοιτα κατι μερη. Κοιτα κατι μερη εκει στη Ραψανη, που ενταξει, δεν υπαρχει τετοιο μερος με τετοιο ποταμι. Κυλινδρομυλος, Ψητο στα καρβουνα, μιαμ, φαι. Μονο στην Ελλαδα εχει νοημα η Φαντα, Μαλκο. Το παλιο αστειο με το θειο μου στο σταθμο της Λαρισας με δυο κοτες στα χερια στο’χω πει?
«Ξερω ακομα περισσοτερα», του ειπα. «Οπως π.χ. ποσους θυρωρους εχει η κολαση και ποσες πουτανες το Novorozinski. Γελασε και ειπε: Ακους αυτη την υπεροχη μουσικη? «Δεν ειναι μουσικη», απαντησα, «Ειμαι εγω που καταστρεφω τη ζωη μου».
Μερες, σοβαρα, μερες μπορω να το κανω αυτο. Κοιτα, βρες ενα τροπο να μας παρει μερες να γυρισουμε την Ελλαδα. Δεν ξερω τιποτα, εχουμε δουλεια, α, Πριγκηπα. Αυτο το ειπε ο Ασλανογλου, οχι απαραιτητα εγω. Ειπε πολλα συγκλονιστικα στον Πριγκηπα. Καθομαι σα Βουδας χωρις να φοραω ζωνη στο μπροστινο καθισμα και σου διαβαζω απο τις Ωδες και κανω τη φωνη της Φαραντουρη για να μη βαλω τα κλαματα και τρακαρουμε.
Πριγκηπα, γυρισα και ειδα τον αρρωστο ηλιο στις πορτοκαλιες
Ειδα τα νυχτολουλουδα στο παλατι σου και τις κατακλειστες γριλιες
Και τ’αλογα σου συλλογισμενα να βοσκουν στη χλοη.
Γιατι τα κτηματα δοθηκαν για το τιποτα, τα οικοσημα
της αιωνιας βασιλειας σου στο εφημερο αισθημα.
Στις μαρμαρινες σκαλες, στα ανακλιντρα μιας επιχρυσης δοξας
με πηραν τ’αναφιλητα
το αιμα σου μας δοθηκε, Πριγκηπα, δε μας ανηκει.
Και σκεφτομαι τη βιλα του Ιολα, λες και εχει την οποιαδηποτε σχεση με το οτιδηποτε. Κανω το συνηθισμενο μονολογο για το ποιος ειναι ο Πριγκηπας και αναρωτιεμαι αν οι φιλοβασιλικοι παππουδες χορεψαν ποτε αυτα τα επικα γκει χορευτικα οπως στη Μελωδια της Ευτυχιας, με παρασημα και την πανασχημη πριγκηπισσα Σοφια με τις αυταρες. Ελα να περπατησουμε μια μικροσκοπικη φορα μεσα σε αυτα τα χωραφια, να κανουμε ενα τσιγαρο ανασκελα κατω απο αυτα τα εκπληκτικα ποτιστηρια-φοινικες. Να κατσουμε εκει σαν ξερα δερματα φιδιων και να ξαναλεμε αν θα νοιαζοτανε κανεις αν παθαινε καρκινο η Ευη Θωδη. Δε σε σκοτωσανε τα συλλογισμενα αλογα, αληθεια πες μου. Οταν ημουν μικρο φοβομουν λιγο στο αμαξι. Εκανα και απειρους εμετους, ειχαμε στανταρ πιτ στοπς εμετου εγω και η Χριστινα, λιγο μετα την Κονιτσα. Και ετσι, φτανουμε στη Θεσσαλονικη.
Λιγο πριν μπεις στην πολη, εκει Καλοχωρι καπου, ειναι τρομερο μερος παλι. Μας πηγαν εκει με τη Μορφολογια Ασπονδυλων και αγαπησα τα βαλτερα θαλασσονερα. Σταματα λιγο να σου δειξω. Κοιταξε τα πως κοιμουνται και πως κολυμπανε ολα μαζι σα μυγακια του νερου. Το συμπαν των μικρουληδων. Πολυποδοι μικρουληδες με οκτακοσια ματια ο καθενας που ζουν μεσα σε λαδερα νερα που μυριζουν σαν πορδη απο τανκερ. Διπλα σε μυστηρια πτωματοδεντρα και παπαρουνες, υπαρχει σοβαρα αλλο μερος σαν την Ελλαδα? Θελω τσουρεκι απο τον Τερκενλη και θελω να σου δειξω το γρουσουζικο σπιτι μου στην Ικτινου. Περναμε απο κατω και το μουντζωνουμε και μαζι διωχνουμε και τους καλλικαντζαρους και τα μουχλιασμενα πατωματα αυτου του απαισιου φθινοπωρου. Σταματαμε εκει που ηταν η Σπηλιαδα, ησυχια, το μονο που ακουγεται ειναι το μασουλημα μου και τα δαχτυλα σου στο τιμονι. Σου’χω πει οτι εχω δει ενα μικρο ροζ σκυλοψαρακι στο λιμανι ενα βραδυ? Αμε. Και μια μεδουσα-τερας οταν κατσαμε με τη Στεφι και καιγαμε με μισος τις σημειωσεις της Οικολογιας. Εκει ειδα και το πρωτο μου σουρεαλ ηλιοβασιλεμα πισω απο τους γερανους στην αλλη ακρη του λιμανιου. Πολυ ησυχος εισαι, φοβαμαι να πω δικα σου πραγματα και σε κανω να μη μιλας. Πες για το στρατο, οριστε. Εκει ειμαστε ασφαλεις. Αρχιζεις την ιστορια με το βρωμιαρη και την αναβολη και ξαναξεκιναμε. Τωρα παμε στα μερη σου, φιλε Μαλκο. Σερρες, Δραμα, Κοζανη, και φυσικα Ξανθη. Παμε να δουμε το στρατοπεδο, Να σταματησουμε λιγο σ’αυτο το δασος με τις καστανιες και στο αλλο που εχει ενα στρωμα απο φυλλα εναμισι μετρο. Εχει ορχιδεες απο κατω, στο λεω. Αλλα πτωματολουλουδα αυτα, μαζι με αηδιαστικα μανιταρακια και μπελαντονες. Και το eleagnifolium το ατιμο, μια ζωη μωβ αστερακια. Κοιτα κατι τεραστια μυρμηγκια. Και σκουληκια κατω απο τις πετρες, ολιγοχαιτοι? Δεν προσεχα εκεινη τη μερα, ειμαι τελειως ρεζιλικι βιολογος.
-Θα σου πω τι μου εχει πει η γιαγια μου η Ελισαβετ για τον Ταξιαρχη.
-Ποιον απ’ολους?
-Το μαυρο Ταξιαρχη, της Μυτιληνης.
-Ενταξει.
-Ακου εδω. Ο Ταξιαρχης αυτος ειναι που μαζευει τις ψυχες οταν ερχεται η ωρα τους. Λενε οτι σηκωθηκε μεσα απο αιμα και λασπη μετα απο μια τρελη σφαγη σε ενα μοναστηρι. Καθε χρονο στη γιορτη του βγαινει απο την εικονα του και κανει γυρες. Οποιο σπιτι εχει απλωμενα ρουχα εκεινο το βραδυ το βαζει σημαδι. Το παρακολουθει συνεχεια μεχρι να ερθει η ωρα να κανει κολεκτ, αν με πιανεις. Γι’αυτο εμεις δεν απλωνουμε τοτε.
-Και φαντασου οτι χανουμε σχολειο για τον τυπο
-Ειναι καλος, κατα τη γιαγια Ε. Μονο αυτον αγαπαει.
-Συμφωνοι.
Πιανω με το ενα μου χερι εσενα και με το αλλο την Εροικα και μας παω και τους τρεις πιο κοντα και καθομαστε κατω. Ανοιγω το βιβλιο τυχαια και αρχιζω να διαβαζω λες και δεν καθομαστε μεσα σε δεντρα και φτερα και εναν πραγματικα επικινδυνο μουγκιασμενο αγγελο. Νατο, το σκεφτηκα και το καταλαβε οτι το σκεφτηκα και ερχεται και στεκεται απο πανω μας και τα διαολεμενα τα φτερα σηκωνονται πανυψηλα και ανοιγοκλεινουν λες και ειναι ακομα κολλημενα σε οτιδηποτε ηταν κολλημενα στην αρχη και ειναι τοσα πολλα που κανουν ενα τρομερο στακατο απο χαρτι που σκιζεται, που σου κοβει το αιμα εβδομηντα φορες και παλι απο την αρχη. Εκει το χανω για τα καλα και βλεπω μεγαλα κοκκινα Χ πανω σε πορτες και πανω σε πλατες ανθρωπων και τοσοδουλικα χερακια να κανουν το μικρο το μπιρι-μπιρι και γιαγιαδες να γονατιζουν και να φιλανε θολα τζαμια. Εκει βλεπω και μενα που περπαταω αναμεσα στα δεντρα μαζι σου και βλεπω και πανω μας τα σημαδια και γελαμε λες και δε μας περιμενει μεσα στην ησυχια και τις λασπες. «Σιγα το νεο», τσιριζω καπου εκει μεσα στον κακο χαμο, με οτι εμεινε απο τα Βιομηχανικα Σφαγεια Βεροιας και ενα φτερο κατω απο το σαγονι μου. «Σιγα το νεο» λεει και εκεινος, και με βοηθαει να σηκωθω. «Αιμα, λασπη, πολυς καιρος για μενα και λιγος για ολους τους αλλους».